Εύκολη χαρακτήρισε η Wall Street Journal την επιλογή της Τρόικα να συνεχίσει την χρηματοδότηση της Ελλάδας, λέγοντας πως το δύσκολο είναι να πάρει τα χρήματά της πίσω. Για την ακρίβεια η έγκριτη οικονομική εφημερίδα στον υπότιτλο του άρθρου της για την Ελλάδα τονίζει πως η «ΕΕ δεν πρόκειται να πάρει ποτέ τα χρήματά της πίσω».
Πιο συγκεκριμένα η WSJ αναφέρει: «Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκαγκ Σόιμπλε και η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, έχουν χαιρετήσει ενίοτε τα «επιτεύγματα» της Αθήνας, όπως αυτά παρουσιάζονται. Παρ' όλα αυτά το χρέος της Ελλάδας σε σχέση με το ΑΕΠ της ανήλθε στο 157% στα τέλη του προηγούμενου έτους, ακόμη και μετά την αναδιάρθρωση που μείωσε δραστικά την αξία του χρέους που κατείχαν οι ιδιώτες. Το 2012, το δημόσιο έλλειμμα ήταν στο 10% σε σχέση με το ΑΕΠ της χώρας, παράλληλα με ένα ποσοστό ανεργίας της τάξης του 26,8%, την πενταετή συρρίκνωση του ΑΕΠ και την περαιτέρω ύφεση του 4,4% που αναμένεται για το τρέχον έτος.
Όλα αυτά υπογραμμίζουν αυτό που γίνεται σιγά-σιγά σαφές ακόμη και στις Βρυξέλλες και στη Φραγκφούρτη: Η Ελλάδα δεν πρόκειται να αποπληρώσει ποτέ τα χρήματα που της δάνεισαν για να την «σώσουν». Η τρέχουσα συζήτηση για το εάν η Ελλάδα έχει κάνει αρκετά μέσω των μεταρρυθμίσεων, της αύξησης των φόρων και της περικοπής δαπανών ώστε να κερδίσει την επόμενη δόση του σχεδίου διάσωσης, δεν έχει πολύ μεγάλο νόημα. Εάν η Ελλάδα αφεθεί μόνη της ή απομακρυνθεί, οι πιστωτές της στην Ευρωζώνη θα χάσουν τα χρήματά τους. Αυτό το γνωρίζουν σίγουρα τόσο οι Ελληνες, όπως και οι Γερμανοί.
Γνωρίζουν επίσης ότι το ποσοστό του εξωτερικού χρέους της Ελλάδας είναι πολύ χειρότερο συγκριτικά με την περίοδο έναρξης των δανείων, όταν το χρέος της ανέρχονταν μόλις στο 129% του ΑΕΠ, και γι' αυτό η όποια συζήτηση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους της Ελλάδας μοιάζει με ανέκδοτο.
Η Ανγκελα Μέρκελ δήλωσε από την αρχή ότι ένας από τους στόχους της ήταν να καταστήσει το δάνειο τόσο επαχθές, ώστε κανείς άλλος να μην επεδίωκε κάτι ανάλογο. Αποστολή εξετελέσθη: Ολοι απεύχονται τη μοίρα της Ελλάδας για τους ίδιους και η ελληνική εμπειρία έκανε την επιλογή ενός δανείου, πολύ λιγότερο ελκυστική για τις λοιπές χώρες της Ευρωζώνης.
Ωστόσο, σύμφωνα πάντα με το άρθρο της εφημερίδας, υπάρχει η άποψη στη Βόρεια Ευρώπη ότι χωρίς αυτή τη συνεχή πίεση, η Αθήνα μπορεί να οπισθοχωρήσει στους παλιούς κακούς της τρόπους και ότι οι απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις δεν θα πραγματοποιηθούν ποτέ.
Στην πραγματικότητα, οι μεταρρυθμίσεις στην Αθήνα ήταν βεβιασμένες και ανεπαρκείς, παρά την υποτιθέμενη πίεση. Ωστόσο, η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα που συνοδεύει κάθε διαδοχική αναθεώρηση του ελληνικού δανείου και η διαρκής (αν και απίθανη) απειλή ότι οι πιστωτές της Αθήνας θα αποχωρήσουν εάν δεν εκπληρωθούν οι όροι που έχουν θέσει, δεν ωφελούν την ιδιωτική οικονομία στην Ελλάδα. Ούτε η διαχείριση της ελληνικής οικονομίας από το Βερολίνο, τις Βρυξέλλες και τη Φραγκφούρτη παρήγαγε μια οικονομική αναγέννηση. Αντιθέτως, επιδείνωσε τη δυσλειτουργία και την ξενοφοβία της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα.
Για την Ελλάδα, το τέλος αυτής της διάσωσης δεν θα έρθει αρκετά σύντομα. Και το τέλος μπορεί να χρειαστεί να ξεκινήσει με την αναγνώριση ότι το να δανείσεις στην Ελλάδα το αντίστοιχο του 100% του ΑΕΠ της, προκειμένου η χώρα να αντιμετωπίσει τα υπερβολικά προβλήματα χρέους, δεν επρόκειτο ποτέ να λειτουργήσει όπως ήταν αρχικά η πρόθεση.
Η διαγραφή των χρεών για την Ελλάδα θα ήταν δύσκολη από πολιτικής απόψεως -ένας λόγος για τον οποίο η Ανγκελα Μέρκελ δεν επιθυμεί καν να συζητήσει το θέμα παρά μόνο μετά τις γερμανικές εκλογές τον ερχόμενο Σεπτέμβριο. Θα ήγειρε ερωτήματα για την ισότιμη μεταχείριση χωρών όπως η Ιρλανδία, η οποία αντιμετωπίζει ένα εξοντωτικό βάρος ευρωπαϊκού χρέους. Και η Ελλάδα είναι υπεύθυνη για την εμπλοκή της σ' αυτήν την οικτρή κατάσταση εξαρχής.
Τέλος, υποστηρίζεται ότι την ίδια στιγμή, η Ελλάδα και οι εταίροι της στην Ευρωζώνη μοιράζονται την ευθύνη για το καταστροφικό από οικονομικής απόψεως, αποτέλεσμα του δανείου. Η Ελλάδα δεν θα έπρεπε μόνη της να επωμιστεί το κόστος αυτού που έχει γίνει σε μεγάλο βαθμό ένα κοινό λάθος. Είναι καιρός να εξεταστεί το ενδεχόμενο διαγραφής ενός μεγάλου μέρους του δημόσιου χρέους της χώρας, ακριβώς όπως οι πιστωτές του ιδιωτικού τομέα υπέστησαν αναδιάρθρωση για το ελληνικό χρέος τον περασμένο χρόνο.