«Γιατί να σου δώσω συνέντευξη; Όλοι οι δημοσιογράφοι είστε λογοκλόποι. Γιατί να σου δώσω τον χρόνο μου»;
Ο διαβόητος σκηνοθέτης Σαμ Πέκινπα είχε αφήσει εμβρόντητο τον δημοσιογράφο που τον είχε επισκεφθεί για μια προκαθορισμένη συνέντευξη το 1982. Δεν είχε όμως απόλυτο άδικο. Ο δημοσιογράφος που είχε χτυπήσει το κουδούνι του είχε όντως πάει για να "κλέψει". Ο Πέκινπα είτε το γνώριζε είτε το συναισθανόταν ότι δεν στόχευε μόνο στα λόγια του. Εξού και είχε διαλέξει αυτό τον ακραίο τρόπο για να καταστήσει τον εαυτό του απρόσβλητο από την εχθρική "επίθεση". Και να φανταστεί κανείς ότι συντηρείται ακόμα η παρεξήγηση πως η συνέντευξη είναι ένα εύκολο δημοσιογραφικό είδος...
Βρίσκεσαι απέναντι σε έναν άνθρωπο, τον οποίο γνωρίζεις στα χαρτιά. Εκείνος ενδέχεται να μη σε ξέρει καθόλου. Χωρίς να διαθέτεις άπλετο χρόνο καλείσαι να βρεις έναν τρόπο να εισέλθεις στον εσωτερικό του κόσμο. Για να ψάξεις. Να σκαλίσεις. Να παρατηρήσεις. Να κλέψεις, τελικά, εικόνες και ατμόσφαιρες που απαρτίζουν τη ζωή και την καθημερινότητά του με εκείνον παρόντα, να γίνεται μάρτυρας της "διάρρηξης".
Όχι, η συνέντευξη δεν είναι ένα "εύκολο" δημοσιογραφικό είδος. Η μεγαλύτερη δυσκολία της όμως είναι και όλη η γοητεία της: αν και ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις με ακρίβεια τι άνθρωπο θα συναντήσεις, πρέπει κάθε φορά να είσαι σε θέση να τον αντιμετωπίσεις".
Τάδε έφη η γεννηθείσα το 1973 στην Αθήνα Μαριλένα Αστραπέλλου στην εισαγωγή του βιβλίου της «Πρόσωπα» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις, ένα βιβλίο με εικοσιοκτώ συνεντεύξεις προσώπων από την ελίτ της διανόησης και της τέχνης.
Η Μαριλένα Αστραπέλλου εργάζεται ως αρθρογράφος στο ΒΗmagazino –όπου πρωτοδημοσιεύτηκαν οι συνεντεύξεις που περιλαμβάνονται στην παρούσα έκδοση–, καθώς και σε άλλα περιοδικά του Βήματος.
Οι συνεντευξιαζόμενοι;
Τζορτζ Λόης, Ντόρις Λέσινγκ, Σωτήρης Δημητρίου, Ραλφ Στέντμαν, Γκίλμπερτ, Τζορτζ, Ορχάν Παμούκ, Ναν Γκόλντιν, Πίτερ Γκρίναγουεϊ, Φίλιπ Ροθ, Τζόναθαν Κόου, Αντρέ Ασιμάν, Ίαν Ράνκιν, Μωρίς Αττιά, Ρομέο Καστελούτσι, Ντέϊμιαν Χέρστ, Πάουλ Βεράχεν, Ενρίκε Βίλα - Μάτας, Αλέξανδρος Νεχαμάς, Φραν Λίμποβιτς, Τζέφρυ Ευγενίδης, Ντον ΝτεΛίλλο, Ντάνιελ Μέντελσον, Θωμάς Μοσχόπουλος, Ελί Βιζέλ, Μάριο Βάργκας Λιόσα, Τζον Λε Καρέ, Διονύσης Φωτόπουλος... Προσωπικότητες μοναδικές, ισχυρές, γοητευτικές, δεξαμενές ανεξάντλητης δημιουργικότητας.
Όπως έχει γράψει η Βασιλική Ζιώγα σε άρθρο της στο Βήμα για το βιβλίο:
Ο δημοσιογράφος περνάει από διάφορα στάδια: αρχικά ερευνά τη δουλειά και τη ζωή του συνεντευξιαζόμενου, στη συνέχεια «φεύγει» για ένα ταξίδι προς το άγνωστο, καθώς δεν μπορεί πάντα να ξέρει τι τον περιμένει και στο τέλος καλείται να γίνει ψυχολόγος ενός ανθρώπου που δεν έχει συναντήσει ποτέ ξανά στη ζωή του. «Ολοι είναι αρνητικά προκατειλημμένοι απέναντι στους δημοσιογράφους, γιατί φοβούνται ότι θα διαστρεβλώσουν αυτά που θα πουν. Δεν χρειάζεται επιθετικότητα, πρέπει να ξεκινήσεις από την αφορμή της επικαιρότητας –τη νέα τους δουλειά- και μετά να προχωρήσεις και σε άλλου είδους ερωτήσεις» επισημαίνει.
Πρόκειται πράγματι για ένα συναρπαστικό ταξίδι στα άδυτα του ανθρώπινου ψυχισμού, το οποίο μπορεί να ξεκινάει από την εντατική μελέτη που πάντα προηγείται της συνάντησης, αλλά ολοκληρώνεται μόνο όταν κοιτάξεις τον άλλο στα μάτια. «Είναι πολύ ωραίο να τους βλέπεις πώς σκέφτονται και να σου λένε για τη ζωή. Μέσα από αυτά που λένε σε βοηθάνε και σου αλλάζουν τη θεώρηση που έχεις για τον κόσμο. Πόσο μάλλον όταν συναντάς ανθρώπους που είναι μεγάλης ηλικίας και παραμένουν τόσο ζωντανοί! Φεύγεις από τη συνέντευξη και τα βλέπεις όλα διαφορετικά».
Αν θα έπρεπε να ξεχωρίσει μία από τις 28 σημαντικές προσωπικότητες που γέμισαν με τα λόγια τους το βιβλίο, τότε θα επέλεγε τον αμερικανό συγγραφέα Φίλιπ Ροθ, «επειδή τον θαυμάζω πολύ και φοβόμουν για το πώς θα πήγαινε η συνέντευξη». Οσο για τον πιο ζόρικο από όλους, αυτός ο «τίτλος» πάει στον τούρκο συγγραφέα Ορχάν Παμούκ, «επειδή είναι πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα και στην αρχή ήταν κάπως επιθετικός». Εκεί βέβαια είναι που κερδίζει η εμπειρία, αλλά και η ικανότητα να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου ανέπαφη και τα αντανακλαστικά της σκέψης σου δυνατά.
«Μετά από κάθε συνέντευξη σκέφτεσαι ότι θα μπορούσες να είχες κάνει και άλλα. Ετσι μαθαίνεις όμως. Και για κάθε ένα ναι που έχεις από κάποιον που θέλεις να του μιλήσεις, δέχεσαι και άλλα δέκα όχι», καταλήγει.