Καθ' όλη την διάρκεια της κρίσης χρέους στην ΕΕ, πολιτικοί κρατών του βορρά της ευρωζώνης έχουν επαναλάβει, αναρίθμητες φορές, ότι δεν θα ανεχθούν οι φορολογούμενοι των χωρών τους να επιβαρυνθούν για την επίλυση των προβλημάτων άλλων χωρών· και η αφήγηση περί των «διασώσεων με χρήματα των φορολογουμένων» είναι αυτή η οποία έχει επικρατήσει.
Αλλά, παρά τα τριάμισι χρόνια αναταραχής στην ευρωζώνη τόσο σε ό,τι αφορά τα κρατικά χρέη όσο και σε ό,τι αφορά τις τράπεζες, και έπειτα από δανειακές συμβάσεις συνολικού ύψους 400 δισεκατομμυρίων ευρώ, στην πραγματικότητα οι φορολογούμενοι των κρατών του βορρά της ευρωζώνης δεν έχουν χάσει ούτε ένα ευρωλεπτό.
Επιπλέον, οι κυβερνήσεις στην Γερμανία, στην Φινλανδία, στην Αυστρία, στην Ολλανδία και στην Γαλλία έχουν εξοικονομήσει δισεκατομμύρια ευρώ, χάρη στην μεγάλη πτώση του κόστους δανεισμού τους από τις αγορές.
Αλλά αυτό δεν έχει εμποδίσει την κυρίαρχη αφήγηση περί των σκληρά εργαζόμενων βορειοευρωπαίων που βάζουν τα χρήματά τους με μεγάλο κίνδυνο για να σώσουν τους σπάταλους, τεμπέληδες νότιους—πυροδοτώντας αγανάκτηση και απέχθεια κι υποσκάπτοντας την ενότητα της Ευρώπης.
Ενόψει των επικείμενων εκλογών στη Γερμανία, τον Σεπτέμβριο, η απέχθεια αυτή μοιάζει πιθανό μόνο να κλιμακωθεί, καθώς η καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ, που επιδιώκει τρίτη θητεία, θα επαναβεβαιώσει την δέσμευσή της να προστατεύσει τους ψηφοφόρους από δυνητικές ζημίες.
Αλλά η αλήθεια συνεχίζει να είναι πως οι Γερμανοί φορολογούμενοι, όπως και αυτοί στην Φινλανδία, στην Ολλανδία και στις άλλες χώρες του βορρά, δεν είναι σε χειρότερη μοίρα από ό,τι προηγουμένως κι ότι αντιθέτως, τα υπουργεία Οικονομικών των κυβερνήσεών τους εξοικονομούν μεγάλα ποσά.
«Μια αθέλητη συνέπεια της κρίσης ήταν ότι η Φινλανδία επωφελήθηκε σε τεράστιο βαθμό», επισήμανε ο Μάρτι Σάλμι, επικεφαλής του τμήματος διεθνών κι ευρωπαϊκών θεμάτων στο φινλανδικό υπουργείο Οικονομικών.
«Δεν έχουμε χάσει ούτε ένα σεντ ως τώρα», είπε ο Σάλμι στο πρακτορείο ειδήσεων Ρόιτερς. «Αυτό που ισχύει για την Γερμανία σε μεγάλο βαθμό ισχύει και για την Φινλανδία».
Στην πραγματικότητα, οι Γερμανοί αξιωματούχοι γνωρίζουν θαυμάσια το ότι βρίσκονται σε πολύ ισχυρότερη χρηματοοικονομική θέση σήμερα, καθώς το κόστος δανεισμού της χώρας έχει μειωθεί κατά δύο και πλέον ποσοστιαίες μονάδες, παρ' όλες τις διαμαρτυρίες των πολιτικών για τους κινδύνους που βαρύνουν τους Γερμανούς φορολογούμενους.
Όταν κάνει παρουσιάσεις για τη Γερμανία, ο Κλάους Ρέγκλινγκ, ο Γερμανός ο οποίος ηγείται του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) επικαλείται συχνά δύο μελέτες που δείχνουν ότι το Βερολίνο έδρεψε σημαντικά οφέλη λόγω της κρίσης.
Η μία μελέτη, της γερμανικής ασφαλιστικής εταιρείας Allianz, περιλαμβάνει τον υπολογισμό ότι το Βερολίνο εξοικονόμησε 10,2 δισεκατομμύρια ευρώ την περίοδο 2010-2012 λόγω του χαμηλότερου κόστους δανεισμού της, καθώς οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων της υποχώρησαν από το 3,39% στο 1,18%.
Η άλλη μελέτη, του Γενς Μπόιζεν-Χόγκρεφε του ινστιτούτου IfW, υπολογίζει ότι εξοικονομήθηκαν στον γερμανικό ομοσπονδιακό προϋπολογισμό 8,6 δισεκατ. ευρώ το 2011 λόγω των χαμηλών επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της πρόσληψης της Γερμανίας ως «ασφαλούς καταφυγίου» για τους επενδυτές, οι οποίοι έκαναν αθρόες τοποθετήσεις σε γερμανικά αξιόγραφα.
Οι εξοικονομήσεις αυτές αυξήθηκαν σε 9,6 δισεκατ. ευρώ το 2012 και μόνο το γεγονός ότι η Γερμανία συνεχίζει να θεωρείται ασφαλές καταφύγιο θα σημάνει πως θα εξοικονομήσει άλλα τουλάχιστον 2 δισεκατ. ευρώ το 2013, σύμφωνα με το IfW.
«Αν προσθέσουμε τα οφέλη (της Γερμανίας) από τα επιτόκια την περίοδο από το 2010 ως το 2012 και προσθέσουμε τα οφέλη της Γερμανίας τα επόμενα χρόνια, φθάνουμε σε μια σωρευτική επικουρία 67 δισεκατ. ευρώ», ανέφερε η μελέτη της Αλιάντς, που είχε δημοσιευτεί τον περασμένο Σεπτέμβριο. Αυτό «αρκεί για να μειωθεί περίπου 3 εκατοστιαίες μονάδες ο λόγος χρέους (προς ΑΕΠ) της κυβέρνησης της Γερμανίας», πράγμα που με τη σειρά του σημαίνει επιπλέον εξοικονομήσεις.
Η Φινλανδία, η Ολλανδία, η Αυστρία και η Γαλλία μπορεί να μην έχουν κερδίσει τόσο πολλά όσο η Γερμανία, αλλά είναι αδιαμφισβήτητο ότι απολαύουν μιας σημαντικής πτώσης του κόστους δανεισμού τους διαρκούσης της κρίσης.
«Οι χώρες της βόρειας Ευρώπης βγάζουν ένα αξιοσημείωτο κέρδος και (. . .) δεν ανακατανέμουν καν αυτά τα άμεσα και έμμεσα οφέλη», σχολίασε δηκτικά αξιωματούχος στις Βρυξέλλες.
Στην καρδιά της παρερμηνείας σχετικά με τις ζημίες των φορολογούμενων βρίσκεται το ότι στον δημόσιο διάλογο, η διάκριση μεταξύ δανείων και βοήθειας έχει πάψει να γίνεται.
Και καθώς όσοι αντιτίθενται στο δανεισμό στη βόρεια Ευρώπη διαμορφώνουν τόσο ισχυρές πλειοψηφίες, οι πολιτικοί δεν έχουν καμία πρόθεση να διορθώσουν αυτό το λάθος. Το κόμμα των Αληθινών Φινλανδών, το οποίο τάσσεται εναντίον της ΕΕ, αγρεύει υποστηρικτές διότι οι Φινλανδοί πιστεύουν πως ξοδεύουν χρήματα για να βοηθήσουν τους πολίτες των κρατών της νότιας Ευρώπης.
Στην πραγματικότητα, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Μπορεί το Ελσίνκι να παρέχει πολλές εγγυήσεις για τα ταμεία δανεισμού της ευρωζώνης, αλλά το φινλανδικό υπουργείο Οικονομικών έχει κερδίσει σημαντικά ποσά από την κρίση. Πέρυσι, η φινλανδική κεντρική τράπεζα συνεισέφερε 227 εκατ. ευρώ στον φινλανδικό προϋπολογισμό από τα κέρδη που της απέφεραν τα ελληνικά, ισπανικά και πορτογαλικά κρατικά ομόλογα που διακρατούσε—40 εκατ. ευρώ περισσότερα από όσα είχε το 2011 από τέτοια αξιόγραφα. Φέτος, τα κέρδη της αναμένεται να αυξηθούν στα 360 εκατομμύρια.
Για να χάσει κάποια χώρα της ευρωζώνης που έχει παράσχει χρήματα στο πλαίσιο δανειακών συμβάσεων, θα έπρεπε η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ισπανία ή η Κύπρος να κηρύξει αθέτηση πληρωμών.
Αλλά η Πορτογαλία και η Ιρλανδία δεν βρίσκονται κοντά στη χρεοκοπία, αντιθέτως η δεύτερη οδεύει προς έξοδο από το μνημόνιό της σύντομα, ενώ ο κίνδυνος η Ισπανία να κηρύξει πτώχευση ήταν πάντοτε πολύ μικρός και στην Κύπρο ο κίνδυνος αυτός παρακολουθείται στενά. Η Ελλάδα, που έχει λάβει 166 δισεκ. ευρώ, θεωρείτο ο μεγαλύτερος κίνδυνος, αλλά και αυτό αλλάζει. «Κάθε ημέρα που περνάει ο κίνδυνος η Ελλάδα να στοιχίσει κάτι στους φορολογούμενους μειώνεται», είπε ένας άλλος αξιωματούχος της ΕΕ. «Δεν τα πηγαίνει άσχημα τώρα κι υπάρχει μια πιθανότητα να πάει καλύτερα από ό,τι προβλεπόταν».
Πέραν των αρχικών διμερών δανείων στην Ελλάδα το 2010, που συνολικά είχαν ανέλθει σε 52,9 δισεκατ. ευρώ, δεν χορηγήθηκαν χρήματα φορολογουμένων από κράτη της ευρωζώνης στην Ελλάδα ή κάποια άλλη χώρα. Όλες οι ύστερες δανειακές συμβάσεις χρηματοδοτήθηκαν από τις αγορές, μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ).
Αξιωματούχοι επισημαίνουν ότι ακόμη κι αν οποιαδήποτε χώρα-μέλος δεν πλήρωνε μέρος των χρημάτων που δανείστηκε από τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης, η εναλλακτική λύση —η διάλυση της ευρωζώνης— θα αποδεικνυόταν πολύ πιο δαπανηρή από τις ζημίες που θα προκαλούσε η αθέτηση μιας δανειακής σύμβασης.
Μια μελέτη που είχε παραγγείλει το γερμανικό ίδρυμα Μπέρτελσμαν και δημοσιοποιήθηκε αυτήν την εβδομάδα κατέδειξε ότι εάν η Γερμανία επέστρεφε στο μάρκο, το ΑΕΠ της θα συρρικνωνόταν κατά 0,5% από το 2013 ως το 2025, προκαλώντας ζημίες ύψους 1,2 τρισεκατ. ευρώ σε 13 χρόνια, ή σχεδόν το μισό του γερμανικού ΑΕΠ το 2012.
«Είναι πιθανό ότι θα εξέλθουμε (από την κρίση) χωρίς να βρέξουμε τα πόδια μας, ή βρέχοντας μόνο πολύ λίγο τα πόδια μας», είπε χαρακτηριστικά ο Σάλμι του φινλανδικού υπουργείου Οικονομικών ερωτηθείς σχετικά με το ενδεχόμενο αθέτησης πληρωμών από κάποια χώρα στην οποία έχουν δοθεί δάνεια.
«Αλλά ακόμα κι αν καταλήξουμε να παραγράψουμε ένα δάνειο 1 δισεκατ. ευρώ στην Ελλάδα κάποια στιγμή μέσα στα επόμενα 10 χρόνια, αυτό δεν θα είναι τίποτε σε σύγκριση με αυτό που θα αντιμετωπίζαμε εάν διαλυόταν η ευρωζώνη. Θα είναι εντελώς ασήμαντο σε σύγκριση με αυτό», πρόσθεσε.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)