Ας αφήσουμε κατά μέρος την πολύκροτη μεταφορά του βιβλίου στη μεγάλη οθόνη από τον ικανότατο σκηνοθέτη Μπαζ Λούρμαν, ας παρακάμψουμε τη συμμετοχή σε πρωταγωνιστικό ρόλο του «λαμπερού» Λεονάρντο ντι Κάπριο, ας προσπαθήσουμε να αποστρέψουμε το βλέμμα από την glossy διαφημιστική καμπάνια προώθησης της ταινίας και ας επικεντρωθούμε για λίγο στην παραμελημένη «πρωταρχική σκηνή» όλου αυτού του θορύβου, στο σπουδαίο λογοτέχνημα του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ.
Στην εποχή του τον αποκαλούσαν «υπερ-μοντερνιστή» και απέρριπταν με συνοπτικές διαδικασίες τα βιβλία του ως υπερεκτιμημένα και καταδικασμένα να περιπέσουν στη λήθη, γεμάτα αχρείαστη και εφήμερη πολυτέλεια.
Όταν κυκλοφόρησε το τρίτο του μυθιστόρημα, στις 10 Απριλίου του 1925, κάποιος κριτικός έγραψε: «Ο νεαρός απλά είναι στον κόσμο του, πράγμα καθόλου κατακριτέο αν κάτι τέτοιο τον διασκεδάζει... Το γιατί όμως θα πρέπει να τον αποκαλούμε "συγγραφέα" ή για ποιο λόγο θα πρέπει να συμπεριφερόμαστε σαν να ήταν τέτοιος, γι' αυτό δεν μου έχει δοθεί ακόμη μία ικανοποιητική εξήγηση».
Το αποκορύφωμα, όμως, της ελαφριάς «υπερ-μοντερνιστικής» νοοτροπίας του Φιτζέραλντ θα εκφραζόταν με τον «Υπέροχο Γκάτσμπι», ένα μυθιστόρημα για την Αμερική της εποχής της τζαζ, το οποίο ένας ανώνυμος κριτικός παρουσίαζε – εκπροσωπώντας ένα μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού – ως «ένα από τα χιλιάδες μοντέρνα μυθιστορήματα, τα οποία θα πρέπει να προσεγγίσει κανείς από την οπτική γωνία του μέσου κουρασμένου ατόμου, οι διανοητικές ικανότητες του οποίου είναι απονεκρωμένες, η προσοχή εξασθενημένη, αλλά και με την αναγκαία έκπληξη που προκαλεί το γεγονός ότι παράγονται τέτοια πράγματα».
Και «Ο Υπέροχος Γκάτσμπι» θα προκαλούσε πράγματι ένα κλίμα κατάπληξης και μάλιστα με τρόπους που το αρχικό κοινό του δύσκολα θα φανταζόταν: σχεδόν 90 χρόνια μετά, ο Γκάτσμπι χαρακτηρίζεται ως ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί ποτέ στην αγγλική γλώσσα, πουλώντας κάθε χρόνο εκατομμύρια αντίτυπα σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια, όμως, τόσο το έργο όσο και ο δημιουργός του έχουν επανέλθει στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος: μέσα σε δώδεκα μήνες, μονάχα στη Βρετανία, εκδοχές του έργου έχουν ανέβει σε θεατρικές σκηνές, έχει αναγνωσθεί υπό μορφή αναλογίου, έχει διασκευασθεί από ομάδες χορού , ενώ ξεχασμένα ποιήματα, επιστολές, ιστορίες και μελέτες του συγγραφέα και για τον συγγραφέα ετοιμάζονται, εκδίδονται και παρουσιάζονται στον αγγλοσαξονικό κόσμο.
Προς τι λοιπόν τόσος ντόρος; Για ένα σωρό λόγους:
Πρώτον: το βιβλίο αποτυπώνει μία ιστορική εποχή της προπολεμικής Αμερικής, στην αυγή του βιομηχανικού πολιτισμού και των επιπτώσεών του στην καθημερινή ζωή. Ένας κόσμος φευγαλέων μορφών, προσωρινότητας και εφημερότητας, όπου οι αισθήσεις γλιστρούν πάνω στα πράγματα μέσα σε ένα κλίμα υπερβολής και επικούρειου καταναλωτισμού, βουτηγμένου στα πάρτι, τα όμορφα κορίτσια και τη σαμπάνια. Αριστουργηματικός είναι ο τρόπος δε με τον οποίο ο Φιτζέραλντ ανατρέπει όλο αυτό το σκηνικό της σαγήνης και της ευωχίας αποκαλύπτοντας σταδιακά την απο-γοήτευση και τον κορεσμό, την κενότητα και την περατότητα, την απειλή του «ραγίσματος» και της κατάρρευσης που χάσκουν πίσω και κάτω από αυτό το πορσελάνινο βασίλειο της απόλαυσης. Ένα πάρτι στο οποίο ήταν καλεσμένη όλη η Αμερική. Όπως έγραφε και ο ίδιος ο Φιτζέραλντ: «όλα έδειχναν τι επερχόταν... Η Αμερική εισερχόταν στο μεγαλύτερο και πιο κραυγαλέο ξεφάντωμα της ιστορίας της».
Δεύτερον: πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που είναι γραμμένο σχεδόν κινηματογραφικά, με έντονες εικόνες που θυμίζουν διαφημιστικά σποτ, προεικονίζοντας έτσι την επερχόμενη κυριαρχία του φαντασιακού επί του πραγματικού στην κουλτούρα της κατανάλωσης. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι τα χρώματα και οι ζωηρές εικόνες και περιγραφές είναι τόσο κεντρικές στο μυθιστόρημα, σαν να αποζητούν την αποτύπωσή τους στο μεγάλο πανί, έτοιμες να αιχμαλωτίσουν τα βλέμματα, να σαγηνεύσουν, με εκείνη τη γλυκόπικρη γεύση του τέλους.
Τρίτον: το βιβλίο αποτελεί σε μεγάλο βαθμό αντανάκλαση των πτυχών του ιδιωτικού βίου του νέου, φιλόδοξου και ηδονοθήρα συγγραφέα. Ενός από τους πιο επιτυχημένους της γενιάς του και τους πιο καλοπληρωμένους της δεκαετίας του '30.
Τέταρτον: το βιβλίο αποτυπώνει έναν κόσμο, στον οποίο ο πλούτος εξακολουθούσε να αποτελεί κοινωνικό φράγμα, που όμως για πρώτη φορά δεν φάνταζε αδιαπέραστο. Νέο χρήμα, επιχειρηματικά ανοίγματα, χρηματιστήριο, κινητικότητα, διαφθορά, παρανομία, υπόγεια οικονομία, μεταναστευτικό κύμα από την Ευρώπη, εμπόριο κοκαΐνης, ψυχαγωγία, μεθύσια με τζιν υπό τους ήχους τζαζ... Ο Φιτζέραλντ είχε καταλάβει νωρίς πως το πάρτι δεν θα μπορούσε να διαρκέσει για πάντα. Απλά κέρδιζε χρόνο...
Απόδειξη ότι μέσα σε λιγότερο από πέντε χρόνια από την έκδοση του βιβλίου, η αγορά θα κατέρρεε και το κραχ θα έκλεινε βίαια την αυλαία του μεγάλου ματεριαλιστικού πανηγυριού, εμβληματική μορφή του οποίου ήταν, είναι και θα είναι ο Υπέροχος, καταδικασμένος στην καταστροφή, Γκάτσμπι.