«Κάπνιζαν άραγε οι ήρωες των μυθιστορημάτων που διάβαζα μικρός; Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι ούτε ο κόμης Μοντεχρίστος, ούτε ο Ταρζάν, ούτε ο Γιώργος Θαλάσσης, το θρυλικό Ελληνόπουλο που μάχεται στην Αθήνα κατά των ναζιστικών δυνάμεων κατοχής, δεν καπνίζουν. Για τον Λονγκ Τζον Σίλβερ είμαι λιγότερο σίγουρος. Λες να με μύησε στο κάπνισμα το θλιβερό αυτό άτομο; Τα μυθιστορηματικά πρόσωπα δεν έπαιζαν λιγότερο σημαντικό ρόλο στη ζωή μου από τα μέλη της οικογενείας μου.
Είναι γεγονός ότι εξακολουθώ να καπνίζω, αν και μου το απαγόρευσε ο γιατρός που με χειρούργησε. Ίσως ο μόνος τρόπος να απαλλαγώ από αυτή τη συνήθεια είναι ν' αποκτήσω έναν παπαγάλο σαν αυτόν του Λονγκ Τζον Σίλβερ, ο οποίος, καθισμένος στον ώμο μου, θα μου επαναλαμβάνει ασταμάτητα:
- Σβήσε την πίπα σου! Σβήσε την πίπα σου!
Ο Σούπερμαν ασφαλώς δεν καπνίζει. Αν άρχιζε το τσιγάρο, είμαι βέβαιος ότι θα έχανε την ικανότητα να πετά».
Με αυτό τον παιγνιώδη, αλλά καθ' όλα σοβαρό, έμμεσο τρόπο ο συγγραφέας Βασίλης Αλεξάκης σκιαγραφεί στο τελευταίο του βιβλίο από τις εκδόσεις Εξάντας με τίτλο «Ο μικρός Έλληνας» το δικό του σύμπαν, αναδεικνύοντας τον οργανικό ρόλο που διαδραματίζουν οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες των βιβλίων που έχει διαβάσει - αυτές οι φαντασιακές οντότητες μυθοπλασίας - στην ίδια τη ζωή του:
«Δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, γιατί συνήθως οι μυθιστορηματικοί ήρωες δεν διαβάζουν μυθιστορήματα. Ο Γιάννης Αγιάννης δεν έχει διαβάσει κανένα μυθιστόρημα, ο Ντ' Αρτανιάν δεν ξέρει τον Δον Κιχώτη. Ηθελα να τους δώσω τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν» εξηγεί τις προθέσεις του ο συγγραφέας, «τη δυνατότητα να συναντήσει ο Αραμις, που είναι λίγο θρησκόληπτος, τον Γιάννη Αγιάννη, που είναι επίσης θρησκόληπτος, και να συζητήσουν περί θρησκείας».
Έχει γραφτεί για το βιβλίο (απόσπασμα από άρθρο της Λαμπρινής Κουζέλη στο Βήμα):
Στη λογοτεχνική οικογένεια του αφηγητή συγγενεύουν ο Δον Κιχώτης με τους Τρεις Σωματοφύλακες, τον Γιάννη Αγιάννη, τον Ταρζάν, τον Σούπερμαν και τον Μικρό Ηρωα, εξ ου, ως φόρος τιμής, και ο τίτλος «Ο Μικρός Ελληνας» με τον οποίο θα κυκλοφορήσει το μυθιστόρημα στα ελληνικά. «Δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, γιατί συνήθως οι μυθιστορηματικοί ήρωες δεν διαβάζουν μυθιστορήματα. Ο Γιάννης Αγιάννης δεν έχει διαβάσει κανένα μυθιστόρημα, ο Ντ' Αρτανιάν δεν ξέρει τον Δον Κιχώτη. Ηθελα να τους δώσω τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν» εξηγεί τις προθέσεις του ο συγγραφέας, «τη δυνατότητα να συναντήσει ο Αραμις, που είναι λίγο θρησκόληπτος, τον Γιάννη Αγιάννη, που είναι επίσης θρησκόληπτος, και να συζητήσουν περί θρησκείας».
Τους ήρωες ακολουθούν κατά πόδας οι αναμνήσεις. Αναμνήσεις από τα πρώτα διαβάσματα και τα παιχνίδια με τον αδελφό, τον πρόσφατα πεθαμένο, γύρω από το σκοινί όπου στέγνωνε η μπουγάδα της μάνας στον πατρικό κήπο στην Καλλιθέα. Μοιραία, στο ουτοπικό νησί του Κήπου του Λουξεμβούργου, τα όρια ανάμεσα στη μνήμη, στη φαντασία και στη ζωή χάνονται. Οταν εμφανίζεται ο θάνατος, με τη μορφή της κατάλευκης μαριονέτας του γαλλικού κουκλοθεάτρου, που δραπετεύει από το θεατράκι του Κήπου λαμβάνοντας εφιαλτικές διαστάσεις, οι επισκέπτες του Κήπου τρέχουν να σωθούν μέσα από τα ουρητήρια και τη μυστική τους έξοδο προς τους υπονόμους του Παρισιού.
Προτού σηκώσουν την καταπακτή για να χαθούν στον υπόνομο, ο αφηγητής, έχοντας πια μπερδέψει την πραγματική ζωή με τη μυθιστορηματική, ρωτάει τον φίλο που τον συνοδεύει αν υπάρχει, κατά τη γνώμη του, σύνορο ανάμεσα στους δύο κόσμους, τον πραγματικό και τον φανταστικό. «Αυτό εδώ είναι το σύνορο» λέει ο φίλος του δείχνοντας την καταπακτή. «Εννοείς ότι ο πραγματικός κόσμος είναι έξω και ο φανταστικός μέσα στον υπόνομο;» ζητεί διευκρινίσεις ο Μικρός Ελληνας. «Οχι» του απαντά ο άλλος, «ο πραγματικός είναι στον υπόνομο, αυτά που ζούμε έξω είναι όλα ψέματα».
Αυτή η νοσταλγική επιστροφή στη νεανική ζωή στην Ελλάδα, η επίμονη αναζήτηση νοήματος στη ζωή μέσα από την εμπειρία και την τέχνη, υπό τη διαρκή υπόμνηση του θανάτου, φέρουν πάνω τους τον πεσιμισμό του στοχασμού, της ματαιότητας. Ο συγγραφέας δεν παραδίδεται. «Ο κωμικός τόνος κυριαρχεί» υποστηρίζει. Το χιούμορ είναι το εργαλείο που αμβλύνει τις οδυνηρές γωνίες της συγκίνησης - ειδικά όταν ο ιστορικός χρόνος εισβάλει στο ευφρόσυνο πλασματικό σύμπαν του Κήπου κουβαλώντας μαζί του πρωταγωνιστές όχι μυθιστορημάτων αλλά δελτίων ειδήσεων.
Ο Βασίλης Αλεξάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το Δεκέμβρη του 1943. Σπούδασε στην ανωτάτη Δημοσιογραφική Σχολή της Λιλ. Είναι εγκατεστημένος στο Παρίσι από το 1968. Εκεί δούλεψε ως δημοσιογράφος, κριτικός βιβλίου στην εφημερίδα "Le Monde" και χρονογράφος. Έτσι εξοικειώθηκε με τη γαλλική γλώσσα στην οποία έγραψε τα πρώτα του μυθιστορήματα.Ο Βασίλης Αλεξάκης έχει ασχοληθεί επίσης με το χιουμοριστικό σκίτσο και με τον κινηματογράφο. Έχει δημοσιεύσει τις συλλογές "Mon amour", στην Ιταλία ("Citta armoniosa", 1978), "Γδύσου" (Αθήνα, Εξάντας, 1982) καθώς και έξι ιστορίες με εικόνες, υπό τον γενικό τίτλο "Η σκιά του Λεωνίδα" (Αθήνα, Εξάντας, 1984) που έχουν κυκλοφορήσει και στα γερμανικά ("Leonidas' Schatten", Romiosini, μετάφραση του Klaus Eckhardt, 1986).Έχει σκηνοθετήσει την ταινία μικρού μήκους "Είμαι κουρασμένος", βραβείο φεστιβάλ Τουρ και Γαλλικού Κέντρου Κινηματογράφου (1982), τις τηλεταινίες "Ο Νέστως Χαρμίδης περνά στην επίθεση" (1984) και "Το τραπέζι" (1989) και τη μεγάλου μήκους ταινία του "Αθηναίοι", ηοποία απέσπασε το Α΄ βραβείο διεθνούς φεστιβάλ ταινιών χιούμορ του Charmousse (1991). Επίσης έχει ασχοληθεί με το θέατρο ("Εγώ δεν...", "Μη με λες Φωφώ")Ως πεζογράφος έχει τιμηθεί στη Γαλλία με τα βραβεία Αλμπέρ Καμύ, Αλεξάντρ Βαιλάτ, Σαρλ Εσμπραγιά, Medicis (το 1995, για το βιβλίο του "Η μητρική γλώσσα"), καθώς και με το Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας (το 2007, για το βιβλίο του "μ.Χ."). Έργα του έχουν εκδοθεί, εκτός από τη Γαλλία, όπου κυκλοφορούν ταυχόχρονα σχεδόν με την Ελλάδα, στη Γερμανία, την Ισπανία, την Αρμενία, την Ιταλία, τη Ρωσία, την Τουρκία, την Αργεντική, τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.