Πολλά έχουν γραφεί και εξακολουθούν να γράφονται για το μείζον θέμα των ελληνικών υδρογονανθράκων, το οποίο δεν έχει πάψει εδώ και αρκετό καιρό να πρωταγωνιστεί, άλλοτε έκδηλα και άλλοτε κατά τρόπο λανθάνοντα, στη θεματολογία της εγχώριας ειδησεογραφίας.
Τα αποσπάσματα που ακολουθούν προέρχονται από εκτενές άρθρο του ειδικού επιστήμονα σε ζητήματα περιβάλλοντος και ενέργειας, Λεωνίδα Πετράκη, με τίτλο «τα ελληνικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων: φαντασίωση vs πραγματικότητας», το οποίο δημοσιεύτηκε – μεταφρασμένο από τα αγγλικά από τον Στέφανο Θεοδωρίδη – στο 2ο τεύχος (Ιούνιος) του νεότευκτου και αξιόλογου ελληνικού on line περιοδικού chronosmag.eu.
Ο Λεωνίδας Πετράκης έλαβε το διδακτορικό του στη Φυσική Χημεία από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας (Μπέρκλεϋ). Έχει διδάξει σε διάφορα πανεπιστήμια (Η.Π.Α., Γαλλία, Ελλάδα). Διετέλεσε επικεφαλής τμήματος και ανώτερος επιστήμονας στο Εθνικό Εργαστήριο του Μπρουκχέηβεν, ενώ έχει εργαστεί και στον ιδιωτικό τομέα. Ειδικεύεται στην ενέργεια και τα περιβαλλοντολογικά ζητήματα και έχει γράψει, συγγράψει ή συνεπιμεληθεί έξι βιβλία και περισσότερες από 150 μελέτες σε μεγάλα επιστημονικά έντυπα.
Ακολουθούν αποσπάσματα του άρθρου:
«Οι υδρογονάνθρακες έχουν γίνει απαγορευτικά ακριβοί για τους Έλληνες, καθώς το κόστος θέρμανσης και μετακίνησης με τα μέσα μαζικής μεταφοράς αυξάνεται ενώ τo εισόδημα μειώνεται. Ταυτόχρονα, τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στα οποία ευελπιστεί η χώρα, διαφημίζονται ως δυνητική πανάκεια για τα οικονομικά δεινά της, ως αφετηρία για ένα νέο ξεκίνημα που υπόσχεται φθηνότερη ενέργεια και μαζί εξαγωγή του όποιου πλεονάσματος στην πεινασμένη για ενέργεια Ευρώπη. Επιπλέον, θεωρείται ότι τα κοιτάσματα θα συμβάλουν στην εξάλειψη του τεράστιου χρέους της χώρας και θα προσφέρουν μια στέρεη βάση για την οικονομική της ανάπτυξη και ευημερία. Μάλιστα, το ζήτημα αυτό αναπαράγεται συστηματικά και από τους ειδικούς και από τους αρθρογράφους των Μ.Μ.Ε., οι οποίοι προσπαθούν είτε να επιβεβαιώσουν την πραγματική αξία του εθνικού αυτού πλούτου είτε να αποκαλύψουν ξένες συνωμοσίες που αποσκοπούν στην ιδιοποίησή του. Το ενδιαφέρον για τα ελληνικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων έχει εντείνει η ανακάλυψη κοιτασμάτων στα ανοιχτά των κυπριακών ακτών, με αποτέλεσμα να μπαίνουν στο παιχνίδι τρίτοι, όπως η Deutsche Bank, οι οποίοι επαναλαμβάνουν ή διογκώνουν τα καλά νέα. Αυτή η υπερβολική ευφορία εστιάζει στο όφελος που θα προκύψει και στην ταχύτητα με την οποία τα κέρδη από τα κοιτάσματα αυτά θα γεμίσουν τα κρατικά ταμεία, καθώς οι πιο αισιόδοξοι υπολογισμοί μιλούν για τρισεκατομμύρια ευρώ μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια».
«[...] Το 1970 οι Η.Π.Α. κάλυψαν το 40% των αναγκών τους σε πετρέλαιο μέσω εισαγωγών πληρώνοντας 35 σεντς το γαλόνι, ενώ αυτή τη στιγμή οι εισαγωγές έχουν φτάσει το 65% και η τιμή της βενζίνης έχει δεκαπλασιαστεί. Η ζοφερή αυτή εικόνα της ισχυρότερης χώρας του κόσμου δείχνει την τρομακτική πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα καθώς και άλλες φτωχές χώρες. Μάλιστα, οι προοπτικές που διαγράφονται κάθε άλλο παρά ευοίωνες είναι, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι οι Η.Π.Α. ξεκίνησαν από απλά πηγάδια που ανέβλυζαν άφθονο πετρέλαιο, και σήμερα έχουν στη διάθεσή τους ένα πανίσχυρο οπλοστάσιο που τους εξασφαλίζει επιτυχία: εντυπωσιακές δημόσιες και ιδιωτικές πρωτοβουλίες (τη στιγμή που η Ελλάδα διαλύει το ούτως ή άλλως περιορισμένης δυναμικής Ι.Γ.Μ.Ε. – Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών), καθώς και τεράστιους οικονομικούς πόρους που προσφέρονται σε επενδύσεις. Φυσικά όλα αυτά αποσκοπούν στο κέρδος και ενδεχομένως να οδηγήσουν σε σύγκρουση με τα κατά τόπους εθνικά συμφέροντα, κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε, ειδικά αν λάβουμε υπόψη τις πρόσφατες συμφωνίες που υπέγραψαν οι Έλληνες στην απελπισμένη προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν την τελευταία δόση από την τρόικα.
Οι πρώτες έρευνες για τους υγρούς υδρογονάνθρακες της Ελλάδας πραγματοποιήθηκαν το 1860, έναν χρόνο μετά από αυτές στις Η.Π.Α., όμως η πορεία τους είναι πολύ διαφορετική. Εκείνες οι πρώτες έρευνες επικεντρώθηκαν στο Ιόνιο Πέλαγος, κοντά στη Ζάκυνθο, όμως από εμπορική άποψη τα ευρήματα ήταν αδιάφορα. Στη συνέχεια, προσπάθειες να εντοπιστούν υδρογονάνθρακες στον ελληνικό χώρο (ορισμένες εν κρυπτώ, καθώς φαίνεται) έγιναν από τη δεκαετία του 1960 και μετά. Περισσότερες από διακόσιες πετρελαιοπηγές έχουν διανοιχτεί συνολικά, με πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα στην περίπτωση του Πρίνου. Η παραγωγή της συγκεκριμένης πετρελαιοπηγής –η οποία είναι δαπανηρή, αφού οι πηγές της φτάνουν σε βάθος 3.000 μέτρων– έφτασε στο ζενίθ της κατά τα τέλη του '80, ενώ σήμερα ανέρχεται σε λιγότερο από 2.000 βαρέλια τη μέρα που καλύπτουν λιγότερο από το 1% των ενεργειακών αναγκών της χώρας.
Το πρόσφατο πανδαιμόνιο γεωτρήσεων επικεντρώθηκε για άλλη μια φορά στο Ιόνιο Πέλαγος, αλλά και στη δυτική ηπειρωτική χώρα και στα νότια της Κρήτης, και στηρίχτηκε κατά κύριο λόγο στην ύπαρξη γεωλογικών σχηματισμών παρόμοιων με εκείνους της Βενεζουέλας που ευνοούν την παγίδευση ορυκτών καυσίμων. Ωστόσο και μόνο η ύπαρξη ευνοϊκών σχηματισμών δεν εγγυάται απαραίτητα ότι υπάρχουν και κοιτάσματα. Για να επαληθευτεί η ύπαρξη και η ποιότητα τέτοιων κοιτασμάτων απαιτούνται γεωτρήσεις. Νέες τεχνικές (ανάκλαση σεισμικών κυμάτων) προσφέρουν τρισδιάστατους χάρτες πιθανών κοιτασμάτων και καθοδήγηση για τα σημεία που πρέπει να γίνουν οι γεωτρήσεις. Όμως η γεώτρηση είναι δαπανηρή και πολύ πιο επικίνδυνη όσο αυξάνεται το βάθος της πηγής. Μέχρι και 60% αυτών των βαθιών πηγών που έχουν τσιμενταριστεί, μετά από καιρό εμφανίζουν ρωγμές και κατά συνέπεια διαρροή πετρελαίου. Νότια της Κρήτης, καθώς και στο Ιόνιο Πέλαγος (ο πειραματικός ανιχνευτής νετρίνων NESTOR [Neutrino Extended Submarine Telescope with Oceanographic Research] βρίσκεται δυτικά της Πύλου, 4.000 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας), υπάρχουν ορισμένα από τα βαθύτερα σημεία της Μεσογείου. Δύσκολα λοιπόν μπορεί κανείς να είναι αισιόδοξος όσον αφορά την προοπτική τα έσοδα από τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων να γεμίσουν σύντομα το εθνικό θησαυροφυλάκιο»
[...] Η Ελλάδα βρίσκεται αυτή τη στιγμή μπροστά σε δίλημμα: στη μία περίπτωση μπορεί να ενδώσει στο τραγούδι των σειρήνων (βλέπε υδρογονάνθρακες) και να αποκομίσει έτσι αμφίβολα κέρδη για μερικά χρόνια, διακινδυνεύοντας μια πιθανή οικολογική καταστροφή την επαύριον της οποίας θα εξακολουθεί –παρ' όλα αυτά– να χρωστά και να βρίσκεται με υποθηκευμένες τις πλουτοπαραγωγικές πηγές και την εθνική της κυριαρχία· ένας επαίτης που ικετεύει για την έγκριση της επόμενης δόσης. Η άλλη δυνατότητα είναι να επιλέξει τολμηρές, πραγματικά καινοτόμες προσεγγίσεις ώστε να ανταποκριθεί στις ενεργειακές της ανάγκες χρησιμοποιώντας τις δικές της ανεξάντλητες και ανέξοδες πηγές (ηλιοφάνεια και ευνοϊκοί άνεμοι) και, σε συνδυασμό με πολιτικές προστασίας του περιβάλλοντος, να δείξει τον δρόμο προς μια πιο βιώσιμη ευημερία και αληθινή ενεργειακή αυτοτέλεια. Η Γερμανία, της οποίας το κλίμα είναι σαφώς λιγότερο ευνοϊκό από εκείνο της Ελλάδας, έχει ήδη τεράστιες εγκαταστάσεις φωτοβολταϊκών στοιχείων και, όπως και η Σουηδία, εγκαταλείπει την πυρηνική ενέργεια (η οποία κάποτε διαφημιζόταν ότι θα προσφέρει τόσο φτηνή ηλεκτρική ενέργεια ώστε δεν θα μας απασχολεί ούτε να τη μετράμε!)».
Για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο, πατήστε εδώ.