Ενας από τους σημαντικότερους ιεράρχες της Εκκλησίας της Κρήτης, ο πρώην μητροπολίτης Κισσάμου και Σελίνου Ειρηναίος Γαλανάκης έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 102 ετών.
Ο μητροπολίτης ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στους κατοίκους της Κρήτης, καθώς είχε επιδείξει σπουδαίο κοινωνικό έργο, ενώ την απώλειά του σημείωσαν ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, ο υπουργός Παιδείας Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ.
Ο πρωθυπουργός τόνισε πως ο Ειρηναίος «αφιέρωσε τη ζωή του στην ανάδειξη της πίστης και το μεγαλείο της προσφοράς σε εκείνους που έχουν ανάγκη, βάζοντας τη σφραγίδα του σε οικοτροφεία για απόρους, γηροκομεία, πνευματικά κέντρα, ανθρωπιστικά ιδρύματα και σχολές».
«Αφιερώνοντας τη ζωή του στην προσφορά και την πίστη, υπηρέτησε με ανιδιοτέλεια τις παραδόσεις του Οικουμενικού Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας. Παρέδωσε ένα πλούσιο πνευματικό, κοινωνικό και συγγραφικό έργο, που τον καθιστά ξεχωριστό στη μνήμη μας. Η Χριστιανοσύνη και η Πατρίδα μας, θα τον ευγνωμονεί» ανέφερε ο υπουργός Παιδείας.
Ποιος ήταν ο μητροπολίτης Ειρηναίος Γαλανάκης
Ο μητροπολίτης Ειρηναίος Γαλανάκης γεννήθηκε στο Νεροχώρι Αποκορώνου Κρήτης στις 10 Νοεμβρίου 1911. Σπούδασε στο Ιεροδιδασκαλείο Κρήτης και στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Aθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1937. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στην Θεολογία και στην Κοινωνιολογία στη Γαλλία, στα Πανεπιστήμια της Λιλ και του Παρισιού.
Εργάστηκε ως καθηγητής Θεολογίας σε σχολεία του νομού Χανίων την περίοδο 1938 - 1945. Εκάρη Μοναχός στην Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Αγίας Τριάδος Τζαγκαρόλων υπό του επισκόπου Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθαγγέλου. Το 1946 χειροτονήθηκε Διάκονος και κατόπιν πρεσβύτερος από τον Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθαγγέλου Ξηρουχάκη του δόθηκε το οφίκιο του αρχιμανδρίτη. Χρημάτισε υποδιευθυντής της Εκκλησιαστικής Σχολής Κρήτης επίσης προσέφερε τις υπηρεσίες του ως εφημέριος και ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως Κυδωνίας και Αποκορώνου.
Το Δεκέμβριο του 1957 η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης εξέλεξε δια κλήρου αυτόν επίσκοπο της Ιεράς Επισκοπής Κισάμου και Σελίνου και χειροτονήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 1957. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1962, με την ανύψωση των Επισκοπών της Εκκλησίας Κρήτης σε Μητροπόλεις προήχθη σε μητροπολίτη. Χρημάτισε δύο φορές τοποτηρητής της Ιεράς Μητροπόλεως Κυδωνίας και Αποκορώνου.
Στις 16 Δεκεμβρίου 1971 εξελέγη από την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Γερμανίας. Επί αρχιερατείας του αναγνωρίστηκε η Ορθόδοξη Μητρόπολη Γερμανίας ως τρίτη επίσημη εκκλησία στη χώρα, οικοδομήθηκε ο Ιερός Μητροπολιτικός Ναός της Αγίας Τριάδος και το Μητροπολιτικό μέγαρο στη Βόννη, αλλά και πολλοί άλλοι ιεροί ναοί σε άλλα μεγάλα κέντρα της Γερμανίας.
Συνήθιζε να ομιλεί κάθε Σάββατο από το γερμανικό Ραδιόφωνο στους εκεί Ελληνες και άρχισε να εκδίδει το μηνιαίο περιοδικό με τίτλο «Ορθόδοξος Μετανάστης». Παραιτήθηκε το 1980. Στις 26 Ιανουαρίου 1981 ο Μητροπολίτης Ειρηναίος επανήλθε εκ νέου στη Μητρόπολη Κισάμου και Σελίνου. Στις 24 Αυγούστου του 2005 υπέβαλε την παραίτησή του για λόγους υγείας στην Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο της Εκκλησίας Κρήτης η οποία και έγινε αποδεκτή. Οραματίστηκε και ίδρυσε την Ορθόδοξο Ακαδημία Κρήτης.
Επί αρχιερατείας του και με τη συνεργασία άλλων κοινωνικών παραγόντων δημιουργήθηκε η μεγάλη ναυτιλιακή εταιρεία ΑΝΕΚ (Ανώνυμη Ναυτιλιακή Εταιρεία Κρήτης), η ΕΤΑΝΑΠ (Εταιρεία Αναπτύξεως Αποκορώνου), η Εταιρεία Αναπτύξεως Σελίνου, η ΑΝΕΝ (Ανώνυμη Ναυτιλιακή Εταιρεία Νότου).