Η μακρά ιστορία της κρατικής τηλεόρασης είναι γεμάτη εντάσεις, πολιτικές παρεμβάσεις και συνδικαλιστικές ακρότητες, γράφει η γνωστή τηλεκριτικός Πόπη Διαμαντάκου στην Καθημερινή, σε ένα άρθρο που σπάει κόκαλα.
Ιστορία γεμάτη δράματα, εντάσεις, αιφνίδιες πολιτικές παρεμβάσεις και συνδικαλιστικές ακρότητες της εγχώριας κρατικής τηλεόρασης, η οποία ποτέ κατ' ουσίαν δεν κατάφερε να λειτουργήσει ως «δημόσια» αφού παρέμεινε κατά το γράμμα και το πνεύμα του νόμου της λειτουργίας της εξαρτημένη όχι μόνο από το εκάστοτε κυβερνητικό κόμμα, αλλά και δέσμια των κομματικών νοοτροπιών ολόκληρου του πολιτικού φάσματος. Μέχρι το βράδυ της 11ης Ιουνίου 2013, που το μαύρο στην οθόνη και των τριών καναλιών της -κατόπιν κυβερνητικής εντολής- φάνηκε να δίνει ένα θεατρικό φινάλε, μοναδικό στην ιστορία των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών της Ευρώπης, σε ένα μιντιακοπολιτικό, σαπουνοπερικό θρίλερ που διήρκεσε με αλλεπάλληλες κορυφώσεις, χωρίς ποτέ να οδηγηθεί σε πραγματική ανατροπή, τέσσερις δεκαετίες. Για την ακρίβεια, από τη νύχτα της 24ης Ιουλίου του 1974, όταν μετά την ορκωμοσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή στη Βουλή εμφανίστηκε για τελευταία φορά το πουλί της χούντας στην οθόνη τής τότε ΕΙΡΤ, μέχρι το βράδυ της περασμένης Τρίτης.
Για να είμαστε συνεπείς με την Ιστορία, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι η εγχώρια τηλεόραση γεννήθηκε κατ' ουσίαν και διαμορφώθηκε κατά τη χουντική επταετία ως μέσον προπαγάνδας του καθεστώτος, με ό,τι συνεπάγεται μια τέτοια τερατογένεση για τις αντιλήψεις που περιέβαλλαν τη λειτουργία της. Αντιλήψεις ευανάγνωστες και κατακριτέες μεν από τους δημοκρατικά φρονούντες της μεταπολιτευτικής μέθης, που όμως, τελικώς, συντηρήθηκαν σε όλους σχεδόν τους πολιτικούς χώρους και δη τους εναλλασσόμενους κατόπιν στην εξουσία, σαν ένα είδος εφεδρικού ιζήματος αυταρχισμού, το οποίο κυριαρχούσε σε κάθε «κοκτέιλ» αναδιάρθρωσης της ΕΡΤ από την πλευρά της εκάστοτε κυβέρνησης και σε κάθε είδους παρέμβαση ή αντίδραση από την πλευρά σύμπασας της αντιπολίτευσης.
Η αφετηρία της σύγχρονης ιστορίας της ΕΡΤ, που την τοποθετούμε όταν ακόμη στον τόπο βοούσαν τα ενθουσιώδη κορναρίσματα υποδοχής του δημοκρατικού ονείρου, υπήρξε φιλόδοξη και ελπιδοφόρα. Φάνηκε με την πρώτη συγκρότηση της διοίκησής της ότι, όπως όλοι οι ευρωπαϊκοί ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί, θα διαμορφώσει μια εθνική αντίληψη για τον πολιτισμό θέτοντας τον πήχυ της κουλτούρας στο ύψος των ονομάτων που ανέλαβαν να σφραγίσουν τη νέα, δημοκρατική της εκκίνηση. Ωστόσο, επειδή πάντα η ιστορία της ΕΡΤ τραβούσε την προσοχή στα ονόματα και όχι στην πολιτική ουσία που ήταν η θεσμική κατοχύρωση της λειτουργίας της, όσο σπουδαίοι και αν ήταν εκείνοι οι πρώτοι διοικητές της, η επιλογή τους κάθε άλλο παρά κριτήρια θεσπισμένα με νόμο ακολούθησε. Εγινε με βάση τις προσωπικές σχέσεις, προτιμήσεις και αντιλήψεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Ετσι βρέθηκε στο τιμόνι της ΕΙΡΤ -η ΥΕΝΕΔ λειτούργησε ως γνωστόν υπό στρατιωτικό καθεστώς μέχρι το 1982- ο Δημήτρης Χορν, με αναπληρωτή τον τότε διευθυντή της Ντόιτσε Βέλε, Παύλο Μπακογιάννη. Τη ραδιοφωνία ανέλαβε ο Μάνος Χατζιδάκις και πρόεδρος του Δ.Σ. αυτοπροσώπως ο Οδυσσέας Ελύτης, ενώ μέλη του ήταν ο Παντελής Βούλγαρης, ο Παύλος Ζάννας, ο Γιώργος Βέλτσος, ο Τάκης Τσίρος, η Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ, η Καίη Τσιτσέλη, ο Λέων Λοΐσιος. Ηδη εκείνη η διοίκηση παρέλαβε χρεωμένη την τηλεόραση (περίπου 1,5 δισ. δρχ.) και σύμπαν το προσωπικό, περίπου δύο χιλιάδες υπαλλήλους -οι περισσότεροι χωρίς ειδίκευση- χωρίς καμία περαιτέρω αλλαγή.
Υπό την επήρεια της ευφορίας για το «άγγιγμα» του Χορν που επέλεγε νέους παρουσιαστές με όρο την άρτια άρθρωση και εκφορά του λόγου, της εμπιστοσύνης για τον εκδημοκρατισμό της ενημέρωσης στο πρόσωπο του Μπακογιάννη και της συγκίνησης για το χατζιδακικό πνεύμα που θα διαμόρφωνε το ραδιόφωνο, παραμερίστηκε ένα κορυφαίο θεσμικό κενό, η θέσπιση διαχρονικών κριτηρίων για την επιλογή των προσώπων της διοίκησης, ώστε να διασφαλιστεί ο δημοκρατικός έλεγχος της εκάστοτε επιλογής τους.
Δυστυχώς, αυτό ακριβώς αποδείχθηκε το μοιραίο κενό κουλτούρας στη λειτουργία μιας πραγματικά δημόσιας τηλεόρασης, με τραγικά και συχνά τραγελαφικά επεισόδια, που κόστισαν μέχρι σήμερα την αξιοπιστία της ΕΡΤ, δημιουργώντας ένα ισχυρό έλλειμμα εμπιστοσύνης.