O Tάσος (ΤΑΖ) Θεοδωρόπουλος ανοίγει ξανά τα απαγορευμένα φεστιβαλικά του ημερολόγια, χρησιμοποιώντας όπως οι περισσότεροι κριτικοί, σινεφίλ άλλοθι, μπας και αντιγράψει κανένα πατρόν τουαλέτας από το κόκκινο χαλί για να του το φτιάξει συνοικιακή μοδίστρα.
AΓΑΠΗΤΟ ΜΟΥ ΚΑΝΟΛΟΓΙΟ Ημέρα 1η: 15 – 5...
...ξέρω ότι περιμένεις από μένα να ξεκινήσω θριαμβευτικά τις καταχωρήσεις μου, ένα χρόνο μετά από τότε που σε έκλεισα για τελευταία φορά. Οκέι θα το προσπαθήσω αν και δεν μου βγαίνει εύκολα, εφ' όσον αυτή την ώρα που σου γράφω (ξημέρωμα Πέμπτης) δεν έχει καν κλείσει η πρώτη μέρα του 66ου φεστιβάλ Κανών. Αντιθέτως εγώ έχω κλείσει πάνω από 30 ώρες αϋπνίας, και ατενίζω από το παράθυρο τη «Φθινοπωρινή Σονάτα» του Μπέργκμαν.
Ναι, γιατί προς το παρόν κι από ότι λέει και ο μετεωρολογίστας και για τις επόμενες μέρες, ξέχνα τις λιακάδες και τις βόλτες στην Κρουαζέτ. Το σκηνικό μοιάζει περισσότερο με παραθαλάσσια πόλη έτοιμη να παρασυρθεί από καταιγίδες και βροχές, με όλους μας να τρέχουμε πάνω κάτω πλατσουρίζοντας τα πόδια μας μέσα στα μουλιασμένα από το νερό παπούτσια. Με σταθερή αξία τους μαυρούληδες όπως έξω από τους σταθμούς του μετρό στην Αθήνα μόλις πιάσει βροχή, να σε κυνηγάνε για να σου πουλήσουνε ομπρέλα που στο δεύτερο άνοιξε κλείσε, έχει μετατραπεί σε φονικό όπλο, εφ' όσον βγαίνουν τα σύρματα και ταυτόχρονα βγάζουν και το μάτι του μπροστινού σου.
Και απόλυτο fun, τις κυρίες του κόκκινου χαλιού, με τα αραχνοΰφαντα ντιζαϊνάτα, που αφήνουν βυζί- μπούτι -κώλο έξω, να προσπαθούν να προσποιηθούν μέσα στο αγιάζι ότι διασκεδάζουν και νοιώθουν λαμπερές με ψεύτικο χαμόγελο. To οποίο παραμορφώνει ακόμα περισσότερο το μπότοξ του προσώπου τους, κάνοντας το μάσκα καμπούκι - αδιάβροχο. Αν μη τι άλλο παρ' όλα αυτά, το κρύο έχει ένα καλό: κάνει τη ρώγα κάγκελο.
Για τον «Υπέροχο Γκάτσμπι» θα στα γράψω πιο αναλυτικά αύριο γιατί αυτή τη στιγμή είμαι ντεφορμέ. Και όπως γνωρίζεις πολύ καλά δεν έχω κανένα πρόβλημα να γράφω για μια ταινία που δεν μου αρέσει όταν είμαι ντεφορμέ. Όμως ο «Γκάτσμπι» όχι απλά μου άρεσε, αλλά μου άρεσε πολύ. Κι έχω μια βαλίτσα επιχειρήματα να στο στηρίξω και να σου αποδείξω πως ο Μπαζ Λούρμαν ξέρει τι κάνει και σέβεται το βιβλίο του Φιτζέραλντ ακόμα και όταν φλερτάρει συνειδητά με την μετατροπή του, ως ένα σημείο, σε στραφταλιζέ ζωντανό καρτούν προκειμένου να απογειώσει σαν αντίθεση το δράμα στο φινάλε.
Εστιάζοντας το 3D του όχι στη φαντασμαγορική ούτως ή άλλως παραγωγή, αλλά στα πρόσωπα, τα οποία ξαφνικά αποκτούν ένα σχεδόν θεατρικό βάθος, μαζί με τη χρήση του χώρου σαν μια πελώρια θεατρική σκηνή στην οποία βρίσκεσαι σαν θεατής πρώτη θέση. Και το soundtrack, και σκηνές που σεβόμενες το βιβλίο το απογειώνουν σε μια παραισθησιακή, πλαστή σφαίρα συμβατή με την κενότητα των μισών κεντρικών του ηρώων, και τον Ντι Κάπριο να μεγαλώνει τόσο μα τόσο γοητευτικά που δεν φαντάζεσαι, και το συναίσθημα στο «δέσιμο» της ταινίας, σαν ένα οπερατικό – μίκι μάους κλείσιμο στο μάτι στον «Πολίτη Κέιν» μέσα από τη φρενήρη ταχύτητα μιας υπερταχείας. Και τις αλλαγές αυτής της ταχύτητας σε αντίστιξη με τις αρχικές, ανεξέλεγκτες σκηνές, σε αργό βραστήρα δράματος δωματίου, όπως η σκηνή στο Πλάζα και και και...
Ναι, παπαριές υποσχέθηκα ότι δε θα γράψω για τον «Γκάτσμπι» τελικά αλλά δεν άντεξα. Προφανώς σαν αντίδραση απέναντι σε κάτι χολωμένες της εγκεφαλικής ζάρας που τις άκουσα να κακαρίζουν φωναχτά μέσα στην αίθουσα τεράστιες αηδίες, μόνο και μόνο για να εξασφαλίσουν την προσωπική τους καύση νεκρών ως διανοούμενες.
Ελπίζω ειδικά αυτές τις μαντάμ, η πρώτη ταινία του διαγωνιστικού (ο «Γκάτσμπι» ήταν ταινία έναρξης, εκτός συναγωνισμού) που προβλήθηκε σε δημοσιογραφική προβολή, το μεξικανικό «Heli» του Αρμάτ Εσκαλάντε, να τις συνοδεύει σαν όνειρο στο βραδινό τους ύπνο. Ειδικά η σκηνή που αφού έχουν κρεμάσει έναν τύπο στο τσιγκέλι, και του έχουν κάνει την πλάτη ανάγλυφη βαρώντας τον με μια σανίδα, τον γδύνουν, ρίχνουν οινόπνευμα στο πουλί του και του βάζουν φωτιά, ενώ η ευγενική κάμερα του Εσκαλάντε, μένει εκεί σταθερή, σαν να είναι οι «Γλυκές Αλχημείες» του Παρλιάρου και να μας δείχνει πως μετατρέπεις ένα πέος σε κρεμ μπριλέ.
Όλα τα παραπάνω (και πολλά άλλα) σε ακόμα μια φεστιβαλική ταινία που κατορθώνει όπως πολλές άλλες ανάλογου ύφους, να μετατρέψουν την ρεαλιστική καταγραφή μια υπαρκτής, κολασμένης πραγματικότητας διεφθαρμένης εξουσίας και απόκληρων, σε πορνό εντυπωσιασμού. Τσεκάροντας πόσο πιο πολύ βία μπορείς να αντέξεις με άλλοθι αρτιστίκ κουλτουροφόντο, δοκιμασμένες συνταγές κι ένα υπαρκτό ομολογουμένως σκηνοθετικό ταλέντο πίσω από την κάμερα (που καθιστά ακόμα πιο ύποπτο το τελικό του χειριστικό αποτέλεσμα). Γιατί για όλη την ατμόσφαιρα που ο Εσκαλάντε στήνει κατορθώνοντας ομολογουμένως να σε κρατάει καθηλωμένο στην καρέκλα σου, αρκεί μια γελοία σκηνή όπως αυτή της διεφθαρμένης μπατσίνας που πετάει τα βυζιά της έξω και βάζει τον ήρωα να της τα γλύψει, για να αποδείξει τις πραγματικές του σαδιστικές, σοβαροφανείς αλλά επιθεωρησιακά γκροτέσκες στο τελικό τους αποτέλεσμα, προθέσεις.
Ναι Κανολόγιο μου, έχεις δίκιο, πρώτη μου μέρα είναι εδώ και λίγο η νύστα, λίγο η πίστα, ας αφήσω τις βαρβαρότητες. Αυτήν ακριβώς τη στιγμή που σου γράφω, λίγο πριν τη 1 το πρωί, φτάνουν μέσα στο δωμάτιο μου, οι ήχοι και οι λάμψεις από τα πυροτεχνήματα που ρίχνουν σε ένα από τα πιο λαμπερά πάρτι όπως αναμένεται, των Κανών τα τελευταία χρόνια. Το πάρτι του «Υπέροχου Γκάτσμπι» με ατμόσφαιρα «Υπέροχου Γκάτσμπι» και μια φήμη που λέει πως θα συνοδεύεται από ζωντανή εμφάνιση της Λάνα Ντελ Ρέι και του Jay-Z.
Αύριο θα ξέρω να σου πω περισσότερα για το πάρτι, πάντως στο κόκκινο χαλί της πρεμιέρας, πρόλαβαν και έκαναν τέτοιο συμπούρμπουλο τόσοι και τόσες που τι να σου λέω. Από καμπαρέ χορευτικά εμπνευσμένα από την ταινία, μέχρι τη Σίντι Κρόφορντ να υποδύεται μια μακρινή γερασμένη θεία της από την Οκλαχόμα, η οποία έχει δανειστεί το βυζί και το σώμα της κανονικής Σίντι (αυτής δηλαδή που θυμόμαστε, από τα μικράτα μας). Τη Νικόλ Κίντμαν πραγματικά φοβιστική για άλλη μια φορά σε πόζα «η μούρη μου είναι όπως η ροζ γόβα στιλέτο μου». Τη Λάνα Ντελ Ρέι σε πόζα θρήνου «τι κρίμα που χάνω τη Εurovision». Μια ντουζίνα μοντέλες - βίζιτες με ανατολικοευρωπαϊκά ονόματα και το ίδιο, ληθαργικό βλέμμα σε copy paste χαρακτηριστικά. Την Ζανγκ Ζιγί με ρούχο εμπνευσμένο από το τσίρκο του Πεκίνο. Την Τζούλιαν Μουρ σε διάθεση «ευτυχώς που υπάρχουν και φεστιβάλ και μπορεί να με πάρει ο φακός μια φορά να χαμογελάω και όχι να κάνω τη θλιμμένη χήρα όπως στις ταινίες μου». Και απόλυτο cult, τον Ντέιβιντ Χέισελχοφ που είδε φως στο κόκκινο χαλί και μπήκε, αποδεικνύοντας ότι τα φεστιβάλ, αφορούν μόνο όσους είναι ταγμένοι στην ποιότητα και συγκινούνται από αυτήν.
Δεν ξέρω και δεν με νοιάζει από τι συγκινείται ο κάθε ένας πια Κανολόγιο μου. Μπορώ όμως να σου πω από τι συγκινήθηκα εγώ και να κλείσουμε εδώ για σήμερα. Ήταν μισό λεπτό, απλά μισό λεπτό τυχαίο και χωρίς να το έχω προγραμματίσει. Σέρνοντας το κουρασμένο μου σώμα μέσα στο Palais του φεστιβάλ, την ώρα που τελείωνε η συνέντευξη Τύπου της κριτικής επιτροπής. Ορδές βαρβάρων στημένοι έξω από την αίθουσα με κάμερες, κινητά και ipad σαν λάβαρα, σηκωμένα για να αποθανατίσουν την «έξοδο» των επωνύμων να έχουν να τα δείχνουν στις φιλενάδες και τα αφεντικά τους. Μεθυσμένος χωρίς αλκοόλ, από την κούραση και την έξαψη της στιγμής, παρασύρομαι σαν τα ζαλισμένα έντομα εκεί που είναι το πλήθος και τα φώτα. Δεν ξέρω πως τα κατάφερα, βρίσκομαι πρώτη γραμμή. Κι αντιμέτωπος, σε απόσταση μισού μέτρου, με έναν από τους πιο αγαπημένους μου σκηνοθέτες. Με έναν θρύλο. Με κάποιον που αγαπάω ερωτικά από μικρό παιδί. Τον Στίβεν Σπίλμπεργκ. Μπροστά μου.
Κι εμένα, 15 χρόνια μετά από συναντήσεις και συνεντεύξεις με τους μεγαλύτερους σταρ του πλανήτη, να είμαι έτοιμος να κλάψω. Να νοιώθω τους πόρους του δέρματος μου, να μεταμορφώνονται σε οπτικοί βολβοί για να τον χωρέσουν. Ακούνητος. Σχεδόν χωρίς ανάσα για αυτή τη χαρά. Μέχρι τη στιγμή, που ένας πιτσιρικάς, 20 το πολύ χρονών, πιο μπροστά από μένα, γύρισε και είπε στο φίλο του με το πιο ερωτικό αγορίσιο χαμόγελο ενθουσιασμού που έχω δει εδώ και χρόνια: «Μάγκα μου, ('Dude' ήταν η έκφραση που χρησιμοποίησε το αγόρι) μου άγγιξε το χέρι, μου άγγιξε το χέρι, δεν το πιστεύω».
Να σου πω κάτι Κανολόγιο μου, εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα για τι χάρηκα πιο πολύ. Για τον θείο Στίβεν που είδα από κοντά, ή για τον παιδικό ενθουσιασμό του αγοριού. Και την πιο αγνή εικόνα του εαυτού μου, που μου χάρισε, από πολλά χρόνια πριν. Μόνο και μόνο γι αυτό, είμαι ευγνώμων, απέναντι και στους δύο τους. Και απέναντι στο σινεμά σαν εραστή μου.
* ακολουθήστε τον ΤΑΖ στο www.facebook.com/tazthebuzz ή στο www.twitter.com/klarinabourana. Κάντε LIKE στην επίσημη σελίδα του fb www.facebook.com/SigaikaProductions για να μαθαίνετε όσα χρειάζεστε, προκειμένου να καίτε τον εγκέφαλο (των άλλων) ή επικοινωνήστε με το terra_gelida@hotmail.com για μέιλ και υποθέσεις προσωπικής εκδίκησης