Ο Τάσος (ΤΑΖ) τσεκάρει πόσα πράγματα άλλαξαν στο σινεμά μετά το «Avatar». Ή μήπως τελικά δεν άλλαξε τίποτα;
Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από το 2009, και την ταινία που «δημιούργησε» έναν εντελώς καινούργιο τρόπο να βλέπουμε σινεμά. Και έναν εντελώς καινούργιο τρόπο να γυρίζουν οι σκηνοθέτες τις ταινίες τους.
Το 3D, η τρισδιάστατη κινηματογραφική ψευδαίσθηση μπορεί σαν ευσεβής πόθος και αποτέλεσμα ποικίλων τεχνοτροπιών και οπτικής ποιότητας, να έχει χρησιμοποιηθεί από το 1922 και την ταινία «The Power of Love» που ιστορικά είναι η πρώτη καταγεγραμμένη, ολοκληρωμένη απόπειρα στο είδος. Όμως πραγματική καλλιτεχνική οντότητα και «γλώσσα» απέκτησε μέσα από το όραμα και τις τεχνικές επινοήσεις του Τζέιμς Κάμερον για το «Avatar» (η συνέχεια του οποίου είναι προγραμματισμένη να προβληθεί το 2015). Με τη δημιουργία και τη χρήση ειδικών ψηφιακών μηχανών λήψης, την τεχνογνωσία του σκηνοθέτη και το μοναδικό οπτικό αποτέλεσμα που απολαύσαμε όλοι.
Ένα ιστορικό σημείο του κινηματογράφου, που μέσα σε τέσσερα χρόνια άλλαξε όλο το τοπίο, όχι απαραίτητα όμως με τον τρόπο που ο ίδιος ο Κάμερον είχε οραματιστεί. Κάτι που αποδείχτηκε πολύ σύντομα, ένα χρόνο μόλις μετά το «Avatar», με την «Τιτανομαχία» η οποία όχι τυχαία μοιραζόταν τον ίδιο πρωταγωνιστή, τον Σαμ Ουόρθινγκτον.
Η ταινία διαφημίστηκε σαν η πρώτη μεγάλη 3D υπερπαραγωγή της μετά – «Avatar» εποχής, με το ανάλογο σουξέ στα ταμεία. Το οπτικό αποτέλεσμα όμως, ήταν ένα σκοτεινό, θαμπό. Για τον πολύ απλό λόγω του ότι δεν γυρίστηκε σε 3D κι ούτε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της υπήρξε τέτοια πρόθεση. Η απόφαση λήφθηκε αμέσως μετά, με σκοπό την εξαργύρωση της νέας μόδας και ουσιαστικά την εξαπάτηση του κοινού, μέσω της βιαστικής και κακότεχνης μετατροπής της σε 3D από τους παραγωγούς. Με ένα αποτέλεσμα, το οποίο σήμερα έχει πλέον αποκηρύξει και ο ίδιος ο σκηνοθέτης της, Λουί Λετεριέ.
Παρά την επιτυχία της, η «Τιτανομαχία» εξόργισε τόσο τους θεατές, όσο και τον ίδιο τον Κάμερον με πύρινες δηλώσεις του από εκείνη την εποχή για τo «φτηνό» αποτέλεσμα της τεχνητής μετατροπής από 2D σε 3D. Παρ' όλα αυτά, τα στούντιο συνέχισαν και συνεχίζουν την συγκεκριμένη τακτική, προσδοκώντας ουσιαστικά υψηλότερα έσοδα, εξ' αιτίας του ακριβότερου εισιτηρίου. Με τις περισσότερες περιπτώσεις, το αποτέλεσμα να συνεχίζει να μοιάζει «απάτη» ακόμα και σε πανάκριβα, πολυδιαφημισμένα blockbuster. Ή να εφαρμόζεται σε «κακόφημες» b movies, αιματοβαμμένου τρόμου, με το δολοφόνο να κραδαίνει το χασαπομάχαιρο εκτός οθόνης, πριν τεμαχίσει την πρωταγωνίστρια. Ενισχύοντας αριθμητικά, την ήδη πολύ μεγάλη ομάδα θεατών αλλά και σκηνοθετών, που απλώς δεν τους αρέσει το 3D. Όπως ο Κρίστοφερ Νόλαν, που όταν τον ρώτησαν, γιατί δεν γύρισε τον «Σκοτεινός Ιππότης – Η επιστροφή» τρισδιάστατα απάντησε: «Επειδή πολύ απλά σε κανέναν δεν αρέσει το 3D».
«Όλα καλά κύριε Νόλαν και μάλλον συμφωνώ μαζί σας, αλλά θα ήθελα να μου πείτε, πότε ακριβώς σας χτύπησε το Αλτσχάιμερ» θα ήταν η ερώτηση μου αν είχα την ευκαιρία να τον συναντήσω. Γιατί λίγο καιρό μετά, σαν παραγωγός του «Ανθρώπου από Ατσάλι» ενέδωσε και ο ίδιος στη γοητεία της τεχνολογίας (και σαφώς του χρήματος) ξεχνώντας την προηγούμενη δήλωσή του. Μετατρέποντας εκ των υστέρων μαζί με τον σκηνοθέτη Ζακ Σνάιντερ, την ταινία σε 3D.
Φαινόμενο που επαναλήφθηκε ξανά, με ακόμα έναν ανοιχτά πολέμιο του 3D, τον σκηνοθέτη του «Λαβύρινθου του Πάνα» Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο. Ο οποίος επίσης πείστηκε (ή εξαναγκάστηκε;) να μετατρέψει σε 3D την πανάκριβη περιπέτεια φαντασίας που σκηνοθέτησε, «Pacific Rim» (ελληνικός τίτλος «Το δαχτυλίδι της φωτιάς» και ημερομηνία προβολής στην Ελλάδα, 12 Σεπτεμβρίου).
Με αφορμή αυτές τις δύο περιπτώσεις, (όπως και το «Iron Man 3») ο Τζέιμς Κάμερον αγρίεψε ξανά, πριν μερικές μέρες, με σκληρές δηλώσεις. Παρά το γεγονός του ότι και αυτός έχει μπει στον πειρασμό της μετατροπής, με τον «Τιτανικό». Κάτι που το δικαιολογεί στις συνεντεύξεις του επισημαίνοντας την προσωπική του, πολύ προσεκτική συμμετοχή στη διαδικασία που ακολουθήθηκε και την επιθυμία του να είχε γυρίσει εξ' αρχής την ταινία έτσι, αν υπήρχε η τεχνολογία.
«Ο 'Άνθρωπος από Ατσάλι', το 'Ιron Man 3' και όλες αυτές οι ταινίες, δεν είχαν λόγο να μετατραπούν σε 3D. Όταν έχεις σπαταλήσει 150 εκ. δολάρια μόνο για εντυπωσιακά εφέ, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι από μόνο του θεαματικό. Είναι εντελώς διαφορετικό το να γυρίζεις σε 3D εξ' αρχής μια ταινία από το να την μετατρέπεις. Κι αυτή είναι μια τακτική των στούντιο που απλώς θέλουν να βγάλουν λεφτά, πολλές φορές αναγκάζοντας τους σκηνοθέτες οι οποίοι δεν είναι εξοικειωμένοι με αυτό, ή δεν τους αρέσει καν σαν ιδέα» ήταν τα λόγια του. Με αρκετή δόση αλήθειας, εφ' όσον σε υπερκινητικές σκηνές δράσης, κουνημένης κάμερας και ζαλιστικών εφέ, το 3D όχι μόνο δεν προσφέρει τίποτα, αλλά εντείνει την οπτική σύγχυση.
Οπότε το ερώτημα που παραμένει, είναι: «πέθανε το 3D»; Μπορείς να ακούσεις και τις δύο απαντήσεις με εξ' ίσου πειστικά επιχειρήματα. Τα μεγάλα στούντιο, όπως δείχνει ο προγραμματισμός τους, έχουν σκοπό να συνεχίσουν να παράγουν ταινίες σε 3D, με τη συντριπτική πλειοψηφία τους να αποτελούν μετατροπή. Και η αλήθεια είναι πως όσο η τεχνολογία εξελίσσεται, τόσο καλύτερο και πιο πειστικό είναι το αποτέλεσμα της μετατροπής.
Ταυτόχρονα, σκηνοθέτες του καλλιτεχνικού κινηματογράφου, από τον Βιμ Βέντερς μέχρι τον Ζαν Λικ Γκοντάρ, ενδιαφέρονται να πειραματιστούν με το μέσο. Ο Ανγκ Λι, παρέδωσε με τη «Ζωή του Π», ένα από τα πιο εντυπωσιακά, και όμορφα, γνήσια γυρισμένο σε 3D έργα της μετά Avatar εποχής, όπως πριν από αυτόν και ο Μάρτιν Σκορσέζε με το «Hugo». Ο Μπερνάντο Μπερτολούτσι, επέβλεψε την μετατροπή του «Τελευταίου Αυτοκράτορά» του σε 3D. Kαι φυσικά, ο ίδιος ο Τζέιμς Κάμερον, ετοιμάζει να παρουσιάσει την τελευταία λέξη της τεχνολογίας με το καινούργιο του «Avatar» το 2015.
Ταυτόχρονα όμως, όσο και αν φαινομενικά υπάρχει ακόμα ένα μεγάλο μέρος του κοινού που επιθυμεί να καταναλώσει την τρισδιάστατη ψευδαίσθηση, αυξάνεται ο αριθμός αυτών που την έχουν δοκιμάσει και την απορρίπτουν. Τόσο σαν εμπειρία όσο και λόγω κόστους εισιτηρίων, σε εποχή κρίσης. Ενώ ένα πολύ σημαντικό οικονομικά κομμάτι της συγκεκριμένης βιομηχανίας ψυχαγωγίας, οι τρισδιάστατες τηλεοράσεις, φαίνεται ότι αποτυγχάνουν να βρουν καταναλωτές.
Κάτι που αποδεικνύεται περίτρανα από το ότι τεράστια τηλεοπτικά δίκτυα, όπως το BBC και το καλωδιακό αμερικάνικο αθλητικό ESPN, σκοπεύουν να τερματίσουν τις τρισδιάστατες εκπομπές τους λόγω χαμηλής ζήτησης. Κι αυτό παρά τις τεράστιες διαφημιστικές καμπάνιες «προσηλύτισης» του κοινού, από τις εταιρειών κατασκευής συσκευών οικιακών ψυχαγωγίας.
Επομένως η «μπάλα» μένει μόνο στο σινεμά και στη μεγάλη οθόνη. Στη σωστή και εκλεκτική χρήση της τρισδιάστατης ψευδαίσθησης, ώστε να μη μοιάζει με φτηνό τέχνασμα αλλά μια ιδιαίτερη «μεγάλη» εμπειρία. Σαν ένα καλλιτεχνικό ή ψυχαγωγικό «γεγονός» που δεν πρέπει να το χάσεις και για το οποίο αξίζει να επισκεφτείς την αίθουσα και να πληρώσεις παραπάνω. Και φυσικά στην ίδια την εξέλιξη της τεχνολογίας. Η οποία όμως, ακόμα θεωρώ πως βρίσκεται σε εφηβικό στάδιο.
Οι περισσότεροι θεατές, αναρωτήθηκαν, και όχι άδικα, γιατί «Ο Μεγάλος Γκάτσμπι» του Μπαζ Λούρμαν, μια ταινία που γυρίστηκε εξ' αρχής σε 3D, είχε λόγο να γυριστεί έτσι. Πάρα πολύ άλλοι, περιμένουν αντικείμενα και ανθρώπους από την οθόνη να πεταχτούν προς το μέρος τους, την ώρα που κατά βάση η υπάρχουσα τεχνολογία προσθέτει μόνο εσωτερικό βάθος, σαν view master και όχι εξωτερικό εντυπωσιασμό. Aντίθετα. άλλοι βρίσκουν φτηνό το τέχνασμα της «εκτόξευσης» αντικειμένων από την οθόνη και επαινούν την μετριοπαθή χρήση του 3D.
O αείμνηστος κριτικός Ρότζερ Έμπερτ το περιέγραφε, ως «μια άχρηστη κινηματογραφικά, αυτοκτονική μανία του Χόλιγουντ, που σου δημιουργεί ναυτία, σε αποσπά και καταστρέφει την καλλιτεχνική προοπτική του πλάνου». Και την ίδια στιγμή, ο Μάρτιν Σκορσέζε, δηλώνει σε συνέντευξη του ότι αν είχε στη διάθεση του την τεχνολογία την εποχή που γύριζε το «Οργισμένο Είδωλο» θα τη χρησιμοποιούσε προκειμένου ο θεατής να αισθάνεται ότι βρίσκεται μαζί με τον Τζέικ Λα Μότα, στο ρινγκ.
Είναι λοιπόν το 3D νεκρό; Προσωπικά θα πω όχι. Αλλά σίγουρα μπαινοβγαίνει στο νοσοκομείο . Μια κουραστική διαδικασία, τόσο για τον ίδιο τον ασθενή, όσο και τους συγγενείς του, δηλαδή εν προκειμένω τους θεατές. Η οποία μπορεί να καταλήξει τόσο με την ενίσχυση του οργανισμού του και της λειτουργικότητάς του, όσο και με την εξασθένηση του και το μοιραίο τέλος. Κάτι που όπως πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, εξαρτιέται τόσο από τη θέληση και την πειθαρχία του ίδιου του ασθενούς, όσο κι από τη συνέπεια, τη διάθεση και το πάθος των γιατρών του. Δηλαδή των ανθρώπων της κινηματογραφικής βιομηχανίας.