Οταν ένας αρθρογράφος του Guardian αποφασίζει να επισκεφτεί με τον δεκάχρονο γιο του τη Νάξο και στη συνέχεια τα Κουφονήσια, το αποτέλεσμα είναι ένα αποθεωτικό άρθρο για τις «εξωπραγματικής ομορφιάς» Μικρές Κυκλάδες.
Παρακάμπτοντας τη λατρεία του αρθρογράφου για την Ιλιάδα, την Οδύσσεια, το μύθο του Μινώταυρου και την Αριάδνη, που εντελώς συγκεχυμένα στο μυαλό του συνδέονται με τη Νάξο, είναι συγκινητική και απολύτως αυθεντική η περιγραφή του για τη Νάξο, το Κουφονήσι, την Ηρακλειά. Και είναι τόσο ενθουσιασμένος γι' αυτή τη «λαμπρή γωνιά του κόσμου» που αποφαίνεται: «Αυτή είναι η Ελλάδα που δεν περίμενα να δω».
Μεταφράζουμε:
«H Νάξος δεν είναι αυτό που λέμε διονυσιακή. Είναι πολύ πιο ήσυχη, δεν έχει αεροδρόμιο, αλλά κάθεται απαλά στο δικό της πολιτιστικό μικρο-κλίμα. Είναι ευλογημένη με μια ασυνήθιστα καλή παροχή νερού, με γεράνια και τριαντάφυλλα και με εξαιρετική ποιότητα πρώτων υλών και τροφίμων. Αυτό δημιουργεί στο νησί ένα βαθμό αυτάρκειας που τη μονώνει κάπως από τους ψυχρούς ανέμους της λιτότητας που έχει φέρει χάος στην Ελλάδα.
τα βουνά βλέπει κανείς κατσίκες και βοσκούς και μοναχικά κατάλευκα εκκλησάκια. Κατά μήκος του λιμανιού, μια μακρά σειρά από εστιατόρια, οι ιδιοκτήτες των οποίων σε πιέζουν να τους προτιμήσεις. Καθίσαμε στο μαγαζί ενός φιλικού μπόντι-μπίλντερ. Ο Φέλιξ απογοητευμένος που το μενού δεν είχε πίτσα μαργαρίτα, αναγκάστηκε να φάει τελικά, νοστιμότατα ψάρια, καλαμαράκια και σαλάτα με άνηθο. Μετά από εκείνο το γεύμα, ωστόσο, ανακαλύψαμε τα πάντα. Κεφάλι αγελάδας ψημένο σε υπαίθριο φούρνο με ξύλα, ψητό τυρί, σαρδέλες και πατάτες, που θεωρούνται οι καλύτερες στην Ελλάδα. Και πάνω από όλα αυτά ρακή, που πάντα πίστευα ότι είναι τουρκική, αλλά στη Νάξο πίνεται περισσότερο κι από ούζο. Οταν ωστόσο, ακόμα κι ο Φέλιξ άρχισε να λέει «Γεια μας» κατάλαβα ότι έπρεπε να μετακινηθούμε κάπου πιο ...ήρεμα».
Οι Μικρές Κυκλάδες
ιαφωνώ».«Οι Μικρές Κυκλάδες είναι μια ομάδα από έξι κύρια νησιά (και δεκάδες μικροσκοπικά ανάμεσα στη Νάξο και την Αμοργό στα νότια-ανατολικά. Ενας φίλος με παρακάλεσε να μην γράψω γι' αυτές, με το φόβο να γίνουν πολύ γνωστές και να γεμίσουν τουρίστες. Μακρές, ήσυχες παραλίες, χωρίς ψυχή στον ορίζοντα, τέλεια άμμος που βαθαίνει απαλά μέσα στο νερό, καταγάλανα νερά και ένα κατάστημα για καρτ ποστάλ μίλια μακρυά.
Πρώτη στάση ήταν το Κουφονήσι με πληθυσμό 370 ανθρώπους. Στέκι πειρατών, βραχώδες και άγονο με βράχια και σπηλιές ως εισόδους από το Αιγαίο, που δημιουργούν φυσικές πισίνες. Με ένα δωμάτιο περίπου των 35 ευρώ ημερησίως, αναρωτιέται κανείς γιατί αυτή η λαμπρή γωνιά του κόσμου είναι τόσο άδεια. Ο μόνος λόγος είναι διότι χρειάζεται περισσότερο από μια ημέρα για να έρθετε εδώ από το Ηνωμένο Βασίλειο. Μια πτήση για Μύκονο, στη συνέχεια, ένα πλοίο ή ιπτάμενο δελφίνι για τη Νάξο, στη συνέχεια μια αργή βάρκα που περνάει από πολλά νησιά...
Εδώ δεν υπάρχουν καταστήματα ή ταξί, φανταχτερά εστιατόρια και X-box. Μισό μίλι πέρα από τη θάλασσα είναι το θρυλικό νησί της Κέρου, που κάποτε πίστευαν ότι είναι η πύλη προς τον Άδη και τώρα είναι ακατοίκητο εκτός από τις ομάδες αρχαιολόγων από το Πανεπιστήμιο του Cambridge, που το επισκέπτονται.
Μετά από δύο ημέρες παραμονής σε ένα καφέ -μπαρ στην παραλία του Φοίνικα με ένα σωρό από βιβλία, το αλάτι και τον ήλιο γαργαλάει την πλάτη μου, συνειδητοποιώ με χαρά ότι δεν μπορώ να θυμηθώ ποια ημέρα της εβδομάδας είναι. Εγώ, που προτεραιότητά μου είναι αν έχω wi-fi.
Τον Αύγουστο, το Κουφονήσι ...διογκώνεται κατά 5.000 τουρίστες - κυρίως Ελληνες και Ιταλούς – και οι τιμές των δωματίων ανέρχονται σε 70 ευρώ. Ομως, τον Μάιο, τον Ιούνιο και τον Σεπτέμβριο, αυτό το μέρος είναι απλά τέλειο.
Πιο ήσυχη και ακόμη λιγότερο ανεπτυγμένη είναι η Ηρακλειά με 170 ανθρώπους που βρίσκεται περίπου 10 μίλια νοτιοδυτικά. Από τον ξενώνα μας, ψηλά στο λόφο, τα πολυάριθμα μικρά νησιά απλώνονται πάνω από το Αιγαίο και είναι σχεδόν εξωπραγματική η ομορφιά τους. Αυτή είναι η Ελλάδα που δεν περίμενα. Ήσυχη, απομονωμένη, σχεδόν αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο».
Πως κλείνει το άρθρο του; «Προτιμώ την Ιλιάδα, μπαμπά. Εχει περισσότερες μάχες», μου λέει ο γιος. Δ