«Αν ισχυριζόμουν ότι έγραψα το μικρό αυτό βιβλίο με την ψυχραιμία που θα επέβαλλαν σε έναν γνωστικό άνθρωπο αρκετές δεκαετίες δημόσιων παρεμβάσεων, δεν θα ήμουν ειλικρινής. Από το πρώτο Μνημόνιο, το 2010, κυρίως όμως από την έξαρση της βίας, την άνοιξη του 2011, έχω χάσει και εγώ βεβαιότητες μιας ολόκληρης ζωής και δεν μπορώ να εξηγήσω πώς, χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε, φτάσαμε ως το χείλος της αβύσσου.
Από την άλλη, η δυστυχία τριγύρω μας είναι τόσο διάχυτη και η φόρτιση τόσο μεγάλη, ώστε και να το θέλεις, δεν μπορείς πάντοτε να κρατήσεις το μυαλό σου καθαρό για μελέτη και νηφάλια ανάλυση.
Σε προσωπικό επίπεδο, η κρίση άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο βλέπω τον εαυτό μου ως νομικό που θέλει να λέει τη γνώμη του για τα κοινά. Κατάλαβα ότι δεν αρκεί, όπως παλιά, να καταγγέλλει κανείς τα κακώς κείμενα, για να έχει τη συνείδησή του ήσυχη. Αισθάνομαι όλο και περισσότερο ότι οφείλω να υπερασπιστώ εξίσου τα "βασικά" της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου».
Με αυτόν τον άμεσο τρόπο προλογίζει το βιβλίο του, με τίτλο: Ποια δημοκρατία για την Ελλάδα μετά την κρίση; Για την αποκατάσταση των λέξεων και του νοήματός τους, ο συνταγματολόγος Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, θίγοντας τις πλέον φλέγουσες πτυχές των αιτιών και των επιπτώσεων της κρίσης στα θεμέλια του πολιτεύματος της χώρας μας.
Ο Νίκος Κ. Αλιβιζάτος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949, κατάγεται όμως από την Κεφαλονιά και τη Χίο. Σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών και πήρε διδακτορικό δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο Ρaris V. Από το 1980 διδάσκει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου το 1992 εξελέγη καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου.
Τακτικός συνεργάτης του "Βήματος" από το 1986 έως το 2000 και σήμερα των Νέων. Δικηγορεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου. Είναι μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Έχει γράψει μεταξύ άλλων: "Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση. Όψεις της ελληνικής εμπειρίας, 1922-1974" (Θεμέλιο, 1983, γ' έκδ. 1996), "Ο αβέβαιος εκσυγχρονισμός και η θολή συνταγματική αναθεώρηση" (Πόλις, 2001), "Η βασιλική περιουσία στο Στρασβούργο" (Α. Σάκκουλας, 2003) και "Πέρα από το 16: Τα πριν και τα μετά" (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2007).
ΕΧΟΥΝ ΓΡΑΦΤΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
Θανάσης Γιαλκέτσης, Οι θεσμοί σε δοκιμασία, "Εφημερίδα των Συντακτών", 3.8.2013
[...] Σε αυτό το ομιχλώδες πνευματικό τοπίο βρίσκει γόνιμο έδαφος ο λόγος των δημαγωγών κάθε είδους. Γι' αυτό, ο συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος θεώρησε αναγκαίο, προτού διατυπώσει τις απόψεις του για τη δημοκρατία, τους θεσμούς και τη μεταρρύθμισή τους, να ξεδιαλύνει τα «βασικά», να αποσαφηνίσει δηλαδή το νόημα ορισμένων βασικών λέξεων και εννοιών που παραποιούνται βάναυσα στη δημόσια συζήτηση. Ξεκαθαρίζει έτσι από την αρχή ότι η ειλικρινής συζήτηση για τη δημοκρατία προϋποθέτει την ανεπιφύλακτη αποδοχή των θεμελιωδών κανόνων του δημοκρατικού παιχνιδιού στην πολιτική αντιπαράθεση. Προϋποθέτει, επομένως, την κατηγορηματική απόρριψη και καταδίκη της βίας ως μέσου πολιτικού αγώνα. Δεν μπορεί λ.χ. να γίνει διάλογος για τη δημοκρατία με τους μελανοχίτωνες της Χρυσής Αυγής. Ανέφικτη είναι όμως και η δημοκρατική συνεννόηση με πολλούς «αντιεξουσιαστές» που προσφεύγουν συστηματικά στη βία ή και με εκείνους στην Αριστερά που ονειρεύονται μια νέα εκδοχή της κατάληψης των χειμερινών ανακτόρων. Καθώς η οικονομική χρεοκοπία και η επιδείνωση της κρίσης μεγαλώνουν τον κύκλο των υποστηρικτών της βίας, γίνεται πιο επιτακτική και επείγουσα η ανάγκη να υπερασπιζόμαστε σθεναρά τους θεμελιώδεις κανόνες της δημοκρατίας και το κράτος δικαίου.
Αποκλείοντας τη βία ως μέσο επίλυσης των πολιτικών διαφορών και των κοινωνικών συγκρούσεων, η δημοκρατία επιλέγει την οδό των μεταρρυθμίσεων, που είναι η μόνη η οποία διασφαλίζει ότι οι αλλαγές στους θεσμούς θα γίνονται με νόμιμα και ειρηνικά μέσα. Ποιες μεταρρυθμίσεις όμως και ποιες αλλαγές στους θεσμούς έχει ανάγκη σήμερα η χώρα μας; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, χρειάζεται προηγουμένως να προσδιορίσουμε το μερίδιο ευθύνης που βαρύνει το ισχύον Σύνταγμα και τους θεσμούς για την παρούσα κρίση. Στον δημόσιο διάλογο, δεν είναι λίγοι εκείνοι που ενοχοποιούν τους θεσμούς της Μεταπολίτευσης για τη διαφθορά, την κομματική διάβρωση του κράτους και την ανεύθυνη διακυβέρνηση που οδήγησαν στη χρεοκοπία. Ακούσαμε έτσι πολλούς πολιτικούς, ιδίως από τον χώρο της Αριστεράς, αλλά και ορισμένους συνταγματολόγους, να τάσσονται υπέρ μιας «ριζικής» αλλαγής του Συντάγματος (θυμίζουμε ότι έγινε λόγος ακόμα και για «Συντακτική συνέλευση»).
Τοποθετούμενος στον αντίποδα αυτών των απόψεων, ο Αλιβιζάτος υποστηρίζει ότι ο απολογισμός του Συντάγματος και των θεσμών της Μεταπολίτευσης είναι κατά βάση θετικός. Το γεγονός ότι δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν το πολιτικό σύστημα να ενδώσει στην πίεση για πελατειακές παροχές, για εκδουλεύσεις και για παραχώρηση αθέμιτων προνομίων δεν σημαίνει ότι δεν εκπλήρωσαν με επιτυχία τη βασική αποστολή τους: επί τέσσερις δεκαετίες διασφάλισαν ένα σταθερό πλαίσιο για την ομαλή και ειρηνική διεξαγωγή της πολιτικής αντιπαράθεσης (γεγονός πρωτόγνωρο στη συνταγματική μας ιστορία).
Με άλλα λόγια, δεν φταίνε οι θεσμοί για τη χρεοκοπία της χώρας. Δεν πρέπει να κάνουμε το λάθος να φορτώνουμε στους νόμους και τους θεσμούς την κύρια ευθύνη για όλα τα φαινόμενα κομματισμού, ιδιοτελούς και αλόγιστης διακυβέρνησης, αθωώνοντας έτσι τα κόμματα εξουσίας, τις πολιτικές ηγεσίες και άλλους σημαντικούς παράγοντες της δημόσιας ζωής. Η «αναθεωρητική αυτοσυγκράτηση», που εισηγείται ο Αλιβιζάτος, δεν υποτιμά την ανάγκη για ριζοσπαστικές και καινοτόμες θεσμικές μεταρρυθμίσεις, που δεν προϋποθέτουν την αναθεώρηση του Συντάγματος (χρηματοδότηση της πολιτικής, κατάργηση του σταυρού προτίμησης κ.ά.). Δεν παραγνωρίζει επίσης το αίτημα για επιμέρους συνταγματικές αλλαγές σε ώριμα από καιρό θέματα (ποινική ευθύνη των υπουργών, βουλευτική ασυλία κ.ά.). Στην πραγματικότητα, η ατέλειωτη «συνταγματολογία» είναι εκείνη που συχνά παραλύει τη μεταρρυθμιστική βούληση και υπηρετεί την αδράνεια. Ο Αλιβιζάτος επιχειρηματολογεί πειστικά υπέρ της διατήρησης του πολιτεύματος της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, με τις αναγκαίες βελτιώσεις για την αντιμετώπιση των παρενεργειών του πρωθυπουργοκεντρισμού. Εκφράζει σοβαρές επιφυλάξεις και αντιρρήσεις για το αίτημα συνταγματικής κατοχύρωσης αμεσοδημοκρατικών θεσμών (δημοψήφισμα, λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, δυνατότητα ανάκλησης βουλευτών από τους εκλογείς τους). Τάσσεται εναντίον της καθιέρωσης της απλής αναλογικής και μάλιστα ως «μόνιμου» εκλογικού συστήματος, διαβλέποντας τον κίνδυνο ενίσχυσης της τάσης για πολυδιάσπαση και κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων. Επισκοπώντας όλα τα ζητήματα που έχουν τεθεί στη συζήτηση για την προσεχή συνταγματική αναθεώρηση, ο Αλιβιζάτος παρατηρεί ότι τα περισσότερα από αυτά αποβλέπουν κυρίως στη δημιουργία εντυπώσεων και όχι στην εξυγίανση του πολιτικού συστήματος και την έξοδο από την κρίση.
Θόδωρος Παρασκευόπουλος, Μανιφέστο ενός αυταρχικού φιλελευθερισμού, "Η Εποχή", 28.7.2013
Το μικρό βιβλίο του Νίκου Αλιβιζάτου Ποια Δημοκρατία για την Ελλάδα μετά την κρίση;, με τον ενδιαφέροντα και πολλά υποσχόμενο υπότιτλο Για την αποκατάσταση των λέξεων και του νοήματός τους δεν είναι επιστημονική πραγματεία αλλά δοκίμιο για την τρέχουσα συζήτηση και τις τρέχουσες συγκρούσεις στη χώρα μας, είναι δηλαδή ένα πολιτικό κείμενο, και έτσι πρέπει να κριθεί. Βέβαια, η διάκριση μεταξύ επιστημονικού συγγράμματος και πολιτικού δοκιμίου μπορεί και χρειάζεται να γίνεται, ωστόσο και το δεύτερο είδος απαιτεί τη λογική αυστηρότητα και την απόδειξη, έστω ελλειπτική, των γραφομένων και των συμπερασμάτων, ιδίως όταν ο συγγραφέας είναι επαγγελματίας επιστήμονας.
Παραθέτοντας τι τον παρώθησε να γράψει το εν λόγω κείμενο, ο Ν.Α. γράφει στην Εισαγωγή: «Αισθάνομαι όλο και περισσότερο ότι οφείλω να υπερασπιστώ εξίσου τα "βασικά" της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, τα οποία τόσο επιπόλαια, συνειδητά ή ασυνείδητα, παλιοί φίλοι, ακόμα και σεβάσμιοι δάσκαλοι, σε μιαν έξαρση επικολυρικού παρορμητισμού, μας καλούν να παραβλέψουμε, για να κατανοήσουμε τάχα έναν κόσμο που πράγματι αλλάζει.» Δεδομένου ότι ο συγγραφέας παλιότερα σύχναζε στην Αριστερά και εκεί βρίσκονται «παλιοί φίλοι» του, αυτό είναι πολύ βαριά κουβέντα που χρειάζεται τεκμηρίωση και λογική απόδειξη, τις οποίες μάταια θα ψάξει κανείς να βρει στις 160 σελίδες του βιβλίου του. Η τεκμηρίωση και η λογική απόδειξη χρειάζονται γιατί, αν ισχύει ο ισχυρισμός του Αλιβιζάτου, η Αριστερά ξεστράτισε από την πολιτική με την οποία συνέβαλε στην εδραίωση της δημοκρατίας μετά τη Χούντα. Ίσως ο Ν.Α. να διαφωνεί με το περιεχόμενο των προτάσεων και παρεμβάσεων της Αριστεράς σε αυτή την περίοδο, αλλά δεν χρειάζεται να συμφωνούμε όλοι σε όλα.
Μιας, λοιπόν, και έχουμε ένα δοκίμιο που θέλει να αποκαταστήσει «το νόημα των λέξεων», χρειάζεται να ερωτηθεί ο συγγραφέας: ποιοι είναι αυτοί που μας καλούν να παραβλέψουμε τα «βασικά της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου» και πώς ακριβώς το κάνουν; Ποιοι ζητούν να καταργηθούν οι ελεύθερες εκλογές, η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, της έκφρασης της γνώμης, η ελεύθερη δραστηριότητα των κομμάτων και των κοινωνικών οργανώσεων; Ποιοι ζητούν αντί της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών να επικρατεί η βίαιη καταπίεσή τους; Γιατί αυτά είναι τα «βασικά της δημοκρατίας». Υπάρχουν στην Ελλάδα, πλην των νεοναζί, κι αυτοί σίγουρα δεν ανήκουν στους παλιούς φίλους του συγγραφέα, κάποιοι που ζητούν να μην ενεργεί το κράτος βάσει νόμων και να μην συμπεριφέρεται στους πολίτες όπως ορίζουν το Σύνταγμα και οι νόμοι; Γιατί αυτό ακριβώς είναι το κράτος δικαίου. Κατ' αυτόν τον τρόπο καλλιεργείται από τον συγγραφέα μια ασάφεια για τις έννοιες της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου που επιτρέπει να κατηγορείται οποιοσδήποτε. Πάντως, εγώ μόνο μία φορά θυμάμαι να αμφισβητήθηκε στη Βουλή των Ελλήνων ρητά η δεσμευτικότητα του Συντάγματος: από βουλευτές του ΠΑΣΟΚ στη συζήτηση του νομοσχεδίου Διαμαντοπούλου για την Παιδεία.
Οι λέξεις δεν βρίσκουν το νόημά τους
Το πρώτο κεφάλαιο αρχίζει με μια διαπίστωση: «Για να αποδώσει, η συζήτηση για τη δημοκρατία και τους θεσμούς της πρέπει να είναι ειλικρινής». Η διαπίστωση είναι τετριμμένη: κάθε συζήτηση αποδίδει μόνο εάν είναι ειλικρινής. Μάλλον σαφείς έννοιες χρειάζονται και αυτές δεν φαίνεται να τις διαθέτει ο συγγραφέας, τουλάχιστον σαφείς έννοιες της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Το λέω αυτό με καλή πρόθεση: προϋπόθεση της συζήτησης είναι να παίρνεις τον άλλον στα σοβαρά και να μην τον μεταχειρίζεσαι σαν απατεώνα που συγχέει σκοπίμως τις έννοιες. Η σύγχυση και ασάφεια, λέω λοιπόν, οφείλεται εδώ σε άγνοια και σε έλλειψη επεξεργασίας των εννοιών.
Η ίδια ασάφεια κυριαρχεί και στο ζήτημα της βίας. Στην αρχή του σχετικού κεφαλαίου ο συγγραφέας επιχειρεί μια διάκριση διαφόρων ειδών βίας, όμως η διάκριση, θεμέλιο κάθε ορθολογικής σκέψης, δεν μπορεί να είναι γενική. Γενικές διακρίσεις χρειάζονται προκειμένου να συνταχθεί μια διευκολυντική τυπολογία· στην εξέταση συγκεκριμένων περιπτώσεων χρειάζεται άλλη προσέγγιση. Όταν λοιπόν, ο Ν. Α. γράφει: «Στην κατηγορία αυτή (των υποστηρικτών της βίας Θ.Π.) ανήκουν δίχως άλλο οι μελανοχίτωνες της Χρυσής Αυγής. Ανήκουν όμως ακόμη και πολλοί «αντιεξουσιαστές», καθώς και ορισμένες συνιστώσες (μειοψηφικές θέλω να πιστεύω) του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης (...) Τη δράση των τελευταίων τη βλέπουμε στους δρόμους της Αθήνας κάθε φορά που γίνονται μεγάλες διαδηλώσεις· όσοι από μας εργαζόμαστε στο πανεπιστήμιο την αντιμετωπίζουμε σχεδόν σε καθημερινή βάση.», προσχωρεί στη θεωρητικά βλακώδη, αλλά πρακτικά επικίνδυνη φιλολογία των «δύο άκρων» από εποχές πολιτικής ανωμαλίας. Αυτή η φιλολογία είναι πρακτικά επικίνδυνη, γιατί αφενός εξωραΐζει τον ναζισμό (βάζει τη «λευτεριά μαζί με το χασίσι», έγραφε ο Βάρναλης) και αφετέρου δικαιολογεί την ανωμαλία και τις διώξεις κατά της Αριστεράς που σημάδεψαν την πολιτική ζωή της Ελλάδας πριν και μετά την κατοχή. Εκτός αυτού ο Ν.Α. απλώς επαναλαμβάνει, όσον αφορά τις διαδηλώσεις και τη δράση της «αξιωματικής αντιπολίτευσης», ανακοινώσεις των γραφείων τύπου της κυβέρνησης, των κομμάτων του αλήστου μνήμης δικομματισμού της διαπλοκής και των νεοναζί. Δεν ισχυρίζομαι ότι λέει συνειδητά ψέματα· οι πηγές του όμως είναι χαρακτηριστικές για εκείνο που ο ίδιος λέει λίγες σελίδες πριν, ότι δηλαδή τα επιχειρήματά του «δεν στηρίζονται τόσο στην παρατήρηση (και στην ψύχραιμη σκέψη, συμπληρώνω εγώ) όσο στα ενδόμυχα πιστεύω»· διαφορετικά πρέπει να πιστέψουμε ότι ανήκει σ' εκείνους που, όπως λέει πάλι ο ίδιος, «προσαρμόζουν τον λόγο και το ύφος τους στις περιστάσεις, φροντίζοντας να αποκρύψουν κίνητρα και πραγματικές προθέσεις.»
Το ιδεολόγημα της αόριστης βίας
Τα «ενδόμυχα πιστεύω» του συγγραφέα είναι, όπως φαίνεται, τόσο ισχυρά που επηρεάζουν και την ερμηνεία της Ιστορίας. Γράφοντας για τη βία, ο Ν.Α. μιλάει για τη βία που ασκείται συλλογικά «όπως συνέβη στην Ιταλία της δεκαετίας του 1970 και σε μας τον Δεκέμβριο του 2008». Το χαρακτηριστικό της δεκαετίας του 1970 στην Ιταλία, όπως και στη Γερμανία, ήταν ότι οι κινήσεις που θέλησαν να μεταφέρουν στις δυτικοευρωπαϊκές δημοκρατίες το πρότυπου του «αντάρτικου πόλης» των λατινοαμερικανικών δικτατοριών και εξελίχθηκαν σε σκοτεινές δολοφονικές ομάδες, είχαν σχετικά μαζική απήχηση, η οποία έφτανε στις παρυφές των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Τι σχέση έχει, τώρα, το ιδεολόγημα της παραδειγματικής βίας στη δεκαετία του '70, που τάχα αποκάλυπτε τον καταπιεστικό χαρακτήρα και την αδυναμία του καπιταλιστικού κράτους, με τον νεανικό ξεσηκωμό του 2008 στην Ελλάδα, αυτό παραμένει το μικρό μυστικό του συγγραφέα. Μυστήριο για τον συγγραφέα παραμένει και η σχέση μεταξύ κοινωνικών εκρήξεων, σαν εκείνη του Δεκέμβρη 2008, και μεταρρυθμίσεων. Το πανεπιστήμιο στο οποίο ο ίδιος μεγάλωσε είναι εν πολλοίς γέννημα ενός τέτοιου κοινωνικού ξεσπάσματος: εκείνου του Μάη του 1968.
Οι δυνατότητες που άνοιξε και οι αλλαγές που επέφερε εκείνη η εξέγερση ήταν βέβαια τελείως διαφορετικές σε έκταση και βάθος: καθόρισαν την όψη των ευρωπαϊκών κοινωνιών για δύο δεκαετίες. Αν παρακολουθήσει κανείς την πολιτική συζήτηση μετά τον Δεκέμβρη του 2008, διαπερνώντας τις παρωπίδες που προσπάθησαν και σε μεγάλο βαθμό πέτυχαν να επιβάλουν οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης, τότε διαπιστώνει ότι τέθηκε ένα μεγάλο ζήτημα που εκκρεμεί από την πτώση της Χούντας: η δημοκρατική αναμόρφωση της Αστυνομίας σε πολιτική υπηρεσία. Γι' αυτό το ζήτημα υπήρξε μάλιστα σύγκρουση μεταξύ των ακροδεξιών θυλάκων που συντηρεί το παλιό καθεστώς στην Αστυνομία και δημοκρατικών αστυνομικών, διαφορετικών φρονημάτων και πολιτικού προσανατολισμού, αλλά δημοκρατικών. Αυτή τη δυνατότητα την άνοιξαν οι χιλιάδες νέοι άνθρωποι που είχαν ξεχυθεί στους δρόμους και πολιορκούσαν αστυνομικά τμήματα· το παλιό καθεστώς προσπάθησε με νύχια και με δόντια να την ακυρώσει και προς ώρας το πέτυχε.
Ο φόβος του λαού στους δρόμους
Το άλλο παράδειγμα βίας που χρησιμοποιεί ο Ν.Α. είναι ακόμα ασθενέστερο. Διότι την άνοιξη 2011, που ο συγγραφέας λέει ότι τον τρόμαξε, η μόνη βία που ασκήθηκε ήταν αστυνομική και η παρακρατική βία. Ο κόσμος είχε καταλάβει ειρηνικά τις πλατείες των πόλεων, εκδήλωνε τη διαμαρτυρία του και διοργάνωνε συζητήσεις με απόλυτη τάξη και σεβασμό στην αντίθετη γνώμη. Ότι το «κίνημα των πλατειών» συνέβαλε στην πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου είναι αναμφισβήτητο, κι αυτό ίσως τρόμαξε τον Ν.Α. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται πολύς σχολιασμός, αρκεί η επισήμανση του Αμπτουλάχ Γκιουλ για τις συγκεντρώσεις στην πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης και την καταπίεσή τους: «Η δημοκρατία», είπε ο Τούρκος πρόεδρος, «δεν είναι μόνο εκλογές, είναι και διαδηλώσεις».
Η συντηρητική-έμφοβη στάση του συγγραφέα απέναντι στη δημοκρατία φαίνεται περισσότερο όταν μιλάει για το Σύνταγμα, τον χαρακτήρα, την ιστορία του και τις, κατά τη γνώμη του, πιθανώς αναγκαίες αλλαγές του στην Ελλάδα. Όταν, ας πούμε, γράφει ότι το Σύνταγμα δεσμεύει «κυβερνώντες και κυβερνώμενους», υποστηρίζει μια προνεωτερική, πλατωνική ή εκ θεού σύνταξη της εξουσίας, γιατί στις σύγχρονες δημοκρατίες το Σύνταγμα περιορίζει τη δικαιοδοσία του κράτους έναντι των πολιτών: ακόμα και όταν ορίζει τις υποχρεώσεις τους, θέτει τα όρια εντός των οποίων μπορεί το κράτος να καταναγκάζει τους πολίτες. Όταν, παρακάτω, λέει κιόλας ότι το Σύνταγμα (φαντάζομαι εννοεί του 1844) ήταν επιδίωξη κάποιων «δυτικόστροφων διανοουμένων» και των τοπικών προκρίτων και πολιτευτών που ήθελαν με τις εκλογές να ανακτήσουν την ισχύ τους, παραγνωρίζει τον ολωσδιόλου «δυτικόστροφο» χαρακτήρα της Επανάστασης του 1821· τα ματωμένα χέρια των επαναστατών ήταν, για να μεταφέρω στα της Ελλάδας μια αποστροφή του Χάινριχ Χάινε για τη Γαλλική Επανάσταση (Geschichte der deutschen Philosophie und Theologie), αναγκαία για να συντελεστεί η νεωτερικότητα που θεμελίωσαν θεωρητικά οι Διαφωτιστές. Ο Ν.Α. αφήνει στην άκρη την παράδοση των ελληνικών επαναστατικών Συνταγμάτων και μετατρέπει τη συνταγματική Ιστορία σε υπόθεση (απολύτως υπαρκτών, αλλά ιστορικά δευτερεύουσας σημασίας) ιδιοτελών επιδιώξεων των ελίτ. Με τη δική του λογική θα έλεγε κανείς ότι η Επανάσταση του Ιουλίου 1830 στη Γαλλία, που ανέτρεψε τους Βουρβόνους, ήταν αποτέλεσμα ιδιοτελών επιδιώξεων του αντίπαλου οίκου της Ορλεάνης.
Στη βουλή κεκλεισμένων των θυρών
Αυτή η εξωιστορική αντίληψη για τη σύνταξη των κρατών δεν είναι ουδέτερη. Χρειάζεται προκειμένου να προσδοθεί στο Σύνταγμα και στις αναθεωρήσεις του μια απλώς λειτουργιστική σημασία και αυτό φαίνεται από την εχθρότητα του Ν.Α. προς τα κόμματα, που πλησιάζει τις χειρότερες στιγμές του Νικόλαου Σαρίπολου (χωρίς να έχει την επιστημονική περιέργεια να αναρωτηθεί ποιες κοινωνικές σχέσεις κάνουν τα αστικά κόμματα να συμπεριφέρονται όπως συμπεριφέρονται), αλλά και από τις προτάσεις του συγγραφέα, π.χ., για τις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας. Προτείνει την επιλογή των ανώτατων δικαστών και των επικεφαλής των ανεξάρτητων αρχών από τον Πρόεδρο, αλλά και την επαναφορά στον Πρόεδρο αρμοδιοτήτων, όπως η πρόωρη διάλυση της Βουλής. Προτείνει, δηλαδή, να ορίζονται πολιτικά μη ελεγχόμενα όργανα της πολιτείας και να λαμβάνονται πολιτικές αποφάσεις τέτοιας σημασίας σαν τη διεξαγωγή εκλογών εκτός δημοκρατίας και αδιαφανώς – να δημιουργηθεί ένα κέντρο ανωμαλίας. Γιατί άραγε για όλα αυτά να μην αποφαίνεται η Βουλή; Τη δυσπιστία του προς τη διαφάνεια, ο Ν.Α. την εκδηλώνει και εκεί όπου λέει πως η δημοσιότητα, που σήμερα επιτυγχάνεται μόνο με τη μετάδοση των συνεδριάσεων της Βουλής από τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ, υπηρετεί την «προτίμηση στα μεγάλα λόγια», ενώ οι συνεδριάσεις θα έπρεπε να «διεξάγονται κεκλεισμένων των θυρών», χάριν της νηφαλιότητας, λέει, που επιβάλλουν τα σοβαρά θέματα. Λες και η δημοσιότητα, η δημόσια έκθεση των προθέσεων και των πεπραγμένων της κυβέρνησης, και ο δημόσιος έλεγχος της πολιτικής της δεν είναι η πεμπτουσία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Στην Τουραντό του Μπρεχτ, η επώνυμη ηρωίδα θαυμάζει τις περίτεχνες διατυπώσεις με τις οποίες οι διανοούμενοι δικαιολογούν την πολιτική του κράτους. Όταν αυτοί αποτυγχάνουν και ο κόσμος τους παίρνει χαμπάρι, αλλάζει και η πριγκίπισσα Τουραντό φρόνημα και λαγνεύεται με τη βαρβατίλα. Στο ζήτημα του άρθρου 16 του Συντάγματος που κατοχυρώνει τον δημόσιο χαρακτήρα των ΑΕΙ και ΤΕΙ, λοιπόν, ο Ν.Α. αλλάζει φρόνημα: σε προηγούμενο βιβλίο του (Πέρα από το 16. Τα πριν και τα μετά) είχε κατασκευάσει τον νομικό τραγέλαφο του μη κρατικού, αλλά ανεξάρτητου (από ποιον;) πανεπιστημίου. Τότε, βλέπεις, έπρεπε να διασκεδαστεί ο φόβος μπρος στην επέλαση των αετονύχηδων της εκπαίδευσης κατά του δημόσιου Πανεπιστημίου. Τώρα που το μεγάλο πλιάτσικο βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, οι περίπλοκες εννοιακές κατασκευές δεν είναι αναγκαίες, κι έτσι ο Ν.Α. λέει ότι χρειάζεται «το "άνοιγμα" του δημόσιου πανεπιστημίου με σταδιακή άρση της απαγόρευσης των ιδιωτικών ΑΕΙ»· λες και δεν ξέρει ότι, αν καταργηθεί η συνταγματική προστασία του δημόσιου πανεπιστημίου, τότε ο χαρακτήρας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν θα επαφίεται, όπως γράφει, στον «κοινό νομοθέτη»: ιδιοκτησιακά δικαιώματα, προστασία των επενδύσεων, αγωγές αποζημίωσης θα κάνουν την κερδοσκοπία και την κατάργηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας μη αναστρέψιμη κατάσταση.
Το βιβλίο του Νίκου Αλιβιζάτου είναι κάτι σαν μανιφέστο ενός αυταρχικού φιλελευθερισμού. Καλοδεχούμενα τέτοια μανιφέστα, γιατί όλα πρέπει να συζητιούνται. Μου φαίνεται όμως ότι χρειάζεται λίγη δουλειά παραπάνω, αλλιώς είναι όλα τόσο προφανή...
Ανήσυχα ή ήρεμα πανεπιστήμια;
Ο συγγραφέας είναι πανεπιστημιακός και ισχυρίζεται ότι «σχεδόν σε καθημερινή βάση» αντιμετωπίζει βία στο πανεπιστήμιο. Βλέπεις, όμως, ειδικά στα πανεπιστήμια της Ευρώπης, όσες φορές προσπάθειες είτε περιορισμού της ακαδημαϊκής ελευθερίας είτε εισαγωγής ιδιωτικών συμφερόντων στη λειτουργία του πανεπιστημίου μπόρεσαν να αποκρουστούν ή έστω να μην επιτύχουν ολωσδιόλου, αυτό έγινε με διαδηλώσεις, καταλήψεις και παρεμπόδιση διδακτικών εκδηλώσεων. Στην Ελλάδα έτσι έγινε με τον νόμο 815 του Ράλλη και με τον νόμο Διαμαντοπούλου. Ποιος πανεπιστημιακός δεν συμμετείχε στα φοιτητικά του χρόνια σε τέτοιες κινητοποιήσεις και δεν κατηγορήθηκε για άσκηση βίας; Δεν αμφισβητώ ότι υπάρχουν ομάδες που θεωρούν πως κάθε αίτημα και κάθε διαφωνία είναι αφορμή για γενικό ξεσηκωμό και νέο «Μάη του ΄68». Αυτό χρειάζεται πολιτική αντιμετώπιση από τους ανθρώπους που δουλεύουν στα πανεπιστήμια, διδάσκοντες, φοιτητές και διοικητικό προσωπικό, και η αντιμετώπιση περιλαμβάνει τη συζήτηση· με άλλα λόγια, η αποστροφή «έχω πεισθεί πως δεν μπορεί να γίνει διάλογος με τους οπαδούς της βίας», μπορεί να ακούγεται καλά, σημαίνει όμως ότι πρέπει οι άνθρωποι των πανεπιστημίων να παραιτηθούν από τη διευθέτηση των του οίκου τους και να καλέσουν την αστυνομία. Αυτή η αντίληψη οδηγεί στην εικόνα που πρόσφερε πρόσφατα το Πανεπιστήμιο Αθηνών με την αναπληρώτρια καθηγήτριά του να καλεί την αστυνομία, γιατί οι φοιτητές τής κάνουν δύσκολες ερωτήσεις. Τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, από την ίδρυσή τους κιόλας στα τέλη του Μεσαίωνα, ήταν πάντα ανήσυχα και ταραχώδη, και σε αυτόν τους τον χαρακτήρα οφείλεται η ανάπτυξη της επιστήμης και η προσφορά τους στη δημοκρατία.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΒΙΒΛΙΟΥ
Ποια δημοκρατία για την Ελλάδα μετά την κρίση;
Για την αποκατάσταση των λέξεων και του νοήματός τους
Νίκος Κ. Αλιβιζάτος
Πόλις, 2013
163 σελ.
ISBN 978-960-435-406-1, [Κυκλοφορεί]
Τιμή € 12,00