Τι είναι ο έρωτας; Τι είναι αυτό που διακυβεύεται σε μια ερωτική συνάντηση; Γιατί ο έρωτας έχει ανάγκη από «τεχνική υποστήριξη»; Υπάρχει αυθεντικός, καθαρός έρωτας χωρίς τεχνικά βοηθήματα (λέξεις, λόγια, ερωτικές τακτικές, πρακτικές, μεθόδους, «εργαλεία» παντός είδους, «παιχνιδάκια», σκηνοθεσίες κ.ο.κ.);
Θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, μαθηματικός, πολιτικός αγωνιστής, ο Alain Badiou είναι μια από τις κορυφαίες μορφές της σύγχρονης φιλοσοφίας. Τα δύο μνημειώδη έργα του Είναι και συμβάν και Λογικές των κόσμων αποτελούν σταθμούς στη σύγχρονη σκέψη. Έχουν καταγραφεί πλέον ως το μείζον εγχείρημα συνολικού επαναπροσδιορισμού της φιλοσοφίας αυτής καθαυτήν όσο και των σχέσεών της με την Επιστήμη, την Πολιτική, την Τέχνη και τον Έρωτα ως πεδία παραγωγής αληθειών και ως «γενολογικές διαδικασίες». Η απήχηση του έργου του είναι τεράστια τόσο στην Ευρώπη όσο και στα αμερικανικά πανεπιστήμια και στα πολιτικά κινήματα της Λατινικής Αμερικής. Είναι καθηγητής στην Ecole Normale Supérieure και ιδρυτής του CIEPFC (Διεθνoύς Κέντρου Μελετών της Σύγχρονης Γαλλικής Φιλοσοφίας). Από τις Εκδ. Πατάκη κυκλοφορούν τα βιβλία του: Η κομμουνιστική υπόθεση, Από το είναι στο συμβάν και Δεύτερο μανιφέστο για τη φιλοσοφία. Ο Νικολά Τρουόνγκ είναι δημοσιογράφος της εφημερίδας Le Monde.
Σε τι συνίσταται, λοιπόν, το συμβάν του έρωτα; Σ' αυτό το ερώτημα ο Αλαίν Μπαντιού δίνει μια πρωτόγνωρη απάντηση, υπό μορφή συζήτησης με τον Νικολά Τρυόνγκ. Τίτλος του βιβλίου-συζήτηση: Εγκώμιο για τον Έρωτα, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη σε εγκυρότατη μετάφραση των Φώτη Σιατίστα και Δημήτρι Βεργέτη.
Βασιζόμενος στο δίπολο φιλοσοφία – ψυχανάλυση, ανασκευάζει όλες τις καθιερωμένες απαντήσεις: τη ρομαντική μυθολογία του έρωτα ως εκστατικής συνένωσης των ερωτευμένων, τη θεολογική σύλληψη του έρωτα ως εμπειρίας της ετερότητας, τη μοραλιστική προσέγγιση του έρωτα ως εργαλειοποιημένης αυταπάτης στην υπηρεσία της σεξουαλικότητας και, τέλος, τον μεταμοντέρνο εκφυλισμό του σε συμβόλαιο και εφήμερη περιπέτεια.
Αναδεικνύει ότι ο έρωτας έχει δομή συμβάντος και αποτελεί υπέρβαση του χάσματος των δύο φύλων, η οποία ωστόσο δεν αίρει την ασυμμετρία των έμφυλων υποκειμενικών στάσεων. Τον διαφοροποιεί από την επιθυμία και την απόλαυση και χαρτογραφεί τη σχέση του με τη φιλοσοφία και την πολιτική.
«Η παραδεδομένη αντίληψη σήμερα είναι πως ο καθένας κυνηγάει μόνο το συμφέρον του. Ο έρωτας είναι όμως η απόδειξη του αντιθέτου, καθώς πρόκειται για την εμπιστοσύνη στο τυχαίο και το άγνωστο...».
Είναι, όμως, πάντα έτσι τα πράγματα; Ή μπορούν να διατυπωθούν και αντιρρήσεις στον τρόπο με τον οποίο ο Μπαντιού προσεγγίζει το συμβάν του έρωτα;
Μία τέτοια κριτική ανάγνωση του βιβλίου επιχειρεί ο επίκουρος καθηγητής φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διονύσης Καββαθάς, σε άρθρο του στην εφημερίδα Το Βήμα, με τίτλο: «Η τεχνολογία του έρωτα».
Γράφει:
Τι είναι o έρωτας ώστε από τη φύση του να έχει ανάγκη τη συνεχή τεχνική υποστήριξη από ποιήματα, φιλοσοφικά πονήματα, εικόνες, τραγούδια, κινηματογραφικά έργα, σιωπές και ατελείωτες συζητήσεις στο τηλέφωνο ή στο διαδίκτυο, ενίοτε μέχρι τελικής πτώσης; Πτώσης όχι μόνο στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή αλλά και στο τραπέζι του χειρουργού ακόμη;
Έλλειψη ή πληθώρα
Τι σημαίνει η πληθωριστική παρουσία όλων αυτών των λόγων και πρακτικών που πλαισιώνουν την εμφάνιση του έρωτα; Η απάντηση είναι απλή και δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να καταλάβει ότι ο πληθωρισμός είναι σημάδι μιας έλλειψης: ο έρωτας, γιος –ας μην το ξεχνάμε– του Πόρου και της Πενίας, χρειάζεται τον συνεχή σχολιασμό, την επιβεβαίωση, την αδιάλειπτη φροντίδα, ακόμη και την επινόησή του ή τη σκηνοθεσία του, διότι είναι σπάνιος και εύθραυστος. Ήδη το 1881 ο Νίτσε αποφαινόταν: «Για τον έρωτα οι άνθρωποι έχουν μιλήσει συνολικά με τόση έμφαση και με τέτοια διάθεση θεοποίησης, επειδή ποτέ δεν τον είχαν όσο ήθελαν και δεν τους επετράπη να χορτάσουν μ' αυτή την τροφή». Σε αυτόν τον φαύλο κύκλο της έλλειψης και της πληθώρας ο Μπαντιού προσθέτει και προσυπογράφει τον λακανικό ορισμό: ο έρωτας είναι αυτό που αναπληρώνει την ανυπαρξία διάφυλης σχέσης, η οποία συνίσταται στο γεγονός ότι το καθένα φύλο απολαμβάνει με τον δικό του, αυτιστικό τρόπο.
Κριτική του καθαρού έρωτα
Σύμφωνα με τον Αλαίν Μπαντιού, ο έρωτας, μολονότι γιος και του Πόρου, «δεν πορεύεται ανεμπόδιστα» και απειλείται από τουλάχιστον δύο κινδύνους: από «μια ελεγχόμενη συζυγικότητα που θα συνεχιστεί μέσα στη γαλήνη της κατανάλωσης» και από «την άνεση των οριοθετημένων απολαύσεων», χωρίς το ρίσκο του «πάθους». Στο επίμετρό του ο Δ. Βεργέτης κάνει λόγο με το ασίγαστο χιούμορ του για τον «έρωτα με νομικό προφυλακτικό» ή τον «ντεκαφεϊνέ έρωτα».
O προσεκτικός αναγνώστης θα διαπιστώσει τον εννοιολογικό μόχθο που καταβάλλει ο Γάλλος φιλόσοφος, στη συζήτησή του με τον Νικολά Τρυόνγκ, για να διακρίνει τον αυθεντικό έρωτα από άλλα, αναυθεντικά φαινόμενα, που τον «παραμορφώνουν» και τον μπλοκάρουν, όπως το σεξ, η επιθυμία, ο εγωισμός, η απόλαυση, ο σαδισμός, ο μαζοχισμός, ο φετιχισμός, η ζήλεια κ.λπ., σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τον Μπαρτ που, στα Απόσπασματα του ερωτικού λόγου (1977), αναδεικνύει την αξεδιάλυτη μείξη τους, χωρίς «αλλά» και «ωστόσο».
Η ρητορική κατασκευή των επιχειρημάτων του Μπαντιού είναι ενδεικτική αυτής της τάσης: «Ενώ η επιθυμία απευθύνεται στον άλλο με έναν τρόπο πάντοτε λίγο φετιχιστικό, σε επιλεγμένα αντικείμενα όπως τα στήθη, οι γλουτοί, το πέος..., ο έρωτας απευθύνεται στο ίδιο το είναι του άλλου [...], στην ολότητα του είναι του άλλου». «Στο σεξ [....] ο άλλος σάς χρησιμεύει για να ανακαλύψετε το πραγματικό της απόλαυσης. Στον έρωτα, αντίθετα, η μεσολάβηση του άλλου έχει προσίδια αξία». Αυτή η ρητορική της αυθεντικότητας έρχεται σε αντιδιαστολή με άλλες «κατασκευές του έρωτα», όπως του Ντερριντά ή του Αγκάμπεν, οι οποίοι, εκκινώντας από τις αναλύσεις του Χάιντεγγερ, καταφάσκουν τη διάχυση της ύπαρξης σε μορφές και διαβαθμίσεις της σεξουαλικότητας που χαρακτηρίζονται από την ουδετερότητα του φύλου και κινούνται πέραν της μπαντιουζικής πρωταρχικής «σκηνής του Δύο». Και αυτό γιατί ο έρωτας δεν έχει ιδιάζοντα χαρακτηριστικά, είναι ένα ον χωρίς ιδιότητες («τρανς-σέξουαλ» κατά Βεργέτη), πάντα αυθεντικά αναυθευντικός ή αναυθεντικά αυθεντικός. Ποιος μπορεί να διακρίνει με απόλυτη σαφήνεια ότι το «σ' αγαπώ» είναι γνήσιο και όχι εγωιστικό; Ότι ο έρωτας δεν είναι μια εκλεπτυσμένη μορφή της ιδιοτέλειας; Να γιατί ο Μπαρτ θεωρεί το «σ' αγαπώ» μια «λέξη-μπαλαντέρ».
Τι απομένει από τον έρωτα αν αφαιρέσουμε όλα τα «συμπτώματά» του; Μένει, μας λέει ο Μπαντιού, η άθεη πλατωνική, αρχετυπική ιδέα του έρωτα, κυρίως όμως μένει το έργο της «επινόησής του από την αρχή», σύμφωνα με το αίτημα του Ρεμπώ και μοτίβο του βιβλίου. Βέβαια, μπορεί ο Μπαντιού να παραδέχεται ότι ο έρωτας είναι υποχρεωμένος να περάσει μέσα από τη στενωπό της σεξουαλικής επιθυμίας και απόλαυσης, του ναρκισσισμού, του φετιχισμού κ.λπ., αλλά το κάνει για να «φτάσει» στον οντολογικό παράδεισο, την ουσία του ερωτικού φαινομένου: στη θεραπεία της διάφυλης διαφοράς, στην κατασκευή ενός καθεστώτος αληθείας «με βάση τη διαφορά και όχι την ταυτότητα».
Τεχνικές του έρωτα
Ο Μπαντιού δεν ενδιαφέρεται μόνο για το «θαύμα της συνάντησης». Το βασικό του ερώτημα είναι επιτακτικό: πόσο «πιστοί» μένουμε στο συμβάν του έρωτα; Μπορεί ο έρωτας να ξεκινά ως ένα τυχαίο συμβάν, όμως το ζητούμενο είναι η αποδοχή και η ανάληψη όλων των συνεπειών ενός τέτοιου συμβάντος και η «παγίωσή του στο κατάστιχο της αιωνιότητας». «Διάρκεια», «αιωνιότητα», «αλήθεια», «καθολικότητα» αποτελούν βασικές έννοιες του Μπαντιού στο Εγκώμιο για τον έρωτα. Έχοντας κατά νου αυτήν τη συνεχή μετατροπή κάθε μοναδικού πράγματος σε καθολικότητα, ένας κριτικός του Μπαντιού δεν δίστασε να τον αποκαλέσει «μάτσο της υπερβατολογικής φιλοσοφίας», καταλογίζοντάς του ότι η «αρρενωπή οντολογία» του αφενός αποσπά το συμβάν (απόλαυση) από το είναι (επιθυμία) και αφετέρου προσκολλάται στα κανονιστικά σημαίνοντα «άνδρας» και «γυναίκα», αντί να στοχάζεται τις δυνατότητες πολλαπλών ενδοδιαφοροποιήσεων και μείξεων του φύλου, που δεν ανάγονται στη «σκηνή του Δύο» και δεν κωδικοποιούνται μέσω αυτής. Σύμφωνα με τον ίδιο κριτικό, οι αποκλίσεις από τον διάφυλο κανόνα (τη «φύση») υπήρξαν ανέκαθεν ίδιον της «τεχνολογίας του έρωτα», που ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή της τεχνικής του χειρουργικού νυστεριού και της χημείας των ορμονών μάς μεταθέτει πέραν του κανονικού και του παθολογικού, ενώ την ίδια στιγμή μάς καλεί σε άλλες, καινοφανείς «επινοήσεις του έρωτα». Ποτέ δεν υπήρξαμε τόσο «πολύμορφα διεστραμμένοι» όσο στη σημερινή εποχή. Αυτές τις «λοξές» επινοήσεις του έρωτα θα τις δεχόταν άραγε ο Μπαντιού;