Μια – ακόμα – κρίσιμη ημερομηνία για την «ελληνική υπόθεση» αλλά παράλληλα και για την ίδια την πορεία διαχείρισης της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους συνολικά, είναι η αυριανή. Το μεσημέρι της Πέμπτης η ΕΚΤ θα ανακοινώσει την απόφαση της για τη νομισματική πολιτική το επόμενο διάστημα, με την αύξηση των επιτοκίων του ευρώ στο 1,5% να αποτελεί το κυρίαρχο σενάριο.
Η προοπτική αυτή είναι που «τρομάζει» αρκετούς αναλυτές, αλλά και όλους όσοι ήδη έχουν διατρανώσει τις ανησυχίες τους για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ας μην ξεχνάμε πως μόλις τη Δευτέρα ο επικεφαλής του ΟΟΣΑ Ανχελ Γκουρία προέτρεπε την ΕΚΤ να μην βιαστεί να αυξήσει τα επιτόκια, τουλάχιστον όχι προτού διασφαλιστεί μια, ισχνή έστω, πορεία ανάπτυξης, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπεριφερειας.
Οι ... διαφωνούντες εστιάζουν τις ανησυχίες τους στο γεγονός ότι η ΕΚΤ επιμένει σε μια πολιτική που θεωρητικά «θωρακίζει» την ευρωπαϊκή οικονομία απέναντι στους κινδύνους πληθωριστικών πιέσεων (με τον πληθωρισμό Ευρωζώνης στο 2,8% πια), πλην όμως σε μια χρονική στιγμή που είναι περισσότερο ορατή παρά ποτέ η κατάτμηση της Ευρωοικονομίας όχι σε δυο, αλλά σε ... περισσότερες ταχύτητες!
Με δυο λόγια. όσοι θιασώτες της στάσης αναμονής – αντί της επιθετικής αύξησης των επιτοκίων – προειδοποιούν την ΕΚΤ να ΜΗΝ λειτουργήσει στη λογική της εξυπηρέτησης των απαιτήσεων του «σκληρού πυρήνα» της Ευρωζώνης, ακυρώνοντας με τις αποφάσεις της όλη τη διαδικασία «στήριξης» των ασθενών οικονομιών της Περιφέρειας!
Γιατί είναι προφανές πως την ώρα που συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις για τη νέα βοήθεια προς την Ελλάδα, με ζητούμενο την «βελτίωση» του επιτοκίου του νέου δάνειου και με «πρόκριμα» τη διαμόρφωση ενός επιτοκίου στη βάση του Εuribor 3μηνου, η παράλληλη αύξηση του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ ακυρώνει στην πράξη κάθε περιθώριο «κέρδους» για τον δανειζόμενο! Που σήμερα είναι η Ελλάδα, αλλά αύριο θα είναι η Πορτογαλία (ήδη στη μέγγενη της κρίσης και με τη Moody's να την υποβαθμίζει εκ νέου και να «ποντάρει» στην ανάγκη της να λάβει όπως και η χώρα μας νέο δάνειο), ενδεχομένως η Ιρλανδία και οσονούπω Ιταλία ΄η η Ισπανία.
Παράλληλα, δεν μπορεί η ίδια η ΕΚΤ να τορπιλίζει με τέτοιες αποφάσεις την εκπεφρασμένη εδώ και καιρό απόφαση της για σταδιακή απεμπλοκή από την απευθείας χρηματοδότηση των ελληνικών (και πορτογαλικών, ιρλανδικών, ιταλικών) τραπεζών.
Αύξηση του κόστους του χρήματος σημαίνει αυτομάτως πρόσθετες δυσχέρειες για τις τράπεζες στην εξεύρεση ρευστότητας. Σε μια στιγμή που υποτίθεται πως η ευρωτραπεζα μελετά όλα τα σενάρια για την διασφάλιση της «υγείας» του τραπεζικού τομέα, προβλέποντας ακόμα και την εναλλακτική του μηχανισμού έκτακτης παροχής ρευστότητας (Emergency Liquidity Assistance) για τις ελληνικές τράπεζες σε περίπτωση «πιστωτικού γεγονότος».
Εν τέλει το μόνο σίγουρο – αρνητικό – αποτέλεσμα από μια νέα αύξηση των επιτοκίων του ευρώ είναι το «φλερτ» των Ευρωπαίων ιθυνόντων με μια περαιτέρω εμβάθυνση της κρίσης και της ύφεσης στο Νότο της Ευρώπης. Την ώρα που συνεχίζονται οι εκροές καταθέσεων από τις τράπεζες, πρωτίστως από ιδιώτες καταθέτες που εν πολλοίς «τρώνε από τα έτοιμα» για να επιβιώσουν της κρίσης, η επιθετική αύξηση των επιτοκίων εγγυάται ένα ακόμα χτύπημα στην καρδιά της πραγματικής οικονομίας των ασθενέστερων μελών της Ευρωζώνης. Αύξηση – κι άλλη αύξηση – στο κόστος δανεισμού των ιδιωτών που ήδη αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στα διαδοχικά «μεταρρυθμιστικά πακέτα» και νέο χτύπημα στις τράπεζες που αγωνιούν να κρατήσουν τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας εντος των προβλεπόμενων ορίων. Ορίων που η ίδια η ΕΚΤ έχει θέσει. Ορίων που τελικως μοιάζουν να αποτελούν, σε μια αριθμολαγνικη εμμονή, το κύριο ζητούμενο για τη χάραξη ευρωπαϊκής (;) οικονομικής πολιτικής.
Και σε τελική ανάλυση, αν η ΕΚΤ επιμένει να λειτουργεί υπό γερμανική κηδεμονία και να υπηρετεί την εμμονή των Γερμανών με μια «πληθωρισμοφοβική» πολιτική, τότε μάλλον οι προτροπές του κύριου Γκούρια και των υπολοίπων αναλυτών πέφτουν στο κενό.
ΠΗΓΗ: protothema.gr