Τη διεύρυνση των ερευνών για την εμπλοκή του Γιώργου Παπακωνσταντίνου στην υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ και για το αδίκημα της απιστίας στην Υπηρεσία αποφάσισε η προανακριτική επιτροπή της Βουλής.
Οπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, με τα μέχρι στιγμής στοιχεία που έχει στην κατοχή της η Επιτροπή, η διαδρομή του ψηφιακού δίσκου είναι πράγματι αυτή που ισχυρίζεται ο πρώην υπουργός Οικονομικών, αλλά και ο κ. Χαλαστάνης.
Ωστόσο, σημειώνεται πως η παράδοσή του στις ελληνικές αρχές κάθε άλλο παρά άτυπη ήταν αφού πρόκειται για ενεργοποίηση διοικητικής συνδρομής, προβλεπόμενης από σύμβαση μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας και σε ευρωπαϊκή οδηγία, ενώ η παράδοση έγινε κατά τρόπο «πανηγυρικό» με διαβιβαστικό έγγραφο και υπογραφές.
Αναλυτικά η πρόταση της προανακριτικής επιτροπής:
ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΠΡΩΗΝ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Την 31/12/2012 κατετέθη στον Πρόεδρο της Βουλής πρόταση 72 Βουλευτών των κοινοβουλευτικών ομάδων ΝΔ, ΠΑ.ΣΟ.Κ και ΔΗΜ.ΑΡ, με την οποία ζητούσαν «Την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του πρώην υπουργού Οικονομικών κ. Γεώργιου Παπακωνσταντίνου για τα αδικήματα της νόθευσης εγγράφου (άρθ. 242 &2 και 3 Π.Κ.) και της παράβασης καθήκοντος (άρθ. 259 Π.Κ.) και τη συζήτηση της πρότασης αυτής στην Ολομέλεια (άρθ. 155 του Κανονισμού της Βουλής), με σκοπό τη λήψη ή μη απόφασης για τη συγκρότηση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής προς διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης». Η πρόταση αφορούσε την υπόθεση της παράδοσης ψηφιακού δίσκου (CD) από το γαλλικό Υπουργείο Οικονομικών στις ελληνικές αρχές, με περιεχόμενο ηλεκτρονικά αρχεία με ονόματα Ελλήνων καταθετών στην Τράπεζα HSBC της Ελβετίας και το ενδεχόμενο τέλεσης των παραπάνω αδικημάτων μετά την παράδοσή τους.
Η πρόταση αυτή συζητήθηκε στην Ολομέλεια της Βουλής την 17/1/2013 και έγινε δεκτή με 265 ψήφους.
Στη συνέχεια, με την υπ' αριθ. 990/22-1-2013 απόφαση του κ. Πρόεδρου της Βουλής, συγκροτήθηκε η προβλεπόμενη από το άρθ. 86 του Συντάγματος και το άρθ. 155 του Κανονισμού της Βουλής για τη διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης Επιτροπή, η οποία αποτελείται από 13 μέλη. Οι εργασίες άρχισαν την 23/1/2013 και συνεχίζονται ακόμη, μετά από αλλεπάλληλες παρατάσεις, που δόθηκαν από την Ολομέλεια της Βουλής, για την κατάθεση του πορίσματος. Σύμφωνα με την τελευταία παράταση, η οποία δόθηκε την 25/4/2013, το πόρισμα θα πρέπει να κατατεθεί μέχρι την 17/6/2013.
Κατά την ίδια ημέρα που, κατά τα ανωτέρω, συζητήθηκε η πρόταση των 72 Βουλευτών της Ν.Δ, ΠΑ.ΣΟ.Κ και ΔΗΜ.ΑΡ, συζητήθηκαν αντίστοιχες προτάσεις: α) Του Προέδρου της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – Ενωτικού Κοινωνικού Μετώπου κ. Αλ. Τσίπρα και 70 Βουλευτών του κόμματός του και β) των Προέδρων των κοινοβουλευτικών ομάδων των Ανεξαρτήτων Ελλήνων και του Λαϊκού Συνδέσμου – «Χρυσή Αυγή» κ.κ. Π. Καμμένου και Ν. Μιχαλολιάκου, όλων των Βουλευτών των κομμάτων τους και του ανεξάρτητου Βουλευτή κ. Ν. Νικολόπουλου (κοινή πρόταση), με τις οποίες ζητούσαν τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής προς διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης κατά τα ανωτέρω, μεταξύ των άλλων, και για το αξιόποινο αδίκημα της απιστίας στην υπηρεσία (άρθ. 256 περ. γ΄υποπερ. α-β Π.Κ), για το οποίο υπήρχαν ενδείξεις ενοχής, όπως υποστήριζαν, ως προς τον κ. Παπακωνσταντίνου. Ειδικότερα, ανεφέρετο στην πρόταση των Βουλευτών του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.- Ε.Κ.Μ. ότι «υπό την ιδιότητά του ως Υπουργού Οικονομικών κατά τον προσδιορισμό φόρων και εσόδων και ειδικότερα κατά την παροχή του πληροφοριακού υλικού για τον προσδιορισμό τους, με πράξεις αλλά και παραλείψεις του προκύπτουν ενδείξεις ότι ελάττωσε εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος, δηλαδή οι αναφερόμενοι καταθέτες στη λίστα Λαγκάρντ, τη δημόσια περιουσία, της οποίας η διαχείριση ήταν εμπιστευόμενη στον ίδιο, ως εποπτεύοντα στις αρμόδιες υπηρεσίες για τον προσδιορισμό και την είσπραξη δημοσίων εσόδων από τις φορολογικές αρχές. Με την ανωτέρω συμπεριφορά του, προκάλεσε ζημία στο Δημόσιο, η οποία υπερβαίνει κατά πολύ το ποσόν των 120.000 €, σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα εκτιμήσεις, που περιέχονται στη συναφή ποινική δικογραφία, ζημία η οποία αντιστοιχεί σε φόρους, που δεν έχουν εισπραχθεί μέχρι σήμερα».
Στην κοινή πρόταση των Ανεξαρτήτων Ελλήνων και Λαϊκού Συνδέσμου – «Χρυσή Αυγή», ο κακουργηματικός χαρακτήρας της απιστίας συνίστατο στο ότι ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα (αρθ.256 παρ. γ΄ υποπερ. α).
Οι προτάσεις αυτές απορρίφθηκαν, αφού δεν συγκέντρωσαν την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών (άρθ. 86& του Συντάγματος και 155&6 του Κανονισμού της Βουλής).
Σύμφωνα με το άρθρο 155&7 του Κανονισμού της Βουλής « Αν η Βουλή αποφασίσει να μη συγκροτηθεί η επιτροπή αυτή, δεν μπορεί να υποβληθεί νέα πρόταση άσκησης δίωξης, στηριζόμενη στα ίδια πραγματικά περιστατικά».
Εν προκειμένω, κατά τη διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης κατά του κ. Παπακωνσταντίνου από την Επιτροπή, η οποία συνεστήθη προς τούτο κατά τα ανωτέρω, προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις διάπραξης υπ' αυτού του αξιοποίνου αδικήματος της απιστίας στην υπηρεσία υπό τις επιβαρυντικές περιστάσεις της περιπτ. γ΄ του άρθ. 256 Π.Κ, όπως τροποποιήθηκε από τον Ν. 4055/2012.
Οι ενδείξεις αυτές στηρίζονται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στις δύο προτάσεις, οι οποίες απορρίφθηκαν από την Ολομέλεια της Βουλής, κατά την συνεδρίασή της την 17/1/2013.
Ειδικότερα:
Οι βασικοί ισχυρισμοί που προέβαλλε ο κ. Παπακωνσταντίνου, όταν του απεδίδετο ότι ολιγώρησε από πρόθεση και δεν αξιοποίησε το περιεχόμενο της λίστας Λαγκάρντ, δίνοντας άμεσα εντολή προς το Σ.Δ.Ο.Ε και τους λοιπούς ελεγκτικούς μηχανισμούς για έλεγχο, ήταν ότι αποτελούσε προϊόν υποκλοπής, ότι παρεδόθη στην χώρα μας ατύπως από την τότε Υπουργό Οικονομικών της Γαλλίας κ. Λαγκάρντ, ότι τυχόν δημοσιοποίηση του γεγονότος αυτού θα μπορούσε να διαταράξει τις σχέσεις των δύο χωρών και ότι τα δικαστήρια της Ελλάδας κατά πάσα πιθανότητα θα δικαίωναν όσους θα προσέφευγαν σ' αυτά, συνεπεία του παράνομου τρόπου κτήσης των αποδεικτικών μέσων. Οι ισχυρισμοί αυτοί ουσιωδώς επέδρασαν στην απόρριψη της πρότασης ως προς το αδίκημα της απιστίας στην υπηρεσία (άρθ. 256 Π.Κ).
Οι ισχυρισμοί, όμως, αυτοί του κ. Παπακωνσταντίνου ανετράπησαν πλήρως από το περιεχόμενο του υπό ημερομηνία 29/09/2010 εγγράφου του Υπουργείου Οικονομικών της Γαλλίας προς τον Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι, το οποίο περιήλθε στην Επιτροπή που διενεργεί ήδη προκαταρκτική εξέταση για συναφή αδικήματα, τα οποία αποδίδονται στον κ. Παπακωνσταντίνου την 15/5/2013. Το ιστορικό του εν λόγω εγγράφου έχει ως εξής:
Ο πρέσβης της Ελλάδας στο Παρίσι κ. Χαλαστάνης, καταθέτων ενόρκως ενώπιον της Επιτροπής, ισχυρίστηκε, μεταξύ των άλλων, ότι ο ψηφιακός δίσκος (CD) παραδόθηκε σ ΄αυτόν εντός φακέλου την 29/9/2010 από υπάλληλο του Γαλλικού Υπουργείου Οικονομικών και ότι αυθημερόν τον απέστειλε και τον παρέδωσε με υπάλληλο της πρεσβείας στη Δ/ντρια του Γραφείου του κ. Παπακωνσταντίνου κ. Χατζή. Μάλιστα, όπως ισχυρίστηκε ο εν λόγω μάρτυρας, κατά την παραλαβή του φακέλου από τον ίδιο είχε υπογράψει ότι τον παρέλαβε σε κάποιο έντυπο. Επειδή στον τύπο είχε αναγραφεί κατά καιρούς ότι ο ψηφιακός δίσκος δεν είχε έλθει στην χώρα μας κατά τον τρόπον που κατέθεσε ο κ. Πρέσβης, αλλά ότι είχε έλθει προγενέστερα, τουλάχιστον αρχές του 2010, στο πλαίσιο της συνεργασίας μυστικών υπηρεσιών, ορισμένοι Βουλευτές της Επιτροπής αμφισβήτησαν τη διαδρομή του CD, όπως την περιέγραψε ο κ. Πρέσβης. Κατόπιν τούτου, αποφασίστηκε να ζητηθεί αντίγραφο του εντύπου, στο οποίο είχε υπογράψει ο κ. Χαλαστάνης κατά την παραλαβή του ψηφιακού δίσκου.
Επειδή υπήρχε το ενδεχόμενο ότι με τη διαδικασία της δικαστικής συνδρομής θα υπήρχε καθυστέρηση, ζητήθηκε η συνδρομή της Δ.Ο.Σ. (Δ/νσης Οικονομικής Συνεργασίας) του Υπουργείου Οικονομικών, η οποία όμως προέβαλε αναρμοδιότητα. Κατόπιν τούτου, ο πρόεδρος της Επιτροπής επικοινώνησε με τον Υπουργό Οικονομικών κ. Στουρνάρα, ο οποίος προσεφέρθη να βοηθήσει. Ο τελευταίος απέστειλε σχετική επιστολή στον ομόλογό του Γάλλο Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος και εν τέλει, μετά από αλλεπάλληλες οχλήσεις, απέστειλε το σχετικό έγγραφο.
Από το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου συνάγονται κατ' ακολουθίαν τα εξής:
α) Η διαδρομή του ψηφιακού δίσκου προφανώς είναι αυτή που ισχυρίζεται ο κ. Παπακωνσταντίνου και καταθέτει ο κ. Χαλαστάνης.
β) Η παράδοσή του στις ελληνικές αρχές κάθε άλλο παρά άτυπη ήταν, αφού: 1) πρόκειται για ενεργοποίηση διοικητικής συνδρομής, προβλεπόμενης από σύμβαση μεταξύ Ελλάδος και Γαλλίας και σε ευρωπαϊκή οδηγία. 2) Προηγήθηκε έγγραφο αίτημα της χώρας μας την 13/9/2010 από τον πρέσβη κ. Χαλαστάνη. 3) Η παράδοση έγινε κατά τρόπον «πανηγυρικό» με διαβιβαστικό έγγραφο και υπογραφές.
γ) Επισημαίνεται σ' αυτό ότι οι πληροφορίες που δίδονται θα πρέπει να παραμείνουν εμπιστευτικές και να μην χρησιμοποιηθούν για σκοπούς μη φορολογικούς.
Με αυτά τα δεδομένα, ο πρώην Υπουργός Οικονομικών όφειλε, μόλις έφθασε στα χέρια του ο ψηφιακός δίσκος (CD), να τον πρωτοκολλήσει και χωρίς δεύτερη σκέψη να τον διαβιβάσει στο Σ.Δ.Ο.Ε., με την εντολή να αξιοποιηθεί το περιεχόμενό του για φορολογικούς έλεγχους των αναφερομένων σ' αυτόν καταθετών. Εάν αυτό είχε συμβεί, είναι δεδομένο ότι ο έλεγχος θα είχε προχωρήσει και εκτιμάται ότι σημαντικά ποσά, σε κάθε περίπτωση άνω των 120.000 ευρώ, σήμερα θα είχαν εισρεύσει στα ταμεία του ελληνικού κράτους.
Αντ' αυτού, κατά τρόπο περίεργο και ύποπτο, ο πρωτότυπος ψηφιακός δίσκος, που παρεδόθη στα χέρια της δ/ντριας του γραφείου του, κ. Χατζή τις βραδινές ώρες της 29/9/2010 και στη συνέχεια παρεδόθη σ' αυτόν, όπως η ίδια κατέθεσε ενώπιον της Επιτροπής, «χάθηκε». Το περίεργο και ύποπτο συνίσταται στο ότι, ενώ, όπως ο ίδιος ο κ. Παπακωνσταντίνου ισχυρίζεται, παρέδωσε τον ψηφιακό δίσκο στο γραφείο του για φύλαξη, ουδείς εκ των υπαλλήλων που υπηρετούσαν σε αυτό και εξετάστηκαν από την Επιτροπή ενθυμείται να τον παρέλαβε, αλλά ούτε ενθυμείται και να έγινε οποιαδήποτε αναζήτηση ή συζήτηση σχετικά με την απώλειά του.
Περαιτέρω, το αδιαμφισβήτητο γεγονός της νόθευσης του USB, που προέκυψε από την αντιγραφή του περιεχομένου του ψηφιακού δίσκου και αποδίδεται στον κ. Παπακωνσταντίνου, συνιστά περαιτέρω τέχνασμα που πιθανολογείται ότι στόχευε στην αποφυγή του φορολογικού ελέγχου συγγενικών του προσώπων με τις εντεύθεν συνέπειες.
Κατά τη διάταξη του άρθ. 256 Π.Κ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 του Ν. 4055/2012, υπάλληλος που κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή τη διαχείριση φόρων, δασμών, τελών ή άλλων φορολογήματων ή οποιωνδήποτε εσόδων ελαττώνει, εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος, τη δημόσια, τη δημοτική ή την κοινοτική περιουσία ή την περιουσία νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, της οποίας η διαχείριση του είναι εμπιστευμένη, τιμωρείται:
α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν η ελάττωση είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν (γ): α) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και η ελάττωση της περιουσίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ανώτερης συνολικά των τριάντα χιλιάδων ευρώ (30.000€) ή β) το αντικείμενο της πράξης έχει συνολικά αξία μεγαλύτερη των εκατό είκοσι χιλιάδων ευρώ (120.000€).
Ο Υπουργός Οικονομικών είναι ο κατ΄ εξοχήν αρμόδιος υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13 και 256 Π.Κ., που εποπτεύει και κατευθύνει τις δημόσιες υπηρεσίες, οι οποίες έχουν αρμοδιότητα για τον προσδιορισμό, την είσπραξη και τη διαχείριση φόρων κ.λπ.
Με αυτό το δεδομένο, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραπάνω, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις στηριζόμενες σε αδιαμφισβήτητα διαφορετικά πραγματικά περιστατικά, ότι στο πρόσωπο του πρώην Υπουργού Οικονομικών κ. Γ. Παπακωνσταντίνου συντρέχουν εξ υποκειμένου και εξ αντικειμένου οι προϋποθέσεις τέλεσης της αξιόποινης πράξης της απιστίας στην υπηρεσία σε βαθμό κακουργήματος (άρθ. 256 περ. γ΄υποπερ. α και β)
ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
Α. Εν προκειμένω, τίθεται το ζήτημα, αν η Επιτροπή που διεξάγει ήδη προκαταρκτική εξέταση για συναφή αξιόποινα αδικήματα, τα οποία αποδίδονται στον κ. Γ. Παπακωνσταντίνου, έχει αρμοδιότητα να επεκτείνει την έρευνα, χωρίς απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής και για άλλα αδικήματα, τα οποία στη συνέχεια να συμπεριλάβει στο πόρισμα που θα συντάξει, εκτός από εκείνα που αποφάσισε με την από 17/1/2013 απόφασή της. Είναι προφανές ότι δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα, αν επρόκειτο περί προκαταρκτικής εξέτασης, η οποία θα διενεργείτο κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέως. Όπως είναι διατυπωμένα τα άρθρα 31 και 41 επόμενα του Κ.Π.Δ., δίνεται η δυνατότητα στον Εισαγγελέα, μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης την οποία έχει παραγγείλει ή ο ίδιος έχει διεξαγάγει, να ασκήσει ποινική δίωξη για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα προέκυψαν ενδείξεις διάπραξής του.
Θα μπορούσε, λοιπόν, να υποστηριχθεί ότι, αφού κατά την & 4 του άρθ. 156 του Κανονισμού της Βουλής, η Επιτροπή έχει όλες τις αρμοδιότητες του Εισαγγελέα Πλημ/κών, όταν αυτός διενεργεί προκαταρκτική εξέταση, υπάρχει δυνατότητα επέκτασης της έρευνας από την ήδη λειτουργούσα Επιτροπή και σε άλλα ποινικά αδικήματα, πέραν εκείνων που έχει αποφασίσει ήδη η Βουλή, και στη συνέχεια πρότασης και γι' αυτά για άσκηση ή μη ποινικής δίωξης.
Όμως από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 154 &3 του Κανονισμού της Βουλής και του άρθρου 4 του Ν. 3126/2003 περί «ποινικής ευθύνης Υπουργών» καθίσταται πλέον ή βέβαιον ότι η θεσμοθετημένη διαδικασία προκαταρκτικής εξέτασης για μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργούς είναι ειδική ρύθμιση κατισχύουσα της γενικής ρύθμισης των άρθ. 31, 41, 42 και 43 του Κ.Π.Δ. Απαιτείται άδεια της Βουλής και προσδιορισμός με σαφήνεια των ενεργειών ή παραλείψεων που είναι αξιόποινες, καθώς και να μνημονεύονται οι διατάξεις που παραβιάστηκαν. Είναι σαφής ο περιορισμός που τίθεται, ο οποίος, εφ' όσον παραβιαστεί, θα δημιουργήσει ακυρότητα της προδικασίας. Η επιτροπή που συγκροτείται έχει συγκεκριμένη εντολή από τη Βουλή από την οποία δεν μπορεί να παρεκκλίνει. Άλλο είναι το ζήτημα, εάν αυτό προκύψει, της επιτρεπτής μεταβολής της κατηγορίας, όταν συντρέχει προς τούτο περίπτωση.
Κατ' ακολουθίαν, εν προκειμένω απαιτείται να δοθεί εκ νέου άδεια από τη Βουλή για τη διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης για το αξιόποινο αδίκημα της απιστίας στην υπηρεσία σε βαθμό κακουργήματος από τον πρώην Υπουργό Οικονομικών κ. Γ. Παπακωνσταντίνου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 86 &3 του Συντάγματος και 154, 155, 156 και 157 του Κανονισμού της Βουλής, μετά από πρόταση τουλάχιστον 30 Βουλευτών.
Β. Το ερώτημα που τίθεται είναι, εάν θα απαιτηθεί η διαδικασία συγκρότησης νέας επιτροπής για τη διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης για το παραπάνω αδίκημα ή εάν υπάρχει δυνατότητα την προκαταρκτική εξέταση να διενεργήσει η ήδη λειτουργούσα Επιτροπή, η οποία διεξάγει προκαταρκτική εξέταση για τα αξιόποινα αδικήματα της νόθευσης εγγράφου και παράβασης καθήκοντος (άρθ. 242&2-3 και 259 Π.Κ.). Φρονούμε ότι το αξιόποινο αδίκημα της απιστίας στην Υπηρεσία που αφορά η παρούσα πρόταση είναι απόλυτα συναφές, κατά την έννοια του άρθρου 129 Κ.Π.Δ, με τα εν λόγω αδικήματα. Κατ' ακολουθίαν, η συσταθείσα και λειτουργούσα Επιτροπή γι' αυτά έχει αρμοδιότητα και για το αξιόποινο αδίκημα της απιστίας στην υπηρεσία, κατ΄ εφαρμογήν της διάταξης του άρθ. 128 Κ.Π.Δ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ-ΖΗΤΟΥΜΕ
Η αποφασιθείσα με την από 17/1/2013 απόφαση της Βουλής και συγκροτηθείσα με την υπ' αριθ. 990/22/1/2013 απόφαση του Προέδρου της Βουλής Επιτροπή για τη διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης προς διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών του κ. Γ. Παπακωνσταντίνου, πρώην Υπουργού Οικονομικών, για τα αξιόποινα αδικήματα της νόθευσης εγγράφου και παράβασης καθήκοντος (άρθ. 142 &2-3 και 259 Π.Κ.), να επεκτείνει τη διεξαγόμενη ήδη προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να διερευνηθούν και τυχόν ποινικές ευθύνες του εν λόγω Υπουργού και για το αξιόποινο αδίκημα της απιστίας στην Υπηρεσία (άρθ. 256 περ. γ΄ υποπερ. α΄και β΄Π.Κ).