Από φυσικά αίτια φαίνεται πως πέθανε, σε ηλικία 87 ετών, στη φυλακή Μάρκος Παζ, ο σκληρός πρώην δικτάτορας της Αργεντινής Χόρχε Βιντέλα, ο οποίος συνέδεσε το όνομά του με μια από τις πιο αιματηρές χούντες στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής.
Γεννημένος στις 2 Αυγούστου του 1926 ο Χόρχε Βιντέλα καταγόταν από στρατιωτική οικογένεια, καθώς ο πατέρας του ήταν συνταγματάρχης του στρατού, ενώ οι πρόγονοί του ήταν μερικοί από τους πιο επιφανείς δημόσιους λειτουργούς της χώρας στον 19ο αιώνα. Κατατάχθηκε στην Εθνική στρατιωτική Ακαδημία το 1942 και αποφοίτησε το 1944, ενώ η ανέλιξή του στα αξιώματα ήταν γρήγορη φθάνοντας το βαθμό του υποστράτηγου το 1975.
Το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1976 και η μετέπειτα πορεία
Ο Βιντέλα ηγήθηκε του πραξικοπήματος που ανέτρεψε τη χήρα του Χουάν Περόν, Ιζαμπέλα Περόν, στις 24 Μαρτίου του 1976 και μετά από δύο ημέρες ανέλαβε το αξίωμα του προέδρου της Αργεντινής.
Ηταν ο επικεφαλής της τριανδρίας που οργάνωσε το πραξικόπημα και κυβέρνησε με σκληρότητα μέχρι το 1981 σε μια περίοδο που χαρακτηρίστηκε από δολοφονίες αντιφρονούντων, απαγωγείς νεογέννητων και χιλιάδες εξαφανίσεις ανθρώπων, οι περισσότεροι από τους οποίους ακόμη αγνοούνται, ενώ κυβέρνησε τη χώρα βασισμένος σε ένα πολύ στενό πυρήνα εννέα στρατιωτικών.
Στις 29 Μαρτίου του 1981 παρέδωσε την εξουσία στον Ρομπέρτο Βιόλα για να παραμείνει ο «σκοτεινός» ηγέτης της χούντας μέχρι την κατάρρευσή της έπειτα από τον χαμένο πόλεμο στα νησιά Φώκλαντ το 1982.
Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας, το 1983, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε ισόβια για αναρίθμητες δολοφονίες, απαγωγές, βασανιστήρια και πολλά άλλα εγκλήματα, ωστόσο, φυλακίστηκε για μόλις πέντε χρόνια, καθώς το 1990 ο τότε πρόεδρος Κάρλος Μενέμ του έδωσε χάρη, όπως και σε άλλα στελέχη του στρατιωτικού πραξικοπήματος.
Φυλακίστηκε ξανά το 1998 για μερικές ημέρες, προτού τεθεί σε κατ' οίκον περιορισμό για λόγους υγείας, επειδή κρίθηκε ένοχος για την απαγωγή παιδιών κατά τη διάρκεια του «Βρόμικου Πολέμου» όπως ονομάστηκαν οι επιχειρήσεις εκφοβισμού και δολοφονιών της χούντας.
Ωστόσο, η άνοδος του Νέστορ Κίρχνερ στην εξουσία, το 2003, μετά από μια τραυματική χρεοκοπία έφερε ξανά στο προσκήνιο την ανάγκη να απαγκιστρωθεί οριστικά η χώρα από την περίοδο της χούντας, Το πρώτο πράγμα που έκανε ο νέος πρόεδρος ήταν να καθαιρέσει όσους στρατιωτικούς είχαν ενεργό ρόλο στη χούντα και παρέμεναν στο στράτευμα και να ανοίξει ξανά το φάκελο του Χόρχε Βιντέλα.
Το 2006 η χάρη που είχε δώσει ο Μενέμ κρίθηκε αντισυνταγματική και τον Ιούλιο του 2010 ξεκίνησε η μεγάλη και τελική δίκη του πρώην ισχυρού άνδρα της Αργεντινής.
Τρεις ημέρες αργότερα ανέλαβε πλήρως την ευθύνη για όλα τα εγκλήματα δηλώνοντας «Αναλαμβάνω την ευθύνη ως η ύψιστη στρατιωτική εξουσία κατά τη διάρκεια του εσωτερικού πολέμου, οι κατώτεροί μου ακολουθούσαν τις δικές μου εντολές».
Το Δεκέμβρη του 2010 η δίκη έφτασε στο τέλος της με τον Βιντέλα να καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και μεταφέρθηκε σε φυλακή και παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Τον Ιούλιο του 2012 καταδικάστηκε εκ νέου σε πενήντα χρόνια κάθειρξης για τη συμμετοχή του στο σχέδιο με τις απαγωγές μωρών από το καθεστώς.
Δολοφονίες, απαγωγές και εξαφανίσεις
Η δικτατορία του Βιντέλα στιγματίστηκε από αμέτρητες δολοφονίες, βασανιστήρια, εξαφανίσεις και απαγωγές στο πλαίσιο του «Βρόμικου Πολέμου» του καθεστώτος κατά του «εσωτερικού εχθρού«, των μαρξιστών και όποιων αντιφρονούντων.
Η Αργεντινή της δεκαετίας του 1970 έπειτα από πολλά χρόνια Περονισμού ήταν μια κοινωνία που χαρακτηριζόταν από δολοφονίες, βία και αρκετές επιθέσεις εναντίον μαρξιστών και σοσιαλιστών υποστηρικτών κυρίως της πολιτικής του Σαλβαδόρ Αλιέντε στη γειτονική Χιλή, η οποία δέσποζε στην τότε πολιτική σκηνή, παρά τη δολοφονία του σοσιαλιστή ηγέτη από το 1973.
Υπήρχαν, ωστόσο, και αρκετές μαρξιστικές ομάδες που ευθύνονταν για επιθέσεις και δολοφονίες, οι οποίες μετά το θάνατο του Περόν πέρασαν στο αντάρτικο πόλεων, κάτι που εκμεταλλεύθηκε το καθεστώς Βιντέλα για να επιβάλλει μια σκληρή και βίαιη εσωτερική πολιτική.
Στα πέντε χρόνια της παντοδυναμίας του, της «Περιόδου Εθνικής Ανασυγκρότησης» υπολογίζεται ότι περίπου 30.000 άνθρωποι απήχθησαν και εν συνεχεία «εξαφανίστηκαν», ανάμεσά τους και περίπου 10.000 μέλη των αντάρτικων οργανώσεων Montoneros και PRA (People's Revolutionary Army), εξαιρουμένων εκείνων που συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν «νόμιμα».
Οι πρώτες εκτιμήσεις ανέφεραν ότι η πλειοψηφία των «εξαφανισμένων» δολοφονήθηκε και θάφτηκε σε ομαδικούς τάφους, χωρίς, ωστόσο, να έχουν βρεθεί τέτοιοι, ενώ αναφορές τελευταίων ετών και εικόνες από ντοκιμαντέρ εκτιμούν ότι τα πτώματα των περισσοτέρων απλά πετάχτηκαν στη θάλασσα από ελικόπτερα του στρατού.
Αλλη μια περίπτωση που συγκλόνισε την υφήλιο ήταν οι απαγωγές νεογέννητων, κυρίως από αντιφρονούντες, τα οποία στη συνέχεια δίδονταν για υιοθεσία ή απλά μεγάλωναν σε συνθήκες απόλυτης σκλαβιάς.
Οι Desaparecidos (εξαφανισμένοι) και οι Madres de Plaza de Mayο (Οι γυναίκες της Πλατείας του Μάη)
Στις 30 Απριλίου του 1977 η Αθουκένα Βιγιαφλόρ και άλλες 13 γυναίκες συγκεντρώθηκαν στην πλατεία του Μάη και ξεκίνησαν να διαμαρτύρονται για τις εξαφανίσεις των παιδιών τους, ζητώντας την επιστροφή τους, αλλά και λεπτομέρειες για το πού βρίσκονται και εάν έχουν δολοφονηθεί.
Το συγκλονιστικό κίνημα των μητέρων της πλατείας του Μάη συνεχίστηκε για πάνω από τριάντα χρόνια χωρίς, ωστόσο, οι περισσότερες από τις τραγικές μητέρες να μάθουν τι απέγιναν τα παιδιά τους.
Η τελευταία τους πορεία έγινε στις 26 Ιανουαρίου του 2006 σταματώντας την επετειακή διαμαρτυρία τους αναγνωρίζοντας την προσφορά του προέδρου Κίρχνερ στο δίκαιο των αιτημάτων τους.
Η οικονομική πολιτική του Βιντέλα ήταν ακραιφνώς φιλελεύθερη τετραπλασιάζοντας το εξωτερικό χρέος της χώρας και δημιουργώντας πραγματικό χάσμα μεταξύ της ανώτερης τάξης και των μεσαίων και χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων.
Το ύποπτο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978
Η Αργεντινή παρά το γεγονός ότι εξαιτίας της στρατιωτικής χούντας είχε απομονωθεί διπλωματικά διοργάνωσε, το 1978, το πιο αμφιλεγόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο, το οποίο και κατέκτησε νικώντας την Ολλανδία στον τελικό με 3-1.
Η διοργάνωση έγινε κανονικά παρά τις διαμαρτυρίες, καθώς το Κύπελλο της είχε ήδη ανατεθεί από το 1976, με αρκετές χώρες να δηλώνουν ότι δεν επιθυμούν να συμμετάσχουν, ενώ ο μεγάλος Γιόχαν Κρόιφ φέρεται να αρνήθηκε να ταξιδεύσει στο Μπουένος Αϊρες εξαιτίας του καθεστώτος Βιντέλα.
Στο Κύπελλο, στο οποίο η Αργεντινή δεν θεωρούνταν φαβορί αλλά είχε μερικά μεγάλα αστέρια και έλαμψε το αστέρι του Μάριο Κέμπες, τα «σκοτεινά σημεία» ήταν αρκετά με αποκορύφωμα τη νίκη της διοργανώτριας επί του Περού με 6-0, το μοναδικό σκορ που της έδινε τη δυνατότητα να προκριθεί στην επόμενη φάση.
Πιθανολογείται ότι η χούντα του Βιντέλα είχε έρθει σε συμφωνία με την κυβέρνηση του Περού για να της «δώσει» το παιχνίδι με αντάλλαγμα ένα τεράστιο φορτίο με σιτάρι και το «ξεπάγωμα» του λογαριασμού της κυβέρνησης του Περού στην Κεντρική Τράπεζα της Αργεντινής ο οποίος είχε κλειδωθεί πριν από μερικούς μήνες.
Στον τελικό η Αργεντινή κέρδισε εύκολα τους «Ιπτάμενους Ολλανδούς», με τη χούντα να εκμεταλλεύεται τη νίκη για εθνικούς σκοπούς διαφημίζοντας την ανωτερότητα της χώρας στη Λατινική Αμερική και όχι μόνο.
Μετά την πτώση του καθεστώτος, ωστόσο, αρκετοί ποδοσφαιριστές της τότε εθνικής Αργεντινής παραδέχθηκαν ότι έπαιζαν υπό ασφυκτική πίεση, ακόμη και απειλές για τη ζωή τους σε περίπτωση που δεν κατακτούσαν τον τίτλο.
Πόλεμος των Φώκλαντ: Η τελευταία ευκαιρία και η κατάρρευση
Το 1982 το στρατιωτικό καθεστώς της Αργεντινής είχε αλλάξει χέρια και ενώ φαινόταν ότι βρίσκεται υπό κατάρρευση ενεπλάκη σε έναν άνισο πόλεμο με τη Μεγάλη Βρετανία για τα νησιά Φώκλαντ.
Στρατιωτικές δυνάμεις κατέλαβαν τα νησιά τον Απρίλη του 1982, κάνοντας το καλύτερο δώρο στη Μάργκαρετ Θάτσερ η οποία βρισκόταν στη Μεγάλη Βρετανία υπό πίεση για τη σκληρή νεοφιλελεύθερη πολιτική της.
Η βρετανική κυβέρνηση έστειλε το ναυτικό της χώρας να ανακαταλάβει τα νησιά και έπειτα από συγκρούσεις 74 ημερών, τον Ιούνιο του 1982, η Αργεντινή παραδόθηκε, με τον πόλεμο να αφήνει πίσω του περίπου 1.000 νεκρούς, οι περισσότεροι των οποίων Αργεντίνοι.
Αυτό ήταν και το καίριο πλήγμα για τη στρατιωτική χούντα της χώρας, με τη δημοκρατία να αποκαθίσταται έναν χρόνο αργότερα.