Δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτόν. Είναι ο άνθρωπός της. Εκείνος που η Μαρία Σαράποβα μοιράζεται τα πάντα. Oχι, δεν είναι ο νέος έρωτας της εκρηκτικής Ρωσίδας. Πρόκειται για τον άνθρωποι που έκανε την τενίστρια την πιο πλούσια αθλήτρια στον κόσμο. Το όνομα του τυχερού είναι Μαξ Άιζενμπαντ. Ο μάνατζερ που την βοήθησε να φτιάξει τον μύθο της.Δεν μπορεί να κάνει χωρίς εκείνον. Σε τέτοιο βαθμό, που μπορεί να ανταλλάξουν έως και 75 email την ημέρα.
Γνωρίστηκαν πριν από 15 χρόνια, όταν η Ρωσίδα ήταν μία 12χρονη ταλαντούχα τενίστρια που προπονούνταν στη Φλόριντα. Και εκείνος ήταν ένας χαμηλόμισθος που ασχολούνταν με τους γονείς των μικρών παικτών εκεί. Τώρα, η Σαράποβα είναι η πιο ακριβοπληρωμένη αθλήτρια και εκείνος το Νο2 σε μία από τις μεγαλύτερες εταιρίες μάνατζμεντ, καθώς έχτισαν την καριέρα τους παράλληλα.
«Σαν μάνατζερ μερικές φορές είσαι τυχερός. Κι εγώ είμαι ένας πραγματικά τυχερός τύπος! Απλά προσπαθώ να μην τα κάνω... θάλασσα», λέει ο 41χρονος. Η τύχη του χτύπησε την πόρτα στις 3 Ιουλίου του 2004, όταν η 17χρονη τότε Σαράποβα αιφνίδιασε την Σερένα Γουίλιαμς- και τον υπόλοιπο κόσμο του τένις- στον τελικό του Γουίμπλεντον, κατακτώντας το πρώτο της Γκραν Σλαμ.
Με εξωτερική εμφάνιση μοντέλου, μεγάλοι χορηγοί έπεσαν στα πόδια της για να εξασφαλίσουν ένα... κομμάτι αυτής της ενυπωσιακής Ρωσίδας. Το 2006 το περιοδικό Forbes την ανέδειξε την πιο ακριβοπληρωμένη αθλήτρια στον κόσμο. Θέση στην οποία βρέθηκε όλες τις χρονιές που ακολούθησαν, ακόμη και το 2007 όταν είχε ένα σοβαρό τραυματισμό. Σύμφωνα με το ίδιο περιοδικό, τον Ιούνιο του 2012 τα κέρδη της για τη χρονιά είχαν φτάσει τα 28 εκ. δολάρια. Τα περισσότερα από αυτά προέρχονται από χορηγίες. Και αυτό είναι αποτέλεσμα της δουλειάς του Άιζενμπαντ.
Σαν εικόνα, το δίδυμο μοιάζει αταίριαστο. Η ψηλή ξανθιά Ρωσίδα και ο μικροκαμωμένος φαλακρός από το Νιου Τζέρσεϊ. Επιχειρηματικά όμως συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο απόλυτα.
«Είμαστε πολύ ανοιχτοί και ειλικρινείς μεταξύ μας. Και αυτός λέει τα πράγματα με το όνομά τους», εξηγεί η Σαράποβα. «Από την αρχή ήταν έτσι μαζί μου. Και είναι αυτός που κάνει τα πάντα για εμένα. Κλείνει εισιτήρια, κανονίζει συναντήσεις και βέβαια προσπαθεί να μου φέρει χρήματα κλείνοντας μεγάλες συμφωνίες. Έχει ένα παλιομοδίτικο ημερολόγιο που σημειώνει τα πάντα. Ξέρει πότε ταξιδεύω για ένα τουρνουά, πότε επιστρέφω, τι ώρα προπονούμαι, ώστε να κανονίζει το υπόλοιπο πρόγραμμα. Μπορεί εγώ να θέλω να κάνω μία φωτογράφιση και εκείνος απλά να μου πει πως δεν έχουμε χρόνο για κάτι τέτοιο. Οπότε το ξεχνάω. Αλλά συνήθως συμφωνούμε».
Όσο η Σαράποβα αλλάζει από τα αθλητικά ρούχα σε δημιουργίες μεγάλων σχεδιαστών, περπατώντας πότε στο κορτ και πότε στο κόκκινο χαλί εκδηλώσεων, για το... έτερον ήμισυ δεν υπάρχει χρόνος διαθέσιμος. «Κοιτάζει συνεχώς το BlackBerry. Αν θες να κερδίσεις την προσοχή του, μάλλον πρέπει να του στείλεις ένα email. Έτσι είναι η σχέση μας», εξηγεί η Ρωσίδα που παραδέχεται πως μπορεί να ανταλλάξουν και 75 email την ημέρα.
«Σε κάποια πράγματα είναι πολύ καλός. Σε άλλα... απελπιστικός. Για παράδειγμα αν πάμε σε μία εκδήλωση και είμαστε στο κόκκινο χαλί, δεν έχει ιδέα τη συμβαίνει. Δεν είναι το δυνατό του σημείο. Είναι καλός στο να μιλάει στο τηλέφωνο, να κλείνει συμφωνίες και να φτιάχνει ένα πρόγραμμα. Όλες αυτές οι επιχειρηματικές αποφάσεις».
Ο ίδιος βλέπει τον εαυτό του σαν... ζογκλέρ που χειρίζεται τις αναρίθμητες υποχρεώσεις της Σαράποβα. «Ξέρω πότε πρέπει να της αναφέρω πράγματα και πότε πρέπει να την αφήσω να επικεντρωθεί στο τένις», απαντά.
Χάρη στον Άιζενμπαντ, η Σαράποβα δεν χρειάζεται να ανησυχεί για το πόσο «αναλώσιμη» μπορεί να είναι μία αθλήτρια, αφού με τον μάνατζερ έχουν καταστρώσει μία δυνατή επιχειρηματική στρατηγική. «Αν δεν ήθελα να ξαναπαίξω τένις, έχω αρκετά χρήματα για μία ζωή. Αλλά σέβομαι τα χρήματα που έχω βγάλει γιατί δεν μεγάλωσα με αυτά», λέει. Οι γονείς της έφυγαν από τη Λευκορωσία για τη Ρωσία το 1986, λίγο μετά το Τσέρνομπιλ, πριν γεννηθεί η τενίστρια. Ο πατέρα της την συνόδευσε στις ΗΠΑ το 1994 κι όσο εκείνη έκανε τα πρώτα βήματά της στα κορτ από τα 9 της χρόνια, εκείνος έκανε ότι δουλειά έβρισκε κερδίζοντας ελάχιστα χρήματα.
«Η οικογένειά μου ποτέ δεν είχε πολλά, οπότε πάντα σέβομαι κάθε δολάριο που βγάζω τώρα. Πραγματικά ξεκίνησα από το τίποτα. Εννοείται πως είμαι τυχερή που έβγαλα τόσα πολλά, αλλά τα κερδίσαμε με τους γονείς μου, με τη δική τους σκληρή δουλειά και τις θυσίες και με τις δικές μου ώρες στο κορτ», καταλήγει.