Ενας ξεχασμένος πάπυρος ηλικίας 1.200 ετών εξιστορεί τη σταύρωση του Ιησού με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο από αυτόν που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με την Daily Mail, στις γραμμές του αρχαίου παπύρου, ο άνθρωπος που έγραψε το κείμενο υποστηρίζει πως ο Ιησούς είχε τη δυνατότητα να αλλάζει μορφή και περιγράφει πως το βράδυ που συνελήφθη από τους Ρωμαίους, δειπνούσε όχι με τους μαθητές του, αλλά με τον άνθρωπο που τον είχε καταδικάσει, τον Πόντιο Πιλάτο, ο οποίος προσφέρθηκε να θυσιάσει τον δικό του γιο στη θέση του Ιησού.
Η μετάφραση του κειμένου αποκαλύπτεται στη δημοσιότητα για πρώτη φορά μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του καθηγητή Ιστορίας Roelof van den Broek, του πανεπιστημίου της Ουτρέχτης στην Ολλανδία.
Η περιγραφή της προδοσίας από τον Ιούδα αποδίδει στον Ιησού μοναδικές ικανότητες. Χαρακτηριστικά αναφέρει πως ο μαθητής του που τον πρόδωσε τον φίλησε όχι σε μια πράξη ενοχής ή συγχώρεσης αλλά για να αποκαλύψει στους Ρωμαίους στρατιώτες ποιος ήταν στην πραγματικότητα ο Ιησούς καθώς συνεχώς άλλαζε μορφή.
«Οι Εβραίοι είπαν στον Ιούδα. Πώς θα τον συλλάβουμε αφού μπορεί και αλλάζει συνέχεια τη μορφή του; Κάποιος φορές είναι κοκκινωπός, κάποιες λευκός, κάποιες μελαχρινός, κάποιες φορές είναι νέος και άλλες ηλικιωμένος...»
Η δυνατότητα του να αλλάζει μορφή δεν είναι η μόνη ανεξήγητη ικανότητα του Ιησού σύμφωνα με το αρχαίο χειρόγραφο. Στο κείμενο ο συγγραφέας υποστηρίζει πως τη νύχτα πριν από τη σταύρωση, ο Ιησούς δείπνησε μαζί με τον Πόντιο Πιλάτο, με τον δικαστή να προσφέρει μάλιστα να θυσιάσει το γιο του για να πάρει τη θέση του Μεσσία στο Σταυρό, μια πρόταση που ο Χριστός θα την αρνηθεί εξηγώντας στον Πιλάτο πως αν ήθελε θα μπορούσε να ξεφύγει από τη μοίρα και το θάνατό του.
«Ο Πιλάτος κοίταξε τον Ιησού και ξαφνικά εξαφανίστηκε από μπροστά του. Δεν μπορούσε να τον δει για πολύ ώρα...»
Το χειρόγραφο ηλικίας 1.200 ετών έχει γραφτεί σύμφωνα με τους ερευνητές από έναν μοναχό του μοναστηρίου του Αγίου Μιχαήλ στην έρημο του Καΐρου. Το έγγραφο ανακαλύφθηκε το 1910 και το αγόρασε η JP Morgan, για ένα διάστημα φυλάχθηκε στη Βιβλιοθήκη της JP Morgan η οποία στη συνέχεια έδωσε όλες τις συλλογές της στο μουσείο της Νέας Υόρκης.