Στην πλήρη αμφισβήτηση της ελληνικής ανάκαμψης προχώρησαν οι Financial Times, με αφορμή την αποβολή της χώρας από τον παγκόσμιο χρηματιστηριακό δείκτη MSCI, ο οποίος όπως αναφέρεται έγινε αποδεκτός με αρνητικά σχόλια από τους επενδυτές, με το δημοσίευμα να αναφέρει ότι «η χώρα θα βγει από το λάκκο για να ξαναχαντακωθεί μόνη της».
Στο δημοσίευμα, γίνεται αναφορά στην υποβάθμιση της χώρας από τον δείκτη MSCI σε αναπτυσσόμενη αγορά, με τους Financial Times να μιλούν για επιβεβαίωση αυτού «που όλοι γνώριζαν: Η Ελλάδα είναι μια καταδυόμενη αγορά».
Στη συνέχεια, το δημοσίευμα κάνει λόγο για την «αρνητική αντίδραση» που είχαν οι επενδυτές για την αποβολή της χώρας από το παγκόσμιο χρηματιστήριο, σε συνδυασμό μάλιστα με την νέα πολιτική αναταραχή, όπως επισημαίνεται, ενώ παράλληλα γίνεται λόγος για απώλειες στον χρηματιστηριακό δείκτη των Αθηνών, οι οποίες έφθασαν μέσα σε 4 εβδομάδες το 20%.
Το δημοσίευμα καταλήγει αναφέροντας πως ενδεχομένως να υπάρξουν πτωτικές πιέσεις, δεδομένου μάλιστα ότι το αυτοανακηρυσσόμενο «grecovery» αμφισβητείται.
Το δημοσίευμα των Financial Times:
«Το grecovery και το χαντάκι που σκάβει η Ελλάδα για τον εαυτό της. Πόσα κεφάλαια έρχονται και πόσα φεύγουν από την υποβάθμιση της χώρας σε αναπτυσσόμενη αγορά. Τι θα πράξουν τα παθητικά funds και τα κεφάλαια ενεργητικής διαχείρισης.
Ο MSCI επιβεβαίωσε αυτό που όλοι γνώριζαν: η Ελλάδα είναι μία καταδυόμενη αγορά. Ο MSCI επισήμως αναθεώρησε την κατάταξή της από τις ανεπτυγμένες στις αναδυόμενες και αυτό πιθανότατα δεν χαροποιεί κανέναν – εκτός ίσως από τους μετόχους.
Όσοι διαφημίζουν τις αναδυόμενες αγορές επισημαίνουν ότι είναι χώρες με χαμηλότερο χρέος και καλύτερη διακυβέρνηση, εν αντιθέσει με ό,τι ισχύει στη Δύση.
Οι διαχειριστές κεφαλαίων χρειάζονται ένα νέο παιχνίδι.
Στην Ελλάδα, ο συνδυασμός της νέας πολιτικής αναταραχής και της αποβολής από το βασικό παγκόσμιο χρηματιστηριακό δείκτη έγινε αρνητικά αποδεκτός από τους επενδυτές. Ο ΟΤΕ, μία από τις δύο ελληνικές εταιρίες που μετέχουν στον MSCI Word, υποχώρησε κατά 7%, ενώ ο ΟΠΑΠ – η δεύτερη – κατέγραψε οριακές απώλειες. Συνολικά, ο χρηματιστηριακός δείκτης στην Αθήνα υποχώρησε κατά 3%, αλλά σε διάστημα 4 εβδομάδων η πτώση ξεπερνά το 20%, ενώ οι αποδόσεις των 10ετών ομολόγων βρίσκονται και πάλι πάνω από το 10%.
Πέρα από τις πολιτικές διαμάχες, η αλλαγή δείκτη θα έπρεπε να είναι καλή για την Ελλάδα. Οι επενδυτές που επικεντρώνονται στις προηγμένες οικονομίες δυσαρεστούνται με την πολιτική αστάθεια, την κρατική χρεοκοπία και τις διαδηλώσεις. Για τους σπεσιαλίστες των αναδυόμενων αγορών, αυτά είναι μέρος της καθημερινότητάς τους.
Επιπλέον, η υψηλότερη στάθμιση της Ελλάδας στον δείκτη των αναπτυσσόμενων αγορών θα αναγκάσει τα παθητικά funds να τοποθετήσουν στη χώρα περισσότερα κεφάλαια από εκείνα που θα αποσύρουν οι επενδυτές των ανεπτυγμένων. Η ΗSBC εκτιμά ότι η χώρα θα χάσει 194 εκατ. δολ. και θα κερδίσει λίγο παραπάνω από 1 δισ. δολ. όταν θα τεθούν οι αλλαγές σε ισχύ το Νοέμβριο.
Δυστυχώς, το πιθανότερο σενάριο είναι ότι πρώτα θα γίνουν οι πωλήσεις, οπότε ενδεχομένως να υπάρξουν πτωτικές πιέσεις, δεδομένου μάλιστα ότι το αυτοανακυρησσόμενο «grecovery» αμφισβητείται.
Αυτές οι παθητικές αγορές πιθανότατα θα αμφισβητηθούν από επενδυτές ενεργητικής διαχείρισης (active investors): Εάν θέλεις αναδυόμενες αγορές, τότε γιατί να αγοράσεις Ελλάδα; Η χώρα θα βγει από το λάκκο για να ξαναχαντακωθεί από μόνη της. Τα παθητικά κεφάλαια έχουν ήδη απορριφθεί από τους manager εντατικής διαχείρισης ως ακατάλληλα λόγω ελλιπούς έρευνας στον αναδυόμενο κόσμο.
Οι active managers, όμως, παίζουν στις αναδυόμενες το ίδιο παιχνίδι μηδενικού αθροιστικού αποτελέσματος που παίζουν σε όλο τον κόσμο. Όπως επισημαίνει και η Blackrock (η οποία έχει funds παθητικά, αλλά και ενεργητικής διαχείρισης), ο μέσος εντατικός επενδυτής αποδίδει μηδενική υπεραπόδοση και στις αναδυόμενες αγορές».