Στον ρατσιστικό τρόπο σκέψης της Χρυσής Αυγής εναντίον της γυναίκας αναφέρθηκε η δημοσιογράφος Ελλη Στάη μιλώντας στο γερμανικό περιοδικό Focus και εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους της επιτέθηκε το κόμμα του Νίκου Μιχαλολιάκου.
«Ανοιξαν πυρ όταν αναφέρθηκα στην Χρυσή Αυγή ως "νεοναζιστική ακροδεξιά". Εγώ απλώς αναπαρήγαγα την ιδεολογική ταυτότητα την οποία φανερώνουν τα στελέχη του κόμματος με την υπογραφή τους κάτω από πολυάριθμα κείμενα, καθώς και την ταυτότητα την οποία επιδεικνύουν με την καθημερινή ακραία πρακτική τους», δηλώνει η κυρία Στάη και προσθέτει ότι «η Χρυσή Αυγή ενοχλήθηκε επειδή θέλει να κρύβει προσεκτικά αυτή την "νεοναζιστική" αντίληψη από τους απλούς πολίτες».
«Φορούν την μάσκα του υποτιθέμενου "δίκαιου εκδικητή" προκειμένου να παρασύρουν μια αδύναμη και τρομοκρατημένη κοινωνία», τονίζει και ως μοναδικό τρόπο άμυνας εναντίον του φαινομένου αναφέρει «το να μην παραδοθούμε στον φόβο και να μην σιωπούμε». «Πρέπει να στηλιτεύουμε και να αποκαλύπτουμε. Πρέπει να παλέψουμε ώστε να πέσουν όλες οι μάσκες. Πρέπει να σπάσουμε το τσόφλι ώστε το αυγό του φιδιού να αποκαλυφθεί», δηλώνει η δημοσιογράφος.
Ανήμπορη και διχασμένη η ελληνική κυβέρνηση
Η Ελληνίδα δημοσιογράφος τοποθετείται και για τις κινήσεις της Νέας Δημοκρατίας και του Αντώνη Σαμαρά αναφορικά με το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο υπογραμμίζοντας ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι «ανήμπορη και απελπιστικά διχασμένη, διότι η Νέα Δημοκρατία υπό τον Αντώνη Σαμαρά απλώς αρνείται ένα αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, το οποίο θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την απαγόρευση ακραίων κομμάτων» και επισημαίνεται ότι «οι εταίροι της Νέας Δημοκρατίας στην κυβέρνηση, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ προσπαθούν εν τω μεταξύ να κερδίζουν την υποστήριξη της αντιπολίτευσης για ένα συμβατό με το ευρωπαϊκό δίκαιο νομοσχέδιο».
Η κυρία Στάη αναφέρει ακόμη ότι οι σκληρές οικονομικές κρίσεις οδηγούν συχνά σε πιο συντηρητικές κοινωνίες και σε ενίσχυση των ακροδεξιών σχημάτων, διευκρινίζει ωστόσο ότι κατά τον ίδιο τρόπο, «δεν επιτρέπεται να υπάρχει χώρος για πολιτική ισοπέδωση» και κάνει λόγο για την ανάγκη «να υπάρξει απολύτως πολιτική απάντηση»: «Κανείς δεν επιτρέπεται να αφήσει ανοιχτές τις πύλες για να μετατραπεί η κοινωνική οργή σε τυφλή βία», καταλήγει.