Σοκαρισμένη η Αγγλία κρέμεται από τα χείλη του. Δημοσιογράφοι γαλουχημένοι με το ιδεώδες της υπακοής στους κανόνες ανυπομονούν να τον κατακεραυνώσουν. Περισσότερο επειδή έχει το θάρρος ή την τρέλα, αν θέλετε, να κάνει ό,τι εκείνοι ουδέποτε διανοήθηκαν, παρά για την κίνηση αυτή καθαυτή. Εκείνος βγαίνει, στέκεται και με τη βαριά χαρακτηριστική προφορά του λέει: «Oταν οι γλάροι ακολουθούν την τράτα, είναι γιατί νομίζουν ότι θα πεταχτούν σαρδέλες στη θάλασσα». Και φεύγει.
Αφήνοντας άπαντες να αναρωτιούνται τι εννοεί. Μακριά από τις κάμερες, με τον θυμό να έχει καταλαγιάσει, μάλλον γελάει με τις εκφράσεις στα πρόσωπα εκείνων που τον άκουσαν. Και να σκεφτεί κανείς πως μόλις έχει δώσει ίσως την πιο διάσημη κλωτσιά στο ποδόσφαιρο. Το διαβόητο Kung Fu χτύπημα στον ... τον Ιανουάριο του 1995. Αυτός, όμως, είναι ο Ερίκ Καντονά. Ο άνθρωπος που το 2010 παραλίγο να οδηγήσει στην κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Με τον πηγαίο του αυθορμητισμό και μια φυσικότητα που σε κάνει να σκέφτεσαι «ίσως έχει δίκιο»...
Κάτω το σύστημα
Σε συνέντευξή του στην Presse Ocean, τον Δεκέμβριο του 2010 ο King Eric προέτρεψε τον κόσμο να σηκώσει τα χρήματά του από τις τράπεζες, προκειμένου να διαλύσει το σύστημα σε μια διαφορετική new age επανάσταση. «Οι τρόποι έχουν αλλάξει πια. Δεν παίρνουμε τα όπλα προκειμένου να σκοτώσουμε για να αρχίσουμε την επανάσταση. Η επανάσταση γίνεται εύκολα στις μέρες μας. Το σύστημα περιστρέφεται γύρω από τις τράπεζες. Βασίζεται στη δύναμή τους. Ετσι, πρέπει να καταστραφεί αρχής γενομένης από τις τράπεζες. Πρέπει να πάμε στις τράπεζες. Τότε θα γίνει η αληθινή επανάσταση. Είναι κάτι απλό. Αντί να βγεις στους δρόμους, απλώς πας και αποσύρεις τα χρήματά σου. Αν αυτό το κάνει αρκετός κόσμος, το σύστημα θα καταρρεύσει. Χωρίς όπλα, χωρίς αίμα, χωρίς τίποτα. Σε μια τέτοια περίπτωση θα μας ακούσουν διαφορετικά. Καμία φορά πρέπει εμείς να δίνουμε ιδέες».
Η ριζοσπαστική πρότασή του δεν πέρασε ως άλλη μία τρέλα, ενός εκκεντρικού σταρ. Οι κοινωνικοί ακτιβιστές τη χαιρέτησαν με ενθουσιασμό. «Το είχαμε σκεφτεί και εμείς, αλλά κανείς δεν μας άκουγε», δήλωσε στο Γαλλικό Προκτορείο Ειδήσεων ο Βέλγος σκηνοθέτης Ζεραλντίν Φολιέν που ονόμασε την 7η Δεκεμβρίου ως μέρα «τραπεζικών λογαριασμών», σε ένα κίνημα που μετέχουν 17 χώρες.
Η επιρροή του Καντονά στον κόσμο δεν είναι κάτι καινούριο. Το 1995 λίγο καιρό μετά το χτύπημά του στο Σέλχαρστ Παρκ, το άγνωστο βρετανικό ροκ συγκρότημα Ash's ζήτησε και πήρε από τον Γάλλο την άδεια να χρησιμοποιήσει τη φωτογραφία της επίθεσης στο εξώφυλλο του νέου του σίνγκλ με τίτλο Kunf Fu. Το τραγούδι από το πουθενά σκαρφάλωσε αρκετά ψηλά στα τσαρτς και έμεινε εκεί για πολλές εβδομάδες.
Και πάλι, όμως, ο εμπεριστατωμένος, μεστός λόγος του, σε κάνει να απορείς. Είναι ο ίδιος άνθρωπος που το 1987 στην Οσέρ άρχισε στις γροθιές τον συμπαίκτη του Μπρούνο Μαρτίνι; Που αποκάλεσε τον τότε (1988) προπονητή της Εθνικής Γαλλίας «σκατοσακούλα»; Που, που, που...
Ναι, αυτός είναι. Εξωστρεφής και επικοινωνιακός τη μία στιγμή, αντικοινωνικός και δύσθυμος την άλλη. «Υπάρχουν μέρες που δεν βγαίνει λέξη από το στόμα μου. Βγαίνω για φαγητό και δεν μπορώ να πείσω το εαυτό μου να συζητήσει οτιδήποτε».
Μια πολύπλευρη, στα όρια της τρέλας, προσωπικότητα, με το χάρισμα να κάνει ό,τι τον ευχαριστεί και το θάρρος να τσαλακώνει δημόσια τον εαυτό του. Το λάθος είναι να προσπαθείς να καταλάβεις τον Καντονά με συμβατικό τρόπο σκέψης. Διότι, ότι και αν πεις για εκείνον, το μόνο σίγουρο είναι πως δεν μπορείς να τον αποκαλέσεις συμβατικό.
Εκφραση στον καμβά
Η ζωή του ανέκαθεν ήταν γεμάτη αντιφάσεις. Στα τέλη των 80's, την εποχή, δηλαδή, που αποτελούσε τον μεγαλύτερο πονοκέφαλο της Γαλλικής Ομοσπονδίας, γύριζε σπίτι του στη Βουργουνδία και διοχέτευε την ενέργειά του και τους προβληματισμούς του στον καμβά. Η ζωγραφική ήταν μια δημιουργική διέξοδος. «Δημιούργησε φλογερά, βίαια και πολύχρωμα εξπρεσιονιστικά έργα διανθισμένα με φωτογραφίες δολαρίων», γράφει η Le Monde το 1988 όταν εξέθετε τα έργα του στη Μασσαλία.
Μέσα από την τέχνη ο Καντονά προσπαθούσε να ανακαλύψει τον εαυτό του. Πάντα αυτός ήταν ο στόχος του. Ηταν μόλις 20 ετών όταν στράφηκε σε ψυχαναλυτή για να τον βοηθήσει. «Ναι, με βοήθησε να μάθω τον εαυτό μου και μετά το πράγμα έγινε γελοίο», δήλωσε κάποια χρόνια αργότερα. Η επιθετικότητα των λόγων του υποσυνείδητα ίσως ήταν ένας τρόπος να αποκρύψει τις ανασφάλειές του.
Για εκείνον, άλλωστε, τα λόγια μπροστά από τις κάμερες ήταν ακόμα ένας τρόπος διασκέδασης. Σπανίως μιλούσε σοβαρά και κανείς πλην των πολύ κοντινών του ανθρώπων ήταν σε θέση να διαπιστώσει αν εννοούσε αυτά που έλεγε. «Στις συνεντεύξεις Τύπου και στις δημόσιες εμφανίσεις μου προσπαθούσα πάντοτε να λέω ανοησίες και να αναγκάζω τους πάντες να επιδιώκουν να αναλύσουν τα λόγια μου. Ξεκίνησε σαν αστείο και έγινε τελικά κάτι σαν μανιέρα, που με χαρακτήριζε», παραδέχτηκε πριν από περίπου ενάμιση χρόνο σε συνέντευξή του στην «Ημερησία» στο πλαίσιο του προμόσιον της ταινίας του «Ψάχνοντας τον Ερικ», υποψήφιας για το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες.
Όταν δάκρυσε ο Καντονά
Η ειλικρινής – ειδάλλως θα φαινόταν γελοία – άρνησή του να ακολουθήσει το ρεύμα αποτέλεσε βασικό λόγο για την αποθέωσή του από τον κόσμο. Το 1995 στην πιο σκοτεινή στιγμή της καριέρας του ο Τύπος έσταζε χολή. «Η σεζόν της Γιουνάιτεντ μπήκε σε κλίμα εσωστρέφειας εξαιτίας της νιτρογλυκερίνης σε ανθρώπινη μορφή που λέγεται Ερίκ Καντονά», έγραφε ο Guardian. «Είναι ντροπή και στίγμα για το παιχνίδι», ξεσπάθωνε ο Διευθύνων Σύμβουλος της Αγγλικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, Γκράχαμ Κέλι. «Η ταχύτητα δράσης της Ομοσπονδίας πρέπει να χαιρετιστεί. Πάρα πολλοί νέοι ακολουθούν κάθε βήμα του Καντονά. Η τραγική του αντίδραση πρέπει να τιμωρηθεί», σχολίαζε ο Χένρι Γουίντερ στη Telegraph.
Κόντρα σε κάθε λογική, όμως, η σχέση Καντονά – κόσμου έγινε πιο δυνατή. Η στήριξή του από τους οπαδούς της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ παρά την απώλεια του τίτλου από τη Μπλάκμπερν ήταν παροιμιώδης και αξέχαστη για τον βαθιά συναισθηματικό Γάλλο που ζήτησε «όταν πεθάνω η τέφρα μου να σκορπιστεί στο Ολντ Τράφορντ». Το 2004 δε, σε συνέντευξή του έλεγε: «Νιώθω τόση υπερηφάνεια που οι οπαδοί τραγουδούν ακόμα το όνομά μου, αλλά φοβάμαι πως αύριο κιόλας θα σταματήσουν. Θα με ξεχάσουν. Το φοβάμαι, γιατί το λατρεύω και ότι λατρεύεις ασυναίσθητα φοβάσαι μην το χάσεις».
Δεν το έχασε
Πέντε χρόνια αργότερα, ο Καντονά επέστρεψε στο Μάντσεστερ για τα γυρίσματα του «Ψάχνοντας τον Ερικ» που είναι μια ιστορία της δικής του ζωής. Υπό καταρρακτώδη βροχή περίπου 50 οπαδοί, περισσότερο του ίδιου παρά των Κόκκινων Διαβόλων, περιμένουν υπομονετικά να ρίξει κλακέτα ο σκηνοθέτης Κεν Λόουτς. Μόλις τον βλέπουν αρχίζουν το τραγούδι. « Ηταν από τις σπάνιες φορές που τον είδα να κλαίει», εξιστορεί η δεύτερη γυναίκα του, ηθοποιός Ρασίντα Μπράκνι. Χωρίς μπουφάν ή ομπρέλα ο Γάλλος βγήκε στο δρόμο και κάθισε αρκετή ώρα μαζί τους. «Ο Κριστιάνο Ρονάλντο θα το έκανε αυτό για εσάς;», ρωτά τους φιλάθλους ο δημοσιογράφος που καλύπτει το γεγονός, για να λάβει την πληρωμένη απάντηση: «Γιατί ποιος σου είπε ότι θα το κάναμε εμείς αυτό για τον Ρονάλντο;».
Ο πολυπράγμων καλλιτέχνης
Ο Καντονά ήταν και είναι κάτι ξεχωριστό, γι' αυτό είναι άδικο να προσπαθήσει κανείς να τον βάλει σε ένα καλούπι όταν έχει ασχοληθεί με τόσα πράγματα. Πάντα με το δικό του τρόπο που ακροβατεί ανάμεσα στην αμετροέπεια της επαναστατικότητάς του και τις βαθύτερες εσωτερικές υπαρξιακές του αναζητήσεις. Αν, όμως, ένας προσδιορισμός ταιριάζει στον Γάλλο, αυτός είναι «καλλιτέχνης». Ο ίδιος, άλλωστε, έχει δηλώσει στον Independent πως «το ποδόσφαιρο είναι ένα είδος αυθόρμητης τέχνης». Με τη Le Monde συμφωνεί ως προς την προσέγγιση: «Ηταν ένας αγενής, εγωκεντρικός, ανένταχτος ποδοσφαιριστής που συνήθιζε να πανηγυρίζει τα γκολ του με αγαλματιακή ακινησία». Ποτέ οι κριτικοί δεν ήταν φιλικοί μαζί του, άλλωστε. Πριν το «Ψάχνοντας τον Ερικ» ουδείς τον έπαιρνε σοβαρά. Στις αρχές του 2010, όμως, όλοι έμειναν με το στόμα ανοικτό στο τόλμημά του να εμφανιστεί στο σανίδι του παρισινού θεάτρου Marigny στο σκηνοθετημένο από τη γυναίκα του έργο «Αντιμέτωπος με τον παράδεισο». Εναν μονόλογο διάρκειας 90 λεπτών. Πριν την πρεμιέρα ένας θεατρολόγος... τόλμησε να τον ρωτήσει αν θα τα καταφέρει. «Κοίτα μικρέ, έχω παίξει το ρόλο μου μπροστά σε 80.000 κόσμο. Ενα θέατρο των 400 θέσεων δεν είναι τίποτα», του απάντησε.
Οσο και αν φαινομενικά η στροφή στην ποιότητα φαντάζει περίεργη σε όσους θεωρούν πως ο Καντονά είναι απλώς υπερφίαλος και ρηχός, η αλήθεια είναι πως ο πρώην παίκτης της Μάντσεστερ δοκίμαζε το διαφορετικό από μικρό παιδί. Η τέχνες ήταν το πραγματικό του πάθος. Η πίσω πόρτα στην αναζήτηση του πραγματικού Ερικ.
Παράλληλα, ο αεικίνητος Γάλλος... έτρεφε και την ακόρεστη επιθυμία του να απαθανατίζει ό,τι του κινούσε την περιέργεια. Αγαπημένο του θέμα, οι ταυρομάχοι! Μπήκαν στη ζωή του το 1990 όταν έπαιζε στη Μονπελιέ όπου οι ταυρομαχίες θεωρούνται παράδοση. Οποτε του δινόταν η ευκαιρία μελετούσε τις συνήθειές τους. Η ζωή και οι συνήθειες των ταυρομάχων... χάραξαν τον εύπλαστο ακόμα χαρακτήρα του. Μια πιο προσεκτική παρατήρηση της γλώσσας του σώματος του Γάλλου αστέρα στο γήπεδο, ειδικά στα χρόνια της Μάντσεστερ, αρκεί να διαπιστώσει τις ομοιότητες. Η ευθυτενής, περήφανη στάση του κορμού. Τα ανοικτά χέρια, η βίαιη φρασεολογία, το σίγουρο βλέμμα, η αυτοπεποίθηση σε κάθε κίνηση.
Ο απόλυτος στόχος
Η προσέγγισή του Καντονά στην τέχνη αντικατοπτρίζει άλλη μια πτυχή της προσωπικότητάς του. Τη σπλαγχνική του σχέση με τη λογοτεχνία και τη... λατρεία του για τα βιβλία και τις ταινίες του Πιέρ Πάολο Παζολίνι.
Ο προβληματισμός του για το θάνατο, η πρωτοβουλία του να πρωταγωνιστήσει στο «Αντιμέτωπος με τον παράδεισο» αντικατοπτρίζουν τον τρόπο σκέψης του Καντονά. «Είναι ένας παρτιζάνος της εξπρεσιονιστικής τέχνης που μιλά για τους εφιάλτες του πολέμου, του θανάτου, του κοινωνικού αποκλεισμού και του ξεριζωμού και δείχνει πως βρίσκεται στην αναζήτηση της αυτογνωσίας», έγραφε η Parisien.
Ολα αυτά τα... έντεχνα έχουν κάνει τους Αγγλους να μιλούν για αλλοτρίωση του χαρακτήρα του. «Δυστυχώς για τους λάτρεις του παλιού Καντονά, του φιλόσοφου και του επαναστάτη, υπάρχουν σημάδια όχι απλώς ότι πετυχαίνει, αλλά και ότι... μαλακώνει. Πραγματοποιεί μια «απαλή» μετάβαση σε κάτι που στο παρελθόν εξερευνούσε, αλλά αντιστεκόταν: Το σταριλίκι», είναι το αιχμηρό σχόλιο του Independent. Ουδόλως τον απασχολεί, όμως. Αγνοεί επιδεικτικά τις κρίσεις του Τύπου και ως άλλος Λεμπόφσκι χαλαρώνει και δηλώνει πως «ο απόλυτος στόχος της ζωή μου είναι να είμαι τελείως ζεν».