Κυκλοφορούν διάφορες φήμες για την ύπαρξή τους. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για αστικό μύθο, σαν εκείνον που θέλει τους υπονόμους της Νέας Υόρκης να κατοικούνται από κροκόδειλους ή σαν τον άλλο που θέλει τον Τόμας Πίντσον και τον Τζ. Ντ. Σάλιντζερ να είναι το ίδιο και το αυτό πρόσωπο.
Κάποιοι άλλοι, πάλι, βεβαιώνουν ότι έχουν υπάρξει οι ίδιοι μάρτυρες αυτού του σπάνιου φαινομένου. Λένε πως εμφανίζονται απροσδόκητα, εκεί που δεν τους περιμένεις και μάλιστα στα πιο απίθανα σημεία του Λεκανοπεδίου.
Όσοι είχαν την ευκαιρία να βιώσουν και να εκτιμήσουν αυτή τη σπάνια στιγμή μιλάνε με δέος και διατείνονται ότι η εμπειρία αυτή τους άλλαξε άρδην τη μέχρι τότε άποψή τους για τους Ελληνες, ότι τελικά σε αυτή τη χώρα όλα μπορείς να τα περιμένεις, όχι όμως κάτι τέτοιο...
Ο λόγος για το πλέον σπάνιο είδος ανθρώπινου όντος στην Ελλάδα: τους οδηγούς ταξί με προτίμηση στο τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας... Ξέρετε, το σταθμό που παίζει «δρακουλιάρικη» μουσική και όταν μιλάνε λένε κάτι ακατανόητα διανοουμενίστικα.
Ναι, πρόκειται για σοβαρότατη διαπίστωση – εξ ου και η καταγραφή της – καθώς στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας η εύρεση ακροατών της εν λόγω ραδιοσυχνότητας αποτελεί στατιστική απιθανότητα, πόσο μάλλον όταν ένας εξ αυτών εντοπίζεται στο τιμόνι του περίφημου κίτρινου οχήματος το οποίο, στο μυαλό των περισσοτέρων πολιτών που κινούνται με αυτά, έχει συνδεθεί με το αθάνατο ελληνικό πνεύμα της «μασχαλίλας», των άθλιων «τζούρτζουλων» που κρέμονται από το καθρεφτάκι του παρμπρίζ, της απαίσιας λαϊκής μουσικής που ξεχύνεται σαν ξερατό από τα κακής ποιότητας εργοστασιακά ηχεία των οχημάτων, των βρόμικων καθισμάτων, της άθλιας συμπεριφοράς, των μπινελικιών και της μούτζας στους δρόμους, εν τέλει όλων εκείνων που τόσο επιτυχημένα ο Χάρρυ Κλυνν έχει ενσαρκώσει στην αλήστου μνήμης προ πολλών δεκαετιών ερμηνεία του ως μυστακιοφόρος οδηγός ταξί που μουτζώνει με χέρια και με πόδια και σχολιάζει μεγαλοφώνως τις «χωρίστρες» των διερχόμενων οπισθίων.
Μάρτυρας μιας τέτοιας σπάνιας στιγμής στη ροή της καθημερινής παραφροσύνης στους δρόμους της Αθήνας έγινε και ο γράφων, όταν προ ημερών εισήλθε φουριόζος στην καμπίνα ενός τέτοιου οχήματος, ενημέρωσε τον οδηγό για τον προορισμό του, για να βρεθεί μερικά δευτερόλεπτα αργότερα να διερωτάται αν τον απατούν τα αυτιά του στο άκουσμα των θεσπέσιων εγχόρδων που πλημμύριζαν κατά κύματα το χώρο.
Αποδείχτηκε πως δεν τον απατούσαν τα αυτιά του, για να βρεθεί εκ νέου κάποια επιπλέον δευτερόλεπτα αργότερα να διερωτάται αν πρόκειται για τυχαίο γεγονός, αν μέσα στην κούραση και την απελπισία του ο οδηγός βαρέθηκε να αλλάξει σταθμό και απλά υπέμενε το ασυνήθιστο άκουσμα.
Η πραγματικότητα, όμως, ήρθε αμέσως να διαψεύσει τη φαντασία: λίγα λεπτά κουβέντας ήταν αρκετά για να αποκαλύψουν μπροστά στα μάτια του έκπληκτου επιβάτη έναν επαγγελματία οδηγό με τρομερές μουσικολογικές ανησυχίες, γνώστη απίστευτων λεπτομερειών για μία ευρεία γκάμα θεμάτων περί της ιστορίας της μουσικής, ενθουσιώδη, παθιασμένο ομιλητή, που χάρισε στον πελάτη του δέκα υπέροχα λεπτά – όσο διήρκεσε η διαδρομή – ακουστικής απόλαυσης, συνεννόησης, συμπάθειας και κουβέντας που κυμάνθηκε από τον Μπρεχτ μέχρι την απίστευτη ιστορία της συμφωνικής ορχήστρας της Κέρκυρας, η οποία, όπως έμαθα, είναι η αρχαιότερη στην ανατολική Ευρώπη και μία από τις παλαιότερες στη δυτική.
Και αν κάποιοι αναρωτιούνται αν αυτό αποτελεί νέο το οποίο χρήζει καταγραφής, αν η περίπτωση του οδηγού ταξί Μάκη Κ. χρήζει ανακοίνωσης, η απάντηση είναι κατηγορηματική: ναι. Όπως χρήζει καταγραφής κάθε ψήγμα απόλαυσης στους απάνθρωπους δρόμους της απαξιωμένης από τους ίδιους τους κατοίκους της Αθήνας.
Η σωστή διερώτηση είναι η εξής: τιμά μία τέτοια διαπίστωση τον επαγγελματικό κλάδο των οδηγών ταξί; Πρέπει ένας οδηγός ταξί να αρέσκεται στην μπαρόκ, κλασική ή άλλη μουσική για να αποτελεί εξέχουσα περίπτωση;
Κατ' ανάγκη, όχι. Αλλά και γιατί όχι;
Όλα τελικά δεν έχουν σημασία, με τον ίδιο τρόπο που τα ρούχα – θέλουμε δεν θέλουμε – κάνουν τον παπά;