Ο Αδάμος Ζαχαριάδης είναι πολιτικός επιστήμονας και ιστορικός, πτυχιούχος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, με μεταπτυχιακές σπουδές στο ίδιο τμήμα. Τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στην Ελλάδα, όπου αρθρογραφεί συχνά στις εφημερίδες και το διαδίκτυο για θέματα που αφορούν την πολιτική επικαιρότητα στην Κύπρο και την Ελλάδα.
Σε εξαιρετικά ενδιαφέρον πρόσφατο άρθρο του στο online περιοδικό ιδεών, πολιτικής και πολιτισμού «Χρόνος» (chronosmag.eu), με τίτλο: «Μπαλαδόροι, ακτιβιστές της Δημοκρατίας», o κ. Ζαχαριάδης θίγει μία πολύ ουσιώδη όψη του δημοφιλούς αθλήματος του ποδοσφαίρου, τη σχέση του με την πολιτική, μέσα από το παράδειγμα του Βραζιλιάνου ποδοσφαιριστή Σόκρατες και του κινήματος της «Κορινθιακής Δημοκρατίας» στη λαϊκή ομάδα Κορίνθιανς του Σάο Πάολο που επηρέασε καθοριστικά τα ποδοσφαιρικά ήθη και άλλαξε τη φυσιογνωμία μιας ολόκληρης χώρας.
Γράφει:
Σε μια εποχή που το ποδόσφαιρο μετατρέπεται σε εργαλείο επιχειρηματικότητας ή ακόμα και σε τρόπο ξεπλύματος μαύρου χρήματος, προσωπικότητες όπως του Σόκρατες και προσπάθειες όπως αυτή της «Κορινθιακής Δημοκρατίας» δεν έχουν θέση στο αγαπημένο παιχνίδι εκατομμυρίων ανθρώπων πάνω στον πλανήτη. Τα πράγματα όμως μπορούν να αλλάζουν όταν οι κοινωνίες βρίσκονται μπροστά σε αδιέξοδα και καλούνται να βρουν νέους τρόπους οργάνωσης και συλλογικότητας.
Όλοι θα έχουμε ακούσει για τον μεγάλο Σόκρατες Μπραζιλέιρο Σαμπάιο ντε Σόουζα Βιέιρα ντε Ολιβέιρα. Αρχηγός της Κορίνθιανς, αλλά και της Εθνικής Βραζιλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982 και αστέρι της ομάδας το 1986, ο Σόκρατες άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Οι δύο «σελεσάο» θεωρούνται οι πλέον αδικημένες εθνικές ομάδες του παγκοσμίου ποδοσφαίρου παρά το εκπληκτικό θέαμα που παρουσίασαν στα γήπεδα της Ισπανίας και του Μεξικού.
Το 1982, ενώ η δικτατορία στη χώρα είχε το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο υπό τον αυστηρό έλεγχό της, είχαν προκηρυχθεί εκλογές για το προεδρικό αξίωμα της Κορίνθιανς. Οι συγκεκριμένες εκλογές θεωρήθηκαν οι πιο σημαντικές της ιστορίας του συλλόγου. Η Κορίνθιανς άλλωστε ήταν η ομάδα των λαϊκών και εργατικών στρωμάτων της πολιτείας του Σάο Πάολο και το αξίωμα του προέδρου εθεωρείτο τότε το τρίτο σημαντικότερο της χώρας μετά από αυτό του προέδρου της Βραζιλίας και του κυβερνήτη της Πολιτείας του Σάο Πάολο. Ο λόγος, πέρα από τη μαζικότητα των υποστηρικτών της ομάδας, ήταν ότι πολλές φορές άνθρωποι που πέρασαν από την προεδρία της ομάδας εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός για να ξεκινήσουν την πολιτική τους καριέρα. Τρανό παράδειγμα ο Λαούτο Νατέλ, ο οποίος ξεκίνησε από πρόεδρος της Κορίνθιανς και κατέληξε, δις, κυβερνήτης του Σάο Πάολο.
Τα ηνία του συλλόγου διεκδικούσαν δύο συνδυασμοί. Ο ένας ήταν ο συνδυασμός της απερχόμενης διοίκησης, με επικεφαλής τον Βισέντε Ματέους με τίτλο «Τάξη και Αλήθεια». Ο συνδυασμός αυτός αντιπροσώπευε το παλιό κατεστημένο, την ολιγαρχία και το συγκεντρωτικό μοντέλο διοίκησης στην ομάδα. Ο δεύτερος συνδυασμός ήταν αυτός της «Κορινθιακής Δημοκρατίας» και αντιπροσώπευε το νέο, τις δημοκρατικές αντιλήψεις και την αντίθεση στο χουντικό καθεστώς. Εμπνευστές του συνδυασμού ήταν ο κοινωνιολόγος Αντίλσον Μοντέιρο Άλβες, ο αρχηγός της ομάδας Σόκρατες και ο αμυντικός Βλαντιμίρ, ενώ επικεφαλής ήταν ο Βαλντεμάρ Πίρες.Ο Σόκρατες και ο συνδυασμός του είχαν εμπνευστεί ένα πλάνο διοίκησης της ομάδας στο οποίο θα είχαν συμμετοχή ακόμα και οι φίλαθλοι. Ό,τι αφορούσε την ομάδα, από τις μεταγραφές και τα οικονομικά ζητήματα μέχρι το σύστημα και την ενδεκάδα, θα αποφασιζόταν μέσα από συνελεύσεις όπου κάθε μέλος θα είχε μία ψήφο. Με αυτόν τον τρόπο η άποψη του φροντιστή της ομάδας ή ενός φιλάθλου είχε την ίδια βαρύτητα με αυτήν του αρχηγού Σόκρατες ή ακόμα και του ίδιου του προέδρου Πιρές. Είναι προφανές ότι η σύγκρουση δεν αφορούσε απλώς το ποιος συνδυασμός θα καταλάμβανε το ύπατο αξίωμα μιας ποδοσφαιρικής ομάδας. Οι εκλογές έπαιρναν ξεκάθαρα πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Όπως έγραψε άλλωστε και το αθλητικό περιοδικό Πλασάρ (Placar), η διαμάχη γινόταν μεταξύ «του αυταρχισμού και της δημοκρατίας, του πατερναλισμού και της αυτάρκειας, των παλιών μεθόδων και των νέων αντιλήψεων».
Τα αποτελέσματα των εκλογών έφεραν την «Κορινθιακή Δημοκρατία» στην ηγεσία της ομάδας και έτσι μια νέα εποχή άρχισε για την Κορίνθιανς αλλά και για ολόκληρο το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο. Άλλωστε ήταν μια εποχή όπου στις υπόλοιπες ομάδες της χώρας οι διοικήσεις είχαν τον απόλυτο έλεγχο όχι μόνο της αθλητικής αλλά και της κοινωνικής ζωής των ποδοσφαιριστών τους. Έτσι, οι εξελίξεις στην Κορίνθιανς αποκτούσαν ριζοσπαστικό χαρακτήρα. Με μότο Κέρδισε ή χάσε, αλλά πάντα δημοκρατικά, το κίνημα της «Κορινθιακής Δημοκρατίας» πήρε γρήγορα μαζικές διαστάσεις και κέρδισε την υποστήριξη από διανοούμενους και πολιτικούς ακτιβιστές της χώρας, ενώ αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για ένα μεγάλο μέρος της φίλαθλης κοινής γνώμης
[...]
Δύο χρόνια αργότερα οι ποδοσφαιριστές της Κορίνθιανς ταράζουν τα νερά ολόκληρης της χώρας. Λίγες μέρες πριν τις εκλογές του 1984, τις πρώτες δημοκρατικές στη χώρα μετά από είκοσι χρόνια, η ομάδα του Σόκρατες παρατάσσεται στο γήπεδο με σύνθημα στο πίσω μέρος της φανέλας Ψηφίστε στις Δεκαπέντε. Με αυτό τον τρόπο ήθελαν να προτρέψουν τον κόσμο να κατέβει μαζικά και να πάρει μέρος στις εκλογικές διαδικασίες. Την ίδια χρονιά, σε όλα τα παιχνίδια εντός έδρας της ομάδας, οι παίκτες έμπαιναν στον αγωνιστικό χώρο κρατώντας πλακάτ στο οποίο αναγραφόταν η λέξη Δημοκρατία.
Παρά τις έντονες αντιδράσεις της χούντας και της Βραζιλιάνικης Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου, η Κορίνθιανς συνεχίζει να μεταδίδει πολιτικά μηνύματα σε κάθε αγώνα της εντός έδρας. Μάλιστα, με κορυφαίο τον Σόκρατες, η ομάδα της εργατικής τάξης του Σάο Πάολο κερδίζει τα πρωταθλήματα του 1982 και του 1983. Η Κορίνθιανς, εκτός από πολιτικά μηνύματα, πρόσφερε και όμορφο θέαμα, καθώς η ομάδα της διετίας ’82-’84 έμεινε γνωστή για το ανοιχτό, επιθετικό της ποδόσφαιρο και τις φαντεζί ενέργειες των παικτών της. Κάθε αγώνας στο Στάδιο Πασαέμπου μετατρεπόταν σε μια αντικαθεστωτική γιορτή που ενδυνάμωνε το αντιστασιακό κίνημα αλλά και το αγωνιστικό φρόνημα του βραζιλιάνικου λαού. Τελικά, η χούντα πέφτει το 1984 μετά από μια σύντομη μεταβατική περίοδο και την προεδρία της χώρας αναλαμβάνει ο Τανκρέντο Νέβες.
Ο Σόκρατες, μερικά χρόνια αργότερα, περιγράφει σε συνέντευξή του την εμπειρία της «Κορινθιακής Δημοκρατίας»: «Στο ποδόσφαιρο συμβαίνει το εξής παράδοξο, ως μονάδα ο εργαζόμενος έχει μεγαλύτερη δύναμη από τον εργοδότη. Κρατά τις μάζες στα χέρια του. Η εμπειρία αυτή ήταν εξαιρετικά πλούσια. Μας έδωσε την ευκαιρία να αναπτύξουμε μια τεράστια δυναμική αλλά και να επανακαθορίσουμε τις σχέσεις εργαζομένου και εργοδότη». Βραζιλιάνοι πολιτικοί αναλυτές της περιόδου δίνουν μεγάλη σημασία στην κίνηση της ομάδας του Σάο Πάολο, καθώς θεωρούν ότι αυτή έδωσε έμπνευση και πίστη σε ένα μεγάλο μέρος του κόσμου. Επιπλέον, λειτούργησε ως παράδειγμα συλλογικότητας και επιθυμίας για αλλαγή σε μια περίοδο κατά την οποία η Βραζιλία ζούσε κάτω από τον ζυγό χουντικών καθεστώτων. Όπως λέει άλλωστε χαρακτηριστικά ο Σόκρατες: «Η κίνηση αυτή, μαζί με άλλες, έκανε τους ανθρώπους να πιστέψουν ότι μόνο μέσα από κοινό αγώνα μπορούσαν να αλλάξουν αυτό που συνέβαινε στη χώρα μας».
Για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο του Αδάμου Ζαχαριάδη, μεταφερθείτε στην ιστοσελίδα του chronosmag.eu, πατώντας εδώ.