Οι υποδοχείς γεύσης – δηλαδή, οι πρωτεΐνες που ευθύνονται για την ικανότητά σας να γεύεστε αλμυρές, γλυκές και πικρές τροφές – δεν υπάρχουν μονάχα στη γλώσσα σας. Πρόσφατες έρευνες έδειξαν πως τέτοιους θα βρει κανείς σε όλο το ανθρώπινο σώμα, από το στόμα μέχρι τον πρωκτό. Κυριολεκτικά!
Αυτό όμως που δεν γνωρίζουμε είναι ο λόγος της ύπαρξής τους, επισημαίνει ο ερευνητής Bedrich Mosinger του Κέντρου Μονέλ για τη μελέτη της βιοχημείας των αισθήσεων:
«Η πλήρης λειτουργία των υποδοχέων γεύσης και των σχετικών πρωτεϊνών έξω από το σύστημα της γεύσης είναι ακόμη αδιευκρίνιστη».
Μία νέα έρευνα η οποία δημοσιεύτηκε την 1η Ιουλίου στην επιστημονική επιθεώρηση Proceedings Of The National Academy of Sciences, υποστηρίζει ότι αυτές οι πρωτεΐνες της γεύσης για τις γλυκές τροφές καθώς και για εκείνη τη σόγιας όχι μόνο κατοικοεδρεύουν στις όρχεις, αλλά επιπλέον παίζουν σημαντικό ρόλο στη γονιμότητα του οργανισμού (εν προκειμένω ποντικών στα οποία διεξήχθησαν πειράματα).
Στο πλαίσιο μελετών αποκλειστικά εστιασμένων στην χημεία της γεύσης, ερευνητές προσπάθησαν αρχικά να παράξουν ποντίκια, τα οποία δεν διέθεταν αυτούς τους υποδοχείς, για να ανακαλύψουν τελικά πως ελλείψει των υποδοχέων γεύσης τα ζώα ήταν ανίκανα να αναπαραχθούν.
Με απλά λόγια, η αφαίρεση αυτών των υποδοχέων από τους όρχεις των ποντικιών ή ακόμη και το μπλοκάρισμα της λειτουργίας τους προκαλεί στειρότητα: τα αρσενικά έχαναν τη γονιμότητά τους, το σπέρμα μειωνόταν ποσοτικά και ποιοτικά, ενώ ακόμη και τα ίδια τα σπερματοζωάρια δεν αναπτύσσονταν κανονικά.
Η ανακάλυψη αυτής της αλληλεπίδρασης είναι πολύ σημαντική, καθώς ενδέχεται να υποδείξει νέες θεραπείες για τη στειρότητα, ενώ μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στον έλεγχο των γεννήσεων αρσενικών οργανισμών.
Ωστόσο, όπως συμβαίνει με κάθε σημαντικό βήμα στην επιστήμη, τα ερωτήματα που τίθενται προς το παρόν είναι περισσότερα από τις απαντήσεις, πράγμα που σημαίνει ότι απαιτείται χρόνος και διαρκής έρευνα, ώστε να αποκτήσουμε πληρέστερη επίγνωση του φαινομένου.