Η παρερμηνεία των δηλώσεων της ποιήτριας Κικής Δημουλά για τους μετανάστες στην Κυψέλη προκάλεσε έντονες συζητήσεις και έγινε αντικείμενο επικριτικών σχολίων μέχρι να διευκρινιστεί το ακριβές νόημα του λόγου της.
Η Δημουλά μίλησε για την Κυψέλη των παιδικών της χρόνων και αφηγήθηκε τις αναμνήσεις της σε συνέντευξή της στην «Ελευθεροτυπία»
Είστε γέννημα -θρέμμα της Κυψέλης. Μία φορά δοκιμάσατε να φύγετε. Ωστόσο ξαναγυρίσατε πίσω. Για ποιο λόγο φύγατε και τι σας έλειψε και αποφασίσατε να επιστρέψετε;
«Πράγματι έφυγα, επιθυμώντας το, μάλιστα. Ισως για να απαρνηθώ τη συνήθεια που εξελίσσεται σε δεσμό, εξίσου ισχυρό με τους δεσμούς αίματος. Εφυγα ίσως και πιστεύοντας ότι εκτός από το ίδιο υπάρχει και το διαφορετικό, και ότι δεν είναι και τόσο χίμαιρα να το εμπιστεύεσαι. Ισως κάτι μας ψιθυρίζει ότι μέσα σε μια αλλαγή ίσως βρούμε κάτι που χάθηκε, χωρίς ποτέ να το έχουμε αποκτήσει. Δεν είχα, φαίνεται, ακόμα πάρει στα σοβαρά την προειδοποίηση του Καβάφη: "Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς". Και ιδού που, ενώ έφυγα, επέστρεψα αμέσως σχεδόν και γέρασα -"στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς"-, στην ίδια γειτονιά που με ανάθρεψε, δικαιώνοντας με την επιστροφή μου, αν μη τι άλλο, την παραπάνω προφητεία του Καβάφη».
Πώς ήταν το σπίτι όπου μένατε παλιά; Ηταν μονοκατοικία; Σήμερα;
«Το σπίτι μου ήταν μονοκατοικία, όπως και σχεδόν όλα τα σπίτια στην περιοχή, όλα με την αυλή τους ή τον κήπο τους, χωρίς αυτό να διευκολύνει την εξάπλωση της ομοιομορφίας. Αλλιώτικες εξώπορτες, αλλιώτικες περιφράξεις, ποικίλα τα φυτά και τα λουλούδια που σκαρφάλωναν και χύνονταν έξω από το μαντρότοιχο, ραντίζοντας το δρόμο με το αγίασμά τους. Ανάμεσα, άφθονη άχτιστη γη, γεμάτη αγριολούλουδα - δεν ξεχνώ πόσα μικρά πρωτομαγιάτικα στεφάνια φτιάχναμε με δαύτα εμείς τα γειτονόπουλα. Αχτιστη γη, συχνά διαμορφωμένη από τους νεαρούς κατοίκους σε γήπεδο για ποδόσφαιρο ή για βόλεϊ. Και για χτυποκάρδια... Πώς είναι σήμερα η Κυψέλη; Α, σήμερα είναι ό,τι ανοικοδομεί η ανάμνηση και η νοσταλγία και αμέσως κατεδαφίζει η σύγκριση... Καλά που σώζονται άθικτες οι συνοικίες της ψυχής και οι έσω κάτοικοί της».
Είναι η Κυψέλη ένα εργαστήρι μείξης πολιτισμών; Ή ο κόσμος κοιτάζει τους ξένους σαν ένα αποκρουστικό αξιοθέατο της γειτονιάς του;
«Δεν θα το έλεγα εργαστήρι. Το βλέπω σαν τσουνάμι απογνώσεως, σαν απελπισμένα τεράστια κύματα πεπρωμένων που ξεβράζονται σε τυχαία ακτή. Εχω διαγνώσει ότι η επιφυλακτικότητα που νιώθουν οι ντόπιοι απέναντι σ' αυτούς τους μόνιμους πια επισκέπτες είναι ένας φόβος, ο φόβος για το κάθε άγνωστο που εγκαθίσταται και διαταράσσει τα αναγνωρίσιμα ή και τα σφετερίζεται. Το κάθε άγνωστο "αποκρουστικά" μας τρομάζει, το απωθούμε όταν δεν είναι ρομαντικό, όταν δεν έρχεται για να οικοδομήσει όνειρο... Προσωπικά, υπερνικώ σχετικούς φόβους και ανασφάλειες επαναλαμβάνοντας από μέσα μου την αιώνια ισότητα: βασιλεύς ή στρατιώτης, πλούσιος ή πένης...».
Τις δεκαετίες του '50 και του '60, η Κυψέλη ήταν στα «χάι» της. Κάτοικοι μας είπαν ότι «το Κολωνάκι έτρωγε τη σκόνη της». Μια εικόνα από τότε η οποία θα μείνει χαραγμένη στη μνήμη σας;
«Και πριν απ' αυτές τις δεκαετίες, η Κυψέλη και το φημισμένο κλίμα της ήταν στα "χάι" του. Δεν ξέρω αν το Κολωνάκι έτρωγε τη σκόνη της Κυψέλης, ασκούσε πάντως μία κόσμια, αθόρυβη... αντιπολίτευση. Ωσπου έπεσε πάνω της η κατάρα της αντιπαροχής, της πλέον απάνθρωπης κερδοσκοπικής ανοικοδόμησης. Και τι ευχερείς αποστάτες οι γηνενείς! Πώς εγκατέλειψαν αθρόα την πατρώα τους γη. Γιατί η χρόνια γειτονιά γίνεται ένα είδος πατρίδας. Πολλές εικόνες. Αναφέρω τη γραφικότερη: καλοκαίρι, βράδυ, καθισμένες οι φίλες, σχεδόν έφηβες, στα σκαλάκια κάποιου από τα γύρω σπίτια, υπάκουες στην απαγόρευση οποιασδήποτε άλλης απομακρυσμένης ψυχαγωγίας. Ετυχε να είμαι καλλίφωνη και είχα αναλάβει να θεραπεύω την πλήξη της ακινησίας μας, τραγουδώντας. Χαμηλόφωνα, όπως άλλωστε και διατηρήθηκα. Κι όμως το τραγούδι ακουγόταν ώς πέρα, πέρα κι από τη δική μας εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, όπως έδειχναν τα αφανή χειροκροτήματα που έρχονταν από διάφορες ενθουσιώδεις κατευθύνσεις. Ενδεικτικά τα χειροκροτήματα αυτά και της σπουδαίας ακουστικής που είχε η ανεμπόδιστη, ανθρώπινη άπλα της Κυψέλης, αλλά και της... εκκολαπτόμενης φιλοδοξίας μου - πες τα να μη σ' τα πουν! Αυτά τα απαρηγόρητα θυμάμαι».