Η δύναμη και η μοναδική χειρονομία της τέχνης του Γιάννη Κουνέλλη δεν κερδίζει απλώς και πάλι τις εντυπώσεις, αλλά δημιουργεί νέα δεδομένα και κάνει τα μεγαλύτερα έντυπα του κόσμου να μιλούν για τις πραγματικές αξίες που αντιπροσωπεύει, έναντι του εντυπωσιασμού των σύγχρονων μεγάλων αστεριών της τέχνης, όπως για παράδειγμα ο Jeff Koons...
Το περιοδικό New Yorker αναφέρεται στη νέα του έκθεση στην αίθουσα τέχνης Cheim & Read, όπου ο γεννημένος στον Πειραιά Γιάννης Κουνέλλης παρουσιάζει μια νέα σειρά έργων. Tο περιοδικό -τόσο στην έντυπη όσο και στην ηλεκτρονική του έκδοση- αναφέρεται στην επιστροφή του Ελληνοϊταλού μαέστρου της Arte Povera στην κεντρική σκηνή, στα 77 του χρόνια. Αναφέρει μάλιστα πως υπάρχει ένας νωχελικός αντι-Κoons και αντι-Ηirst αέρας στην έκθεση «σαν να μπήκε στην παιδική χαρά ένας ενήλικας για να υπενθυμίσει στα παιδιά τι έχουν κάνει στην πραγματικότητα». Τα υλικά του (συνεχίζει το άρθρο), τόσο πρωταρχικά όσο αυτά του Richard Serra, φέρουν μια ευθύβολη ομορφιά που κάνει τις διαφανείς επιφάνειες των γλυπτών που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στους άλλους καλλιτέχνες της Neo-Geo φάσης να μοιάζουν σαν ανιαρές πόζες! Η έκθεση που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο και έχει συγκεντρώσει πλήθος κόσμου, θα διαρκέσει ως τις 22 Ιουνίου.
Ποιος είναι ο μεγαλειώδης Γιάννης Κουνέλλης
Γεννήθηκε στον Πειραιά και μεγάλωσε στα στενά του Προφήτη Ηλία. Απορρίφθηκε από την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και έτσι το 1956 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη που σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών (εκεί βρίσκεται και η μόνιμη κατοικία του ως σήμερα). Από τις αρχές του 1960 έκανε δυναμική εμφάνιση στο χώρο της σύγχρονης τέχνης και κατεγράφη ως ο πατριάρχης της Arte Povera χρησιμοποιώντας υλικά όπως σίδερο, κάρβουνο, φωτιά, ξύλο, πέτρα κ.ά. αναδεικνύοντας μέσα από τις επίτοιχες κατασκευές και εγκαταστάσεις του την πρωτογενή ποιητική φύση των πραγμάτων και το πολιτικό-πολιτισμικό τους βάθος.
Aφησε οριστικά την Ελλάδα πίσω, όχι μόνο εξαιτίας των δυσκολιών εργασίας αλλά και εξαιτίας όσων τραυματικών εμπειριών έζησε. Μιλώντας στην Athens Voice πέρυσι το καλοκαίρι λίγο πριν από την έκθεσή του στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης έλεγε :«Γεννήθηκα εδώ. Είμαι και Ιταλός... Αγαπώ και τη Γερμανία και την Αγγλία και τη Γαλλία. Σε αυτή την Ευρώπη έζησα τα τελευταία 50 χρόνια. Η Ελλάδα έχει κάτι το ξεχωριστό: εδώ γεννήθηκα, έμαθα τη γλώσσα, είδα όταν ήμουν μικρός τον Παρθενώνα και τον θαύμασα. Είδα κι άλλα πράγματα. Δύσκολο να ξεχάσω τον Εμφύλιο Πόλεμο. Είναι ένα μεγάλο τραύμα. Είναι και παρακμή. Τρομακτικός.... Δεν ξέρουμε αν έχει περάσει αυτή η περιόδος. Δεν ξέρουμε καν αν πέρασε η μεταπολεμική εποχή. Ζούμε μια καταστροφή ευρωπαϊκή. Είναι μια στιγμή κριτική αυτή που ζει η Ευρώπη. Εχει τα μέσα να την ξεπεράσει, αυτό νομίζω εγώ. Εχει τον πολιτισμό».
Από την πρώτη έκθεση στη Ρώμη το 1960 μέχρι σήμερα, η "πλεύση" του Κουνέλλη είναι συνεχής, επισκέπτεται με μια αδιάκοπη διαδοχή τα μικρά αγκυροβόλια και τα μεγάλα "λιμάνια" της τέχνης των πιο σημαντικών πόλεων στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο: από τη Ρώμη στο Βερολίνο, από τη Νάπολη στο Παρίσι, από τη Γένοβα στο Ρότερνταμ, από την Κολωνία στη Νέα Υόρκη, από το Μόναχο στο Λονδίνο, από το Σικάγο στη Ναγκόγια, από το Μόντρεαλ στη Βαρκελώνη, από το Λος Άντζελες στην Πράγα, από τη Μόσχα στην Αθήνα.
Τα κεφάλαια αυτής της "Λιμναίας Οδύσσειας" -όπως την ονόμασε ο ίδιος στο βιβλίο του- στη "θάλασσα" της σύγχρονης τέχνης, έχουν τίτλους όπως "Καρβουνιέρα", 1967, "Άλογα", 1969, "Φωτιές", 1969, "Απόλλων", 1973, "Τραγωδία των πολιτών", 1974, "Όπερα Beuys", Ντίσελντορφ 1988, "Άλμπατρος", Βερολίνο 1991, "Mauser, του H. Muller (σκηνικά)", Βερολίνο, 1992, "M/S Ιόνιον", Πειραιάς 1994, "Lohengrin, όπερα του Ρ. Βάγκνερ (σκηνικά)", Άμστερνταμ 2002, "Βάκχες, του Θ. Τερζόπουλου (σκηνικά)", Ντίσελντορφ 2002, "Δίχτυ, παπούτσια", Μολφέτα 2003, "Σιδερένια δοκάρια, ξύλο, σακιά, κάρβουνο", Μέγαρο Μουσικής/ΕΜΣΤ, Αθήνα 2004, "Λαβύρινθος με βιβλία, μελάνι", Μιλάνο 2006, "Καρέκλες με σάκους", Βερολίνο 2007, "Παλτό", Μπέργκαμο 2009, κ.ά.