Το 18% με 22% των Αλβανών μεταναστών που ζούσαν και εργάζονταν στην Ελλάδα έχει επιστρέψει στην Αλβανία, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Αλβανικού Κέντρου Ανταγωνιστικότητας και Διεθνούς Εμπορίου, ποσοστό το οποίο αντιστοιχεί σε 180.000 άτομα.
Τα παραπάνω στοιχεία παρατίθενται σε σχετικό σημερινό δημοσίευμα του Γιάννη Παπαδόπουλου στην εφημερίδα Τα Νέα, όπου καταγράφονται αφενός οι λόγοι της μαζικής φυγής της αλβανικής διασποράς από τα εδάφη της χώρας μας πίσω στην Αλβανία, αφετέρου οι τεράστιες δυσκολίες προσαρμογής των επαναπατριζόμενων.
«Μετά την αύξηση του ΦΠΑ δεν αντέξαμε», σημειώνει το δημοσίευμα επικαλούμενο μαρτυρίες Αλβανών που επέστρεψαν στα Τίρανα, τονίζοντας ότι «η οικονομική κρίση αναγκάζει τους Αλβανούς της χώρας μας να επαναπατριστούν σε μια χώρα που δεν γνώρισαν. Ύστερα από πολυετή παραμονή στην Ελλάδα η προσαρμογή στις πατρικές εστίες δεν είναι για όλους τους Αλβανούς εύκολη υπόθεση».
Και προσθέτει: «Πριν από μερικά χρόνια, οι αλβανικές αρχές επιχείρησαν να διευκολύνουν τη διαδικασία ενσωμάτωσης των νέων που γυρνούσαν ύστερα από πολυετή παραμονή στην Ελλάδα. Γραφεία μετανάστευσης στήθηκαν σε κάθε επαρχία και θεσπίστηκε η παροχή μηνιαίου οικονομικού βοηθήματος 8.000 λεκ (περίπου 60 ευρώ) ανά οικογένεια. Μόλις 5% των επαναπατρισθέντων ζήτησαν και έλαβαν αυτό το ποσό».
Όπως επισημαίνει το Αλβανικό Κέντρο Ανταγωνιστικότητας, αυτό το κύμα επιστροφών αναμένεται να ασκήσει μεγάλες πιέσεις στις δημόσιες υπηρεσίες της χώρας και, κυρίως, στο εκπαιδευτικό και υγειονομικό σύστημα.
«Οι περισσότεροι αναζητούν εργασία σε τέχνες που έμαθαν στην Ελλάδα» και κυρίως στην αγροτική παραγωγή, όπου δραστηριοποιείτο το μεγαλύτερο μέρος τους (25%).
Δεδομένης, ωστόσο, της κρίσης που πλήττει τη γείτονα χώρα σε άλλους τομείς, όπως ο κατασκευαστικός (οικοδομικές εργασίες και άλλες), οι περισσότεροι - σχεδόν ελληνοποιημένοι έπειτα από τόσα χρόνια παραμονής στη χώρα μας - Αλβανοί καλούνται να αντιμετωπίσουν εξαιρετικά μεγάλες δυσκολίες ως προς την υγιή εγκατάσταση και προσαρμογή τους στα νέα δεδομένα, ενώ σε αυτή την κατάσταση θα πρέπει να συνυπολογιστεί και το βάρος της «αποτυχίας» που συνοδεύει και βαραίνει ψυχολογικά πολλούς από αυτούς.