Την ενότητα της Ευρωζώνης και την σταθερότητα του κοινού νομίσματος υπερασπίζονται πέντε διακεκριμένοι Γερμανοί οικονομολόγοι με κείμενό τους, το οποίο δημοσιεύεται στην «Sueddeutsche Zeitung», ενώ παράλληλα αναγνωρίζουν και την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην Ελλάδα, στον τομέα της ανταγωνιστικότητας.
Οι Μαρσέλ Φράτσερ, Κλέμενς Φούεστ, Χανς Πέτερ Γκρύνερ, Μίχαελ Χούτερ και Γιεργκ Ρόχολ υποστηρίζουν ότι παρά τις δυσκολίες, μόνο η ενότητα της Ευρωζώνης μπορεί να διασφαλίσει την ευημερία και την σταθερότητα στην Γερμανία, αλλά και σε ολόκληρη την ζώνη του κοινού νομίσματος.
Ωστόσο, προειδοποιούν για τις αρνητικές επιπτώσεις ενδεχόμενης προσωρινής αποχώρησης κρατών από το ευρώ, κάνοντας λόγο για κατάρρευση της οικονομίας των εν λόγω χωρών, διακοπή των μεταρρυθμίσεων, διαφυγή κεφαλαίων και ανυπολόγιστες πολιτικές συνέπειες για την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά.
Οι οικονομολόγοι τονίζουν επίσης ότι εάν μια χώρα επέστρεφε στο εθνικό της νόμισμα, οι αγορές θα στρέφονταν αμέσως εναντίον του νέου νομίσματος και τότε οι οικονομικές και οι κοινωνικές συνέπειες για την συγκεκριμένη χώρα θα ήταν ακόμη δυσμενέστερες.
Ως εναλλακτική στην διάλυση της νομισματικής ένωσης, οι Γερμανοί επιστήμονες εκτιμούν μόνον την προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης μέσω της διατήρησης του κοινού νομίσματος. «Θα είναι δύσκολο και θα χρειαστεί χρόνος, ενώ θα απαιτηθεί υψηλό επίπεδο πειθαρχίας από την πλευρά της πολιτικής και υπομονή. Κεντρικής σημασίας θα είναι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας στις χώρες υπό κρίση ώστε να δημιουργηθεί νέα ανάπτυξη. Χρειάζεται χρόνος, αλλά είναι εφικτό, όπως δείχνει το παράδειγμα της Ιρλανδίας και η πρόοδος που έχει σημειωθεί σε άλλες περιφερειακές χώρες. Έτσι έπεσε και η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία στην βάση του κόστους εργασίας ανά μονάδα από το 2009 κατά 20% στην Ελλάδα», τονίζουν.
«Δεν υπάρχει εγγύηση για καλή έκβαση. Αυτό όμως δεν μπορεί να αποτελεί λόγο υπέρ της επιλογής της δραματικά χειρότερης εναλλακτικής, δηλαδή της διάλυσης της Ευρωζώνης, διότι, σε αυτή την περίπτωση, οι οικονομικοί και οι πολιτικοί κίνδυνοι, όπως και το αναμενόμενο κόστος, όχι μόνο για την Γερμανία αλλά και για ολόκληρη της Ευρώπη, είναι πολύ μεγαλύτεροι, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα», αναφέρουν οι οικονομολόγοι στο κείμενό τους.