«Ο Ελαιώνας συνιστά έναν "αστικό θύλακα" στη μάζα της Αθήνας δύο μόλις χιλιόμετρα δυτικά του κέντρου της. Πρόκειται για την έκταση του αρχαίου ελαιώνα, μια εκτεταμένη άμορφη και ανοίκεια περιοχή που περικλείει μια τυχαία συλλογή βιοτεχνιών, αποθηκών και χώρων μεταφορικών εταιρειών σε διαρκή ροή που συνδυάζονται με παραμελημένα υπολείμματα του αττικού τοπίου».
Με αυτά τα λόγια ο αρχιτέκτων και καθηγητής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Πατρών, Γιάννης Αίσωπος, προλογίζει άρθρο του στην Καθημερινή σχετικά με το παρόν και το μέλλον μίας από τις πιο παλιές και σημαντικές γειτονιές της Αθήνας, προτείνοντας λύσεις αξιοποίησής της, με σκοπό τη δημιουργία ενός ποιοτικού περιβάλλοντος κατοίκησης, εργασίας και αναψυχής, μέσω της φύτευσης ελαιώνων και λαχανόκηπων -που κάλυπταν την περιοχή στο παρελθόν- σε νέες ή υφιστάμενες περιοχές πρασίνου.
Γράφει ο κ. Γιάννης Αίσωπος:
«Θεμελιωμένος πάνω σε ένα ανορθολογικό κυκλοφοριακό δίκτυο και σε τυχαία ρυμοτομία οικοπέδων μεγάλης κλίμακας, ο Ελαιώνας χαρακτηρίζεται από εγκατάλειψη, περιβαλλοντική παρακμή και κατάρρευση των υποδομών του. Παρόλη τη μεγάλη εγγύτητά του στην "επίσημη πόλη" και τις συνεχιζόμενες, εδώ και δεκαετίες, συζητήσεις σχετικά με την "αξιοποίησή" του, ο Ελαιώνας παραμένει "άγνωστη γη".
Το Σχέδιο Γενικής Διάταξης (Master-Plan) του γραφείου Αίσωπος Αρχιτεκτονική προτείνει για την περιοχή μια οργανωτική δομή που προσδίδει αναγνωρισιμότητα και ταυτότητα αλλά και προοπτικές βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης για τη δημιουργία ενός ποιοτικού περιβάλλοντος κατοίκησης, εργασίας και αναψυχής. Η πρόταση συντάχθηκε στο πλαίσιο του Προγράμματος Crepud Med της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο οποίο συμμετέχουν πόλεις μεσογειακών χωρών με στόχο την εκπόνηση προτάσεων βιώσιμου αστικού και πολεοδομικού σχεδιασμού για υποβαθμισμένες μητροπολιτικές περιοχές και περιελάμβανε δημόσια διαβούλευση σχετικά με τα προβλήματα και τις προοπτικές της περιοχής με υπηρεσίες και οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Φορέας διαχείρισης του ελληνικού σκέλους του προγράμματος, με περιοχή μελέτης τον Ελαιώνα της Αθήνας, ήταν ο Δήμος Αθηναίων».
Στόχοι του σχεδίου:
«Εκπονώντας ένα νέο Σχέδιο Γενικής Διάταξης για τον Ελαιώνα θέσαμε τους ακόλουθους στόχους: Η ανάπτυξη της περιοχής θα πρέπει να διασφαλίζει τη συνύπαρξη χρήσεων τριτογενούς τομέα, βιοτεχνίας, κατοικίας και επιφανειών τοπίου σε ένα νέο περιβάλλον που θα υποστηρίζει την ήπια κινητικότητα.
Η πρόταση θα πρέπει να προσδίδει ταυτότητα και να προσφέρει στοιχεία αναφοράς στην περιοχή. Η ταυτότητα θα προέλθει από την επανερμηνεία της Ιστορίας της περιοχής: τόσο του μακρινού παρελθόντος της -ως ελαιώνα- όσο και του πρόσφατου - ως παραγωγικού χώρου με πολυάριθμες περίκλειστες ή περιφραγμένες χρήσεις.
Το τοπίο δεν προσεγγίζεται μόνο ως «πράσινο» για οπτική απόλαυση ή ως πλαίσιο αναψυχής, αλλά και ως παραγωγική γη. Eτσι, στόχο αποτελεί η ανακατασκευή/φύτευση ελαιώνων και λαχανόκηπων -που κάλυπταν την περιοχή στο παρελθόν- σε νέες ή υφιστάμενες περιοχές πρασίνου - μια σύγχρονη ανάπτυξη της αστικής καλλιέργειας.
Η κατοικία θεωρείται στοιχείο κλειδί για τον όποιο μετασχηματισμό. Η κατοικία θα φέρει νέους κατοίκους στην περιοχή, θα ζωντανέψει τους νέους δημόσιους χώρους της και θα παραγάγει νέες συλλογικότητες».
Στοιχεία που αφορούν στην ιδιαίτερη φυσιογνωμία της περιοχής:
«Το Master-Plan αντιλαμβάνεται την εξαιρετική σημασία της κομβικής θέσης του Ελαιώνα σε σχέση με το σύνολο των δικτύων κυκλοφορίας του Λεκανοπεδίου Αθηνών αλλά και την εγγύτητά του στο κέντρο της πόλης και το λιμάνι του Πειραιά. Υποστηρίζει την εμφύτευση στο κέντρο της περιοχής μεγάλων αντικειμένων που στεγάζουν προγράμματα του τριτογενούς τομέα, τα οποία αποτελούν εφαλτήριο ανάπτυξης. Το έργο της «Διπλής Ανάπλασης» και το νέο κτίριο των ΚΤΕΛ (συνδυασμένο με νέο ξενοδοχείο και χρήσεις λιανικού εμπορίου) γίνονται επίσης αντιληπτά ως εργαλεία ανάπτυξης. Προγράμματα λιανικού εμπορίου, αναψυχής και υπηρεσιών συνεχίζουν να χωροθετούνται κατά μήκος των κύριων οδικών αξόνων της περιοχής. Οι εταιρείες μεταφορών συγκεντρώνονται σε νέο συγκρότημα κατά μήκος της Λεωφόρου Κηφισού. Μια νέα γραμμή τραμ διασχίζει την περιοχή στον άξονα βορρά-νότου, συνδέεται με τα υπόλοιπα μέσα μαζικής μεταφοράς και προσφέρει εύκολη πρόσβαση στην περιοχή. Ενα πυκνό δίκτυο ποδηλατοδρόμων και διαδρομών περιπάτου απλώνεται στην περιοχή. Ως αντιστάθμισμα στη χωροθέτηση νέων κτιριακών όγκων, το φυσικό περιβάλλον αναβαθμίζεται μέσω εκτεταμένων φυτεύσεων. Υποστηρίζεται η έντονη παρουσία της κατοικίας, με νέες τυπολογίες, διαφορετικές από την αστική πολυκατοικία. Η υποστήριξη εργαλείων ανάπτυξης και η ταυτόχρονη ενίσχυση του φυσικού/τοπιακού χαρακτήρα της περιοχής δημιουργούν ένα νέο «Αστικό-Αγροτικό» περιβάλλον που αποφεύγει την αναπαραγωγή της ίδιας, πολύ γνωστής, μορφής της ελληνικής πόλης που βασίζεται στην επανάληψη της μικρομεσαίας πολυκατοικίας και την ελάχιστη παρουσία κοινόχρηστων χώρων πρασίνου».