που ανέβασε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών 2013 (4-8.6.2013) ο Στάθης Λιβαθινός.Μία άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη παραχώρησε ο πολυβραβευμένος για το συγγραφικό και μεταφραστικό έργο του καθηγητής φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Δημήτρης Μαρωνίτης, σχετικά με μία ευρεία γκάμα πολιτισμικών, πολιτικών και κοινωνικών ζητημάτων εν Ελλάδι, με αφορμή την θεατρικοποίηση του ομηρικού έπους της Ιλιάδας (σε μετάφραση του ιδίου)
Η συνέντευξη παραχωρήθηκε στην Νατάσσα Κανελλοπούλου-Μπελογιάννη για λογαριασμό του online περιοδικού «Χρόνος» (chronosmag.eu).
Κυρίαρχα θέματα: η θέση της Ιλιάδας στη σύγχρονη πολιτιστική πραγματικότητα, το εγχείρημα του σκηνοθέτη Στάθη Λιβαθηνού να θεατρικοποιήσει ένα έργο το οποίο ανθίσταται στην σκηνική αναπαράσταση, το ελλειμματικό ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, η ημιμάθεια που το ίδιο προάγει, η κοινή αντίληψη για τα μεγάλα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και άλλα.
Ακολουθεί ένα μέρος της συνέντευξης:
— Κύριε Μαρωνίτη, σχολιάσατε πως η Ιλιάδα είναι ένα έργο-ορόσημο, παρ' όλα αυτά ο μέσος Έλληνας το γνωρίζει ελάχιστα. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Είναι από τα ενδεικτικά πράγματα της νεοελληνικής μας επιπολαιότητας και αυταρέσκειας και τεμπελιάς μαζί που εξηγεί και αυτού του είδους την αντίφαση, να μιλάει κανείς με πολύ καμάρι και τα λοιπά για κάτι, κι ωστόσο να το γνωρίζει ελάχιστα, ας το πω έτσι, εξ επαφής.
Η Ιλιάδα είναι ένα θεμελιακό έργο, πασίγνωστο υποτίθεται κατά φήμη, σε παγκόσμια πλέον κλίμακα, όχι μονάχα ευρωπαϊκή ή αμερικανική. Η κατάπληξή μου ήταν όταν είχανε την Ολυμπιάδα τους οι Κινέζοι και πήγαμε στο Πεκίνο και είδα ότι κυκλοφορούν τουλάχιστον τέσσερις μεταφράσεις της Ιλιάδας στα κινέζικα.
Στον τόπο μας, τη ζημιά την έχει κάνει σε μεγάλο βαθμό το σχολείο με τη διδασκαλία της Ιλιάδας, που αυτή τη στιγμή μάλιστα εντάσσεται στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα με την εντελώς ξεπερασμένη μετάφραση του Πολυλά. Επομένως και το σχολείο, το γυμνάσιο, κάνει ό,τι μπορεί για να απομακρύνει μάλλον τα νεαρά παιδιά από το έπος αυτό παρά για να τα προσελκύσει.
Γι' αυτό θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι οι απαγγελίες και οι αναγνώσεις που έγιναν στο Εθνικό, και πολύ περισσότερο τώρα η θεατρική παράσταση του Λιβαθινού, αποτελεί ένα γεγονός με γενικότερη σημασία, όχι μόνο πολιτισμική αλλά και εκπαιδευτική· θα έλεγα μάλιστα και πολιτική.
— Η βάση του έργου όμως είναι ένα έπος προορισμένο να ακούγεται, όχι να παριστάνεται. Αυτό δεν δημιούργησε άραγε δυσκολίες στο θεατρικό ανέβασμα της Ιλιάδας;
Η απάντηση, αν θέλουμε λιγάκι να παίξουμε με τις λέξεις, είναι: «και ναι και όχι». Το θέμα είναι εάν και η πρόσληψη του έργου, η ακροαματική ή η αναγνωστική, πολύ περισσότερο η θεατρική, μας πείθει ότι το έπος αυτό στο εσωτερικό του διαθέτει ή δεν διαθέτει στοιχεία που θα έπρεπε με μια μεταγενέστερη ορολογία να τα ονομάζουμε θεατρικά. Ε λοιπόν, μπορώ να σας πω ότι διαθέτει πολλά τέτοια στοιχεία, και καίρια στοιχεία τέτοια, που καθιστούν την Ιλιάδα ουσιαστικά δραματικό έργο. Έχει σημασία η λέξη δράμα, η οποία μας πηγαίνει κατευθείαν στο θέατρο.
Τα στοιχεία αυτά αφορούν καταρχήν την πυκνότητα των διαλόγων. Πρόκειται για έντονους διαλόγους και με μεγάλη έκταση, που αναγνωρίστηκαν ύστερα σε αυτό το έπος ως στοιχείο, ας πούμε, de facto θεατρικό. Αφορούν επίσης και τη συμπύκνωση του χρόνου, ας το πούμε του μυθολογικού χρόνου, σε έναν εσωτερικό χρόνο του έπους, η οποία συμπύκνωση είναι πολύ μεγάλη.
Για να καταλάβετε τι λέω: υποτίθεται ότι ο ποιητής της Ιλιάδας έχει πίσω του μια παράδοση προφορική μάλλον ολόκληρου του τρωικού μύθου που είχε διάρκεια δέκα χρόνων. Αυτός λοιπόν ο δεκάχρονος τρωικός πόλεμος μετακινείται σε αυτό το έπος και γίνεται ιλιαδικός πόλεμος, διαρκείας ούτε λίγο ούτε πολύ μόνον τεσσάρων μαχίμων ημερών. Αυτή η πύκνωση είναι επίσης ένα θεατρικό έργο.
— Στη συγκεκριμένη περίπτωση ωστόσο ο σκηνοθέτης προχώρησε σε μια επιπλέον πύκνωση. Δεν είναι κάπως παρακινδυνευμένο αυτό;
Το θέμα είναι ποιες επιλογές γίνονται και πώς γίνονται αυτές οι επιλογές, ώστε να βγαίνει περίπου το σύνολο της Ιλιάδας. Νομίζω ότι ο Λιβαθινός έκανε μια επιτυχημένη συντόμευση.
Άλλες εξάλλου προσπάθειες με μυθιστορήματα θεμελιακά που μεταφέρθηκαν στο θέατρο, όπως έκανε ο Πέτερ Στάιν με το έργο Έγκλημα και τιμωρία, είχαν μια αντίστοιχη διάρκεια.
Μην ξεχνάμε επίσης ότι πολλά από τα πολύ σημαντικά έργα του θεάτρου, εάν δεν «κουτσουρευτούν», έχουν διάρκεια περίπου αυτής της τάξεως. Ας πούμε, αν είναι να παίξει κανείς ολόκληρο τον Βασιλιά Ληρ ή ολόκληρο τον Άμλετ, η διάρκεια θα είναι σίγουρα πάνω από τρεισήμισι ώρες. Επομένως, δεν είναι τόσο παράξενο μια παράσταση σαν την Ιλιάδα να κρατά τέσσερις ή τεσσερισήμισι ώρες.
Ας θυμηθούμε εξάλλου ότι στο σύγχρονο θέατρο, στο νεότερο θέατρο, υπάρχουν μεγάλης έκτασης μονόλογοι, οι οποίοι θυμίζουν λιγάκι τους μονολόγους που εν αφθονία έχουμε στο ομηρικό έπος. Λόγου χάριν, οι μονόλογοι στα δράματα του Σαίξπηρ έχουν μια πυκνότητα και μια ένταση και μια έκταση απροσδόκητη. Αλλά και σε έργα πιο σύγχρονα, πιο μοντέρνα, στα έργα του Τεννεσσή Ουίλλιαμς ή του Άλμπυ ή του Μπέκετ, έχουμε μονολογικό στοιχείο που μπορεί να καλύπτει το σύνολο ενός θεατρικού έργου.
Επομένως, δεν υπάρχει θέμα μονοτονίας, ας πούμε, αυτής της παράστασης της Ιλιάδας κόντρα στο σύγχρονο θέατρο. Θα έλεγα μάλιστα ότι αποτελεί και ένα είδος δικαίωσης αυτού του στοιχείου που έχει και το σημερινό θέατρο και που κάποιοι συγγραφείς, πολύ σπουδαίοι, επιμένω, όπως ο Μπέκετ λόγου χάρη, το στοιχείο αυτό κυρίως, όχι απλώς το σεβάστηκαν, αλλά το άσκησαν φτάνοντάς το σε οριακή σχεδόν τελειότητα.
Ο ιλιαδικός πόλεμος και το ιλιαδικό έπος συμπυκνώνουν τον χρόνο τους σε τέσσερις μάχιμες ημέρες και θέλοντας και μη, και από τη συζήτηση που κάναμε με τον Λιβαθινό, η παράσταση οργανώθηκε σε τέσσερα «κεφάλαια», τα οποία αντιστοιχούν περίπου σε τέσσερις μάχιμες ημέρες. Ο λόγος ακούγεται πεντακάθαρα, όπως θα ακουγόταν, θα έλεγα, στην εποχή του. Αυτή η ακεραιότητα του λόγου, η οποία βγήκε από τα δεκαπέντε αυτά παιδιά δίχως αυταρέσκεια υποκριτική, έχει μια καθαρότητα που είναι στο όριο της αθωότητας.
Για να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο της συνέντευξης, μεταφερθείτε στην αντίστοιχη σελίδα του chronosmag.eu, πατώντας εδώ.