Ο Τάσος (ΤΑΖ) Θεοδωρόπουλος επιστρέφει «χορτασμένος» από τη «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Ούγκο Ντε Άνα στο Ηρώδειο αλλά δεν είναι σίγουρος αν αυτό είναι ακριβώς για καλό.
Είμαι οπαδός των μεγάλων θεαμάτων το ομολογώ. Δέσμιος της φαντασμαγορίας σε υπερβολικές δόσεις, ανεξάρτητα από το καλλιτεχνικό τους αποτέλεσμα. Σε τέτοιο βαθμό που κάλλιστα θα μπορούσες να με αποκαλέσεις και κακόγουστο. Με τον ίδιο τρόπο που μπορείς πολύ εύκολα να αποκαλέσεις κακόγουστα τα μισά και παραπάνω από τα πανάκριβα μιούζικαλ υπερθεάματα του Mπρόντγουεϊ και του Λονδίνου και να μην έχεις άδικο.
Παρ' όλα αυτά δε μασάω, δώσε μου σκηνικά να μπαινοβγαίνουν και φωτισμούς και ρούχα πάρε μου την ψυχή. Πιθανότατα όταν ήμουν μικρός οι γονείς μου να μη με πήγαιναν τόσο συχνά όσο θα ήθελα στο τσίρκο κι από κει να μου έμεινε το απωθημένο. Γιατί η αλήθεια είναι, πως τα όρια ανάμεσα στο υπερθέαμα και την υπερβολή που το καθιστά τσίρκο, είναι πολύ σχετικά. Όπως σχετικό είναι και το όριο ανάμεσα στο εκθαμβωτικό και το κακόγουστο.
Κάτι που μπορεί εύκολα να το συνειδητοποιήσει κανείς διαβάζοντας αντικρουόμενες κριτικές για το αισθητικό αποτέλεσμα των περισσοτέρων θεαμάτων. Είτε αυτά αφορούν μεγαλειώδη ανεβάσματα όπερας είτε μινιμαλιστικές σοφιστικέ προσεγγίσεις. Είτε κλειστές σκηνές είτε αρένες. Αν και με το που πιάνεις το θέμα αρένα και όπερα, ακόμα κι αν αναφέρεσαι στην Arena της Βερόνα, ήδη το απαιτούμενο της τελικής παραγωγής σου είναι ο εντυπωσιασμός μιας μεγάλης μάζας. Οπότε και η λογική πίσω από τη στήσιο της παραγωγής σου. Κι όταν το απαιτούμενο είναι ο εντυπωσιασμός, συνήθως η τέχνη οπισθοχωρεί αναλαμβάνοντας χρέη τουριστικής ψυχαγωγίας. Και το Ηρώδειο πλέον, δεν είναι τίποτα άλλο κατ' ουσίαν από μια τέτοια αρένα (μικρότερου βεληνεκούς και άλλης διαρρύθμισης).
Κάπως έτσι αισθάνθηκα επιστρέφοντας από τη «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Ούγκο Ντε Άνα και της Εθνικής Λυρικής στο Ηρώδειο. Κάπως έτσι είχα νοιώσει παρά το δέος για τον όγκο της παραγωγής της και στην κλασσική, φορτωμένη «Aϊντα» της Βερόνα (που αν θυμάμαι καλά είχε επισκεφτεί και το Ηρώδειο). Με τη διαφορά ότι στη «Μαντάμα Μπατερφλάι», το δέος ήταν απών. Ή απλώς προσαρμοσμένο σε ελληνικά οικονομικά δεδομένα.
Οι προσεγγίσεις του Ούγκο Ντε Άνα στηρίζονται πάντα στον φωτισμό και τα εντυπωσιακά video projection που κι εδώ, με τη βοήθεια των ερειπίων του ρωμαϊκού Ωδείου, έκαναν τη ατμοσφαιρική δουλειά τους. Μαζί με μια σκηνή που χρησιμοποιούσε σαν βάση, σαν πάτωμα, ένα πελώριο παραλληλόγραμμο video wall το οποίο είτε αντανακλούσε τις θεματικές συνθέσεις του video projection είτε κατακλυζόταν από έναν έντονα γαλάζιο παλλόμενο φωτισμό – απομίμησης της θάλασσας, με εξ' ίσου έντονες κόκκινες λωρίδες φωτός, τόσο μπροστά όσο και πίσω από την κύρια σκηνική κατασκευή που σκοπός της ήταν να μοιάζει ότι πλέει πάνω από αυτό. Μόνο που ενίοτε σε συνδυασμό με την υπόλοιπη χρωματική υπερβολή, έμοιαζε επίσης και σαν πίστα από disco club.
Η κύρια σκηνική κατασκευή ήταν λιτή αλλά πρακτική, μία γέφυρα από τη μία άκρη της σκηνής ως την άλλη, με τρεις τετράγωνες κατασκευές που έκλειναν με κουρτίνες - στόρια κι από τις τέσσερις πλευρές τους. Η μία μεγαλύτερη και κεντρική και οι άλλες δύο αριστερά και δεξιά μικρότερες.
Εκεί διεξήχθη όλο το δράμα, με τους πρωταγωνιστές και τη χορωδία της Λυρικής εντυπωσιακά ντυμένους, οι μισοί με πολύχρωμα (κι άλλο χρώμα) κιμονό και ομπρέλες και οι άλλοι μισοί, που βοηθούσαν και στις σκηνικές αλλαγές, σαν νίνζα με καλυμμένο το πρόσωπο.
Υπήρξαν στιγμές που όλο αυτό λειτουργούσε. Υπήρξαν όμως και άλλες που χτυπούσε το μάτι σαν «λαμέ» φόρεμα. Ο Ούγκο Ντε Άνα, σκηνοθέτης, σκηνογράφος και ενδυματολόγος, πάτησε με το ένα πόδι στην κλασσική απόδοση μιας όπερας, με το άλλο στον μινιμαλισμό και με ένα τρίτο, βοηθητικό και μάλλον άστοχο σε μια τσιρκολάνικη υπερφόρτωση και σε έναν παιδαριώδη συμβολισμό ειδικά στις σκηνές πλήθους.
Με κορυφαίο τη σκηνή υποδοχής του Πίνκερτον στο Λιμάνι όπου από τη σκηνή παρέλασε η Άρτα και τα Γιάννενα. Και οι νίνζα, και οι γκέισες με ομπρέλες, και τεράστιες σημαίες της Ιαπωνίας και των Η.Π.Α. και ηθοποιοί ντυμένοι με μάσκες ιαπωνικών θεοτήτων και δαιμόνων, και κάτι κακόμοιροι που κούναγαν χρωματιστά κωνικά πανιά που φούσκωναν από τον αέρα για να «δείξουν», και μια τεράστια συμβολική μαριονέτα του «Uncle Sam», ενώ από πίσω ο προτζέκτορας παρουσίαζε θάλασσες και κύματα.
Στις υπόλοιπες σκηνές, ο προτζέκτορας συνήθως παρουσίαζε στατικές εικόνες και ιδεογράμματα ενώ στις δύο πιο εντυπωσιακές του σκηνές, πεταλουδίτσες να πετάνε για την Μπατερφλάι και άνθη κερασιάς που πέφτουν. Πανέμορφα όλα αυτά επιμένω αλλά κάπως ασύνδετα με το πάθος του δράματος από το οποίο σε αποσπούσαν. Και επίσης ασύνδετα με φτηνά σκηνικά ευρήματα όπως οι χάρτινες γιρλάντες κουρελαρίας που κρατούσαν κρεμασμένες σε δύο σκοινιά μπουγάδας από τη μία άκρη της σκηνής ως την άλλη οι νίνζα και υποτίθεται ότι συμβόλιζαν τα άνθη της κερασιάς. Τα οποία γίνανε σε χρόνο μηδέν μια χάρτινη κακόγουστη τσαλάκα καθώς τα μάζευαν οι ηθοποιοί για να στολίσουν υποτίθεται το σπίτι της Μπατερφλάι.
Κάπου εκεί είναι που ψυλλιάζεσαι πως η συγκεκριμένη υπερπαραγωγή, είναι μεν υπερπαραγωγή αλλά μόνο για τα ελληνικά δεδομένα και μάτια της συγκεκριμένης οικονομικής συγκυρίας. Και ψιλοθυμώνεις. Όχι με τη Λυρική, σε καμία περίπτωση. Και μόνο που καταφέρνει να ανεβάζει παραγωγές είναι ένα θαύμα, πόσο μάλλον μια τέτοια παραγωγή. Ούτε με την πολυπληθή ορχήστρα, την εξαιρετική διεύθυνση του Μύρωνα Μιχαηλίδη και την εκπληκτική τόσο σαν παρουσία όσο και σαν φωνή Τσέλια Κοστέα που υποδύθηκε την Μπατερφλάι τη βραδιά που είδα την παράσταση.
Ψιλοθυμώνεις με την πολιτιστική δικτατορία αναγωγής ενός άνισου αισθητικά θεάματος σε κορυφαίο γεγονός. Και τη δημοσιογραφική χρήση επιθέτων όπως «εξαίσιο» και «μοναδικό». Όχι δεν ήταν ούτε εξαίσιο, ούτε μοναδικό. Για κάποιον τουλάχιστον που έχει θεατρικές προσλαμβάνουσες από παραγωγές του εξωτερικού. Ήταν «ελεγχόμενα» και μικροαστικά φαντασμαγορικό και ταυτόχρονα ασύνδετο αισθητικά στις γραμμές του. Ήταν πλούσιο και ταυτόχρονα, σε καίρια σημεία, αποδείκνυε την έλλειψη ή τη συγκράτηση, των πόρων που το χρηματοδότησαν. Ήταν μεγάλο και χορταστικό αλλά όχι μεγαλειώδες. Ήταν εντυπωσιακό αλλά ταυτόχρονα εντελώς μανιερίστικο και επ' ουδενί πρωτοποριακό (οι video συνθέσεις του Ντε Άνα είναι σήμα κατατεθέν του κι έχουν χρησιμοποιηθεί με πολύ μεγαλύτερη επιτυχία σε άλλες παραγωγές του.)
Ήταν ένα θέαμα σε συνεχή πόλεμο με τους καλλιτεχνικούς περιορισμούς του και συνεχές φλερτ με τον ναρκισσισμό του. Από αυτά που αν δεν είχαν διαφημιστεί τόσο πολύ ως «άβατα» που δεν μπορείς να τα αγγίξεις, και ανήκαν σε άλλα είδη, πιο ελαφριάς διασκέδασης, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως και κακόγουστα. Κάτι που όπως είπα και στην αρχή ποσώς θα με πείραζε, εφ' όσον και μου άρεσε, και με χόρτασε και δε φημίζομαι για το γούστο μου.
*Η παράσταση επαναλαμβάνεται στις 30 και 31 Ιουλίου
*** ακολουθήστε τον ΤΑΖ στο www.facebook.com/tazthebuzz ή στο www.twitter.com/klarinabourana. Κάντε LIKE στην επίσημη σελίδα του fb www.facebook.com/SigaikaProductions για να μαθαίνετε όσα χρειάζεστε, προκειμένου να καίτε τον εγκέφαλο (των άλλων) ή επικοινωνήστε με το terra_gelida@hotmail.com για μέιλ και υποθέσεις προσωπικής εκδίκησης.