«Εγώ ξέρω μέσα μου ότι τα έδωσα όλα. Συγγνώμη. Είμαι 32 και μεγάλος, αλλά εγώ νιώθω μικρός». Μέχρι εκεί κατάφερε να μιλήσει, πριν τον πνίξουν τα δάκρυα. Ηταν το 2012 στο Λονδίνο. Φέτος είναι 33. Μεγάλος, ο σπουδαιότερος Ελληνας αθλητής πια, χρυσός παγκόσμιος πρωταθλητής σε ένα σκληρό άθλημα.
Ο Σπύρος Γιαννιώτης συγκλόνισε – και δεν είναι υπερβολή – όταν με δάκρυα στα μάτια ζητούσε συγγνώμη επειδή δεν μπόρεσε να ανέβει στο βάθρο των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου. Τερμάτισε 4ος και συντετριμμένος στα 10 χλμ. ανοιχτής θαλάσσης. Ουδείς θα ξεχάσει ποτέ τη συγγνώμη του. Αυτό το πληγωμένο, όμως, θηρίο έχει τρομακτική υπομονή και επιμονή.
Τη Δευτέρα στην Ισπανία θα μπορούσε να κλαίει από χαρά. Το χρυσό μετάλλιο στα 10χλμ. κολύμβησης, σε ανοιχτή θάλασσα, που κατέκτησε στο παγκόσμιο πρωτάθλημα υγρού στίβου, στην Ισπανία, επαναλαμβάνοντας τον προ διετίας θρίαμβό του στη Σανγκάη, επιβεβαιώνει απλώς ότι πρόκειται περί σπουδαίου αθλητή, ίσως στο πιο κοπιαστικό άθλημα. Ηταν τρομερό και το φίνις του, καθώς πέρασε ως 46ος τα 2,5 χιλιόμετρα και ως 25ος το πέμπτο χιλιόμετρο του αγώνα. Κι ο Σπύρος Γιαννιώτης είναι 32 ετών. Ηλικία συνήθως απαγορευτική για κολυμβητές.
Αυτό το μετάλλιο ήταν το πέμπτο του σε παγκόσμια πρωταθλήματα. Τερμάτισε με χρόνο 1:49:11.8. Αφησε δεύτερο τον Γερμανό Τόμας Λουρτς και τρίτο τον Τυνήσιο Ουσάμα Μελούλι. Είχε κερδίσει χάλκινο μετάλλιο στη Μελβούρνη (5χλμ.), το 2007, αργυρό στη Ρώμη (5χλμ.), το 2009, κι ένα ακόμα αργυρό στη Σανγκάη, στα 5 χιλιόμετρα.
Τι είπε ο ίδιος μετά την απονομή; «Αφιερώνω αυτό το μετάλλιο στον προπονητή μου, τους γονείς μου και κυρίως σε όλους τους Ελληνες. Είναι απίστευτο, αλλά αληθινό. Ηταν μια τρελή κούρσα, ιδιαίτερα στα τελευταία δυόμισι χιλιόμετρα. Εκεί κολύμπησα με μυαλό και ψυχή συναισθανόμενος αυτό που είχε συμβεί πέρυσι στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου».
Ποιος είναι ο Σπύρος Γιαννιώτης
Ο Σπύρος Γιαννιώτης γεννήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 1980 στο Λίβερπουλ (τόπο καταγωγής της μητέρας του), αλλά μεγάλωσε στην Κέρκυρα (τόπο καταγωγής του πατέρα του), όπου και μυήθηκε στο κολύμπι, αγωνιζόμενος στον τοπικό ΝΑΟΚ.
Το καλοκαίρι του 1998 πήρε το «βάπτισμα του πυρός» σε μεγάλες διοργανώσεις, συμμετέχοντας στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα εφήβων/νεανίδων, στην Αμβέρσα. Λίγο καιρό αργότερα πήρε μεταγραφή στον Ολυμπιακό, μετακόμισε στην Αθήνα και εγκαινίασε τη συνεργασία του με τον προπονητή Νίκο Γέμελο, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα και η οποία «σημάδεψε» την αθλητική σταδιοδρομία του.
Σε ηλικία 19 ετών ο Γιαννιώτης είναι ήδη στέλεχος της εθνικής ομάδας κολύμβησης, συμμετέχοντας στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα 25άρας πισίνας του Χονγκ Κονγκ και τα Ευρωπαϊκά της Κωνσταντινούπολης (50άρα) και της Λισαβόνας (25άρα). Ένα χρόνο αργότερα παίρνει μία... πρώτη γεύση από Ολυμπιακούς, καθώς δίνει το «παρών» στους Αγώνες του Σίδνεϊ, ενώ τον Δεκέμβριο του 2000 συμμετέχει για πρώτη φορά σε τελικό μεγάλης διοργάνωσης, παίρνοντας την 7η θέση στα 1.500μ. ελεύθερο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 25άρας πισίνας στη Βαλένθια.
Η επόμενη τετραετία σηματοδοτεί την πρώτη «χρυσή εποχή» του Σπύρου Γιαννιώτη. Το 2001 γίνεται ο πρώτος Έλληνας (άνδρας) κολυμβητής που μετέχει σε τελικό Παγκοσμίου Πρωταθλήματος, τερματίζοντας 7ος στα 400μ. ελεύθερο στην Φουκουόκα. Την ίδια χρονιά κατακτά δύο χρυσά μετάλλια στους Μεσογειακούς Αγώνες της Τύνιδας. Το 2002 στο Βερολίνο είναι μέλος της ομάδας 4Χ200μ. ελεύθερο, που χαρίζει στη χώρα μας το πρώτο μετάλλιο (χάλκινο) σε Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα κολύμβησης, ενώ στην αντίστοιχη διοργάνωση του 2004, στη Μαδρίτη, «αγγίζει» το βάθρο και σε ατομικό αγώνισμα, καταλαμβάνοντας τελικά την τέταρτη θέση στα 1.500μ. ελεύθερο.
Το αποκορύφωμα της «χρυσής» τετραετίας έρχεται στον καταλληλότερο τόπο και χρόνο, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Ο Γιαννιώτης «γράφει» ιστορία στο κολυμβητήριο του ΟΑΚΑ, καθώς γίνεται ο μοναδικός Έλληνας κολυμβητής μετά το 1896 που συμμετέχει σε δύο τελικούς, ενώ η πέμπτη θέση που καταλαμβάνει στα 1.500μ. ελεύθερο είναι η καλύτερη για τη χώρα μας στην ιστορία των Ολυμπιακών (εξαιρουμένης της πρώτης διοργάνωσης).
Η επόμενη διετία θα αποδειχθεί προβληματική. Ο κύκλος φαίνεται να κλείνει. Και τότε αποφασίζει να στρέψει την προσοχή του στην (σχεδόν άγνωστη στην Ελλάδα) κολύμβηση σε ανοιχτή θάλασσα. Τα ξημερώματα της 18ης Μαρτίου 2007, ο Γιαννιώτης βρίσκεται στην εκκίνηση του αγώνα 5χλμ. του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος υγρού στίβου της Μελβούρνης, δοκιμάζοντας για πρώτη φορά τις δυνάμεις του εκτός πισίνας. Θα χρειαστεί 56 λεπτά, 56 δευτερόλεπτα και 6 δέκατα για να ολοκληρώσει τη διαδρομή και πριν από αυτόν έχουν τερματίσει μόλις δύο αθλητές.
Στους Ολυμπιακούς του Πεκίνου το 2008, την κρίσιμη ημέρα, στα 10χλμ., όλα πηγαίνουν στραβά. Ενώ ο Έλληνας πρωταθλητής κάνει την κούρσα του και είναι επικεφαλής, προσπαθώντας να αποφύγει τον συνωστισμό και το αναπόφευκτο... ξύλο, βλέπει ένα «μπουλούκι» αθλητών (έτσι το περιέγραψε ο ίδιος) να τον προσπερνάει, χάνει τον έλεγχο και την αυτοσυγκέντρωσή του και καταποντίζεται. Η 16η θέση της τελικής κατάταξης είναι μία τεράστια απογοήτευση. Η σκέψη της αποχώρησης στριφογυρίζει ξανά στο μυαλό του.
Στο τέλος του 2011 αναδεικνύεται κορυφαίος αθλητής της χρονιάς στην ψηφοφορία του ΠΣΑΤ και ξεκινά την προετοιμασία του για το μεγάλο ραντεβού της βρετανικής πρωτεύουσας. Το Λονδίνο θα τον πληγώσει όμως. Η τέταρτη θέση είναι η κορυφαία που έχει πάρει Ελληνας κολυμβητής σε Ολυμπιακούς Αγώνες (πλην του 1896), αλλά για τον Γιαννιώτη δεν ήταν αρκετή. Ηθελε το μετάλλιο, ονειρευόταν το χρυσό.