«Η σιωπηρή πλειοψηφία και πολλοί άλλοι παράγοντες έχουν επιτρέψει στη ναζιστική Χρυσή Αυγή να κλωσάει ανενόχλητη το αυγό της και να ποδοπατά τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα...
Εφόσον πραγματικά πιστεύουμε ότι ακόμη και με τίμημα τη ζωή μας οφείλουμε να προστατεύουμε το δικαίωμά μας και το δικαίωμα του διπλανού μας στη διαφωνία και την άλλη άποψη, θα έπρεπε, όσο είναι καιρός, να στερήσουμε απ' αυτό το κόμμα το δικαίωμα να ποδοπατά τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, να χλευάζει τη στοιχειώδη λογική και να κακοποιεί έως θανάτου όσους για τις δικές του σκοπιμότητες επέλεξε και ανέδειξε ως εχθρούς, επικαλούμενο την κοινοβουλευτική του ιδιότητα».
Τους παράγοντες που οδήγησαν στη νομιμοποιημένη βία εις βάρος μεταναστών, αντιφρονούντων και εν τέλει της ίδιας της Δημοκρατίας επισημαίνει και καταγγέλλει σε άρθρο-καταπέλτη που δημοσιεύτηκε στο online περιοδικό πολιτικής, πολιτισμού και ιδεών «Χρόνος» (chronosmag.eu) η γνωστή πολυβραβευμένη συγγραφέας Μάρω Δούκα, μία από τις σημαντικότερες της νεοελληνικής πεζογραφίας.
«Το ότι η Χρυσή Αυγή, αν και κοινοβουλευτικό κόμμα, προγραμμάτιζε να γιορτάσει στην Καλαμάτα με τριήμερο φεστιβάλ από τις 3 έως τις 5 Αυγούστου στο Πάρκο του Λιμενικού Ταμείου την κατάλυση του κοινοβουλευτισμού, το πραξικόπημα δηλαδή του Ιωάννη Μεταξά και την εγκαθίδρυση δικτατορίας, δεν ήταν για μένα είδηση. Είδηση ήταν ότι οι υπεύθυνοι του Λιμενικού Ταμείου είχαν χορηγήσει αυτή την άδεια.
Καθώς επίσης, μετά την κινητοποίηση της Αντιφασιστικής Κίνησης Καλαμάτας, είδηση δεν ήταν η επιβεβλημένη και αυτονόητη ανάκληση της σχετικής άδειας, αλλά το «σκεπτικό» αυτής της ανάκλησης που χαρακτήριζε τον εορτασμό της 4ης Αυγούστου σαν μια απλή εκδήλωση πολιτικού-κομματικού χαρακτήρα! Εννοώντας τι; Μήπως ότι θα ήταν νόμιμο, μέσα στο πλαίσιο της Δημοκρατίας, να τιμηθεί δημόσια μια επέτειος κατάλυσης της Δημοκρατίας; Και κατέληγε η σχεδόν «απολογητική» προς τη Χρυσή Αυγή ανακοίνωση ανάκλησης, επικαλούμενη την τουριστική περίοδο (λες και όταν χορηγούσαν στις 20 Μαΐου τη σχετική άδεια δεν ήξεραν ότι ο Αύγουστος είναι μήνας τουριστικός), ότι στον συγκεκριμένο χώρο θα απαγορευτεί αυτόν τον μήνα και κάθε άλλη εκδήλωση.
Θα ήταν ποτέ δυνατόν μια εκδήλωση μισαλλοδοξίας, σαν αυτή της Χρυσής Αυγής (ακόμη και με τη λογική των ίσων αποστάσεων), να εξομοιωθεί με ένα αντιρατσιστικό, για παράδειγμα, φεστιβάλ που μόνο σεβασμό για τον άλλο, τον ξένο, τον ξεριζωμένο, τον διαφορετικό θα μπορούσε να μας εμπνεύσει; Άσε που, χωρίς καθόλου να αστειεύομαι, ένα αντιρατσιστικό φεστιβάλ στην καρδιά της Καλαμάτας θα μπορούσε ακόμη και ως τουριστικό «αξιοθέατο» να συμβάλει στη βελτίωση της εικόνας της χώρας γενικά, και της Πελοποννήσου ειδικότερα, έπειτα από τις τόσες «Μανωλάδες» και τα λοιπά «κορινθιακά» και τα υπόλοιπα που μας διασύρουν διεθνώς», αναφέρει η συγγραφέας και προσθέτει:
«Ας δεχτούμε όμως, καλόπιστα, ότι το Λιμενικό Ταμείο Καλαμάτας είχε χορηγήσει την άδεια στη Χρυσή Αυγή, επειδή την αντιμετωπίζει ως άλλο ένα κόμμα της Βουλής των Ελλήνων που δικαιούται κι αυτό τις επετείους του. Παραμένει ωστόσο το ερώτημα αν ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς έχει εγγραφεί στην ιστορική, κοινωνική και πολιτική συνείδηση των κρατικών λειτουργών ως ένας ορκισμένος εχθρός της Δημοκρατίας.
Διότι βέβαια, αν και δεν χωρεί αμφιβολία πως είμαστε μια κοινωνία που δεν παραλείπει σε κάθε περίσταση να επιδεικνύει τα δημοκρατικά της φρονήματα (εδώ, άλλωστε, δεν γεννήθηκε η Δημοκρατία;), αυτό που μας διδάσκει η πολιτική ιστορία του τόπου είναι ότι ένα σημαντικό ποσοστό της σιωπηρής πλειοψηφίας σ' αυτή την κοινωνία δεν είναι σε θέση να διακρίνει την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στη Δημοκρατία και τη Δικτατορία. Συμψηφίζοντας ανιστόρητα, γενικολογώντας ρηχά, τι θα μπορούσε να σημαίνει στ' αλήθεια για όλους αυτούς τους «σιωπηλούς» πολίτες η κατάλυση της Δημοκρατίας; Μήπως απλά και μόνον την διά του χειρουργείου «θεραπεία» της;
Η Χρυσή Αυγή δεν χρειάζεται, πιστεύω, συστάσεις, εφόσον ακόμη και ο πρωθυπουργός τη χαρακτήρισε πρόσφατα νεοναζιστικό κόμμα
[...] Ο φουσκωτός σήμερα της Χρυσής Αυγής που αφού πρώτα πεθάνει στο ξύλο τον «κακό» μετανάστη, παίρνει μετά σαν «στοργικός γιος» την ηλικιωμένη από το χέρι και τη συνοδεύει στην τράπεζα για να εισπράξει τη σύνταξή της, προστατεύοντάς την από τον μετανάστη-ληστή, μύθευμα ή όχι, είναι μια εικόνα που όχι μόνον δεν ξενίζει αλλά και «συγκινεί» τη σιωπηρή πλειοψηφία. Όπως βαθιά την ικανοποιεί και ο χυδαίος (εσκεμμένα κατά τη γνώμη μου), μισαλλόδοξος, παρανοϊκός δημόσιος λόγος της, που προσλαμβάνεται, εφόσον το υπόστρωμα προϋπάρχει, ως μαγκιά ικανή να «ταΐσει» έως σκασμού το ταλαιπωρημένο αλλά και θρασύδειλα εκδικητικό θυμικό του απαίδευτου πολιτικά ή ημιμαθούς Νεοέλληνα.
Και σαν να μη φτάνουν όλα αυτά, νά σου και ο «εντεταλμένος» του συστηματικού αποπροσανατολισμού κονδυλοφόρος για να επικαλεστεί, συσχετίζοντας εξ επαγγέλματος κουτά, τη θεωρία των δύο άκρων, βάσει της οποίας η Δημοκρατία σήμερα απειλείται εξίσου από τη Χρυσή Αυγή και από την Άκρα Αριστερά. Μόνο που η Άκρα Αριστερά, όπως και αν την εννοεί ο κονδυλοφόρος, αδυνατεί, σε αντίθεση με την εντός της Βουλής Χρυσή Αυγή, να συνομιλήσει με το νεοελληνικό φαντασιακό ούτε και φιλοδοξεί να κολακέψει την ακράτεια και την ευτέλεια του εδώ και δεκαετίες διαπλασμένου «συλλογικού» θυμικού».
Η Μάρω Δούκα, από τις σημαντικότερες συγγραφείς της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, γεννήθηκε το 1947 στα Χανιά. Το 1966 μετακόμισε στην Αθήνα, όπου έκτοτε ζει. Αποφοίτησε από το Ιστορικό και Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1974, με τις νουβέλες Η πηγάδα, Κάτι άνθρωποι, και μέχρι σήμερα έχει εκδώσει μία ακόμη νουβέλα, μία συλλογή διηγημάτων, οκτώ μυθιστορήματα (πιο πρόσφατο, Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ, 2010) και τη συλλογή κειμένων Ο πεζογράφος και το πιθάρι του (1992), ενώ το 2005 εξέδωσε Τα μαύρα λουστρίνια στο πλαίσιο της σειράς «Η κουζίνα του συγγραφέα» των εκδόσεων Πατάκη.
Έχει τιμηθεί με το Βραβείο «Νίκος Καζαντζάκης» του Δήμου Ηρακλείου για το μυθιστόρημα Αρχαία σκουριά με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το μυθιστόρημα Πλωτή πόλη και με το Βραβείο Κώστα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημα Αθώοι και φταίχτες, για το οποίο επίσης τιμήθηκε με το Βραβείο Balkanika και το Βραβείο Καβάφη.
Διηγήματα και μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Σήμερα, τα βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πατάκη.
Για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο της κυρίας Μάρως Δούκα, μεταφερθείτε στην ιστοσελίδα του choronosmag.eu, πατώντας εδώ.