Κλεμμένα παιδικά χρόνια, μακροχρόνια προβλήματα υγείας, κορίτσια που μεγαλώνοντας έμοιαζαν με άνδρες. Δεν υπάρχει πιο εφιαλτικό κεφάλαιο στην ιστορία του ντόπινγκ στον αθλητισμό από εκείνο που καλύπτει την παγκόσμια κυριαρχία της Αν. Γερμανίας. Η υγεία των νέων μίας χώρας θυσιάστηκε στο όνομα της δόξας και της προπαγάνδας και οι πληγές ακόμη επουλώνονται.
Φέτος συμπληρώνονται 30 χρόνια από το πρώτο Παγκόσμιο πρωτάθλημα στίβου στο Ελσίνκι, εκεί όπου οι Ανατολικογερμανοί κατέλαβαν την πρώτη θέση του πίνακα μεταλλίων. Με αυτή την αφορμή το BBC βρέθηκε στη Γερμανία και κατέγραψε μερικές από τις πιο εφιαλτικές μαρτυρίες ανθρώπων που κάποτε κρατούσαν αναγκαστικά κλειστό το στόμα τους, αλλά τώρα θέλουν να φωνάξουν.
Στο Ελσίνκι, οι αθλητές με τα χρώματα της Αν. Γερμανίας κατέκτησαν 22 μετάλλια, από τα οποία τα δέκα ήταν χρυσά. Από το 1976 και για περίπου μία δεκαετία κέρδιζαν περισσότερα μετάλλια από κάθε άλλη χώρα σε τρεςι διοργανώσεις Ολυμπιακών αγώνων και δύο Παγκόσμια πρωταθλήματα στίβου.
«Ήμασταν ένα μεγάλο πείραμα, ένα τεράστιο πεδίο χημικών δοκιμών», λέει η Ίνες Γκέιπελ, που ήταν μέλος της ομάδας 4Χ100 μ. Γυναικών η οποία είχε σημειώσει παγκόσμιο ρεκόρ. «Οι άνδρες του καθεστώτος χρησιμοποίησαν νεαρά κορίτσια για την αρρωστημένη φιλοδοξία τους. Ήξεραν ότι η χώρα έπρεπε οπωσδήποτε να γίνει η καλύτερη στον κόσμο. Αρρωστημένη κατάσταση... κλεμμένη παιδική ηλικία», λέει η 53χρονη που σήμερα είναι συγγραφέας.
Η πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989 ήρθε να αποκαλύψει το βάθος και τις ακρότητες του συστηματικού προγράμματος ντόπινγκ στην ανατολική πλευρά του. «Ξεκίνησε για ένα λόγο: την εθνική υπεροχή», αναφέρει ο καθηγητής Βέρνερ Φράνκε, ένας ερευνητής που εξασφάλισε πρόσβαση σε πολλούς φακέλους της Στάζι μετά από την ενοποίηση και αποκάλυψε τα σημάδια του παρελθόντος.
«Κάθε χρόνο έμπαιναν στο πρόγραμμα περίπου 2.000 αθλητές. Οι νεαρότεροι ήταν 12-13 ετών και δεν τους χορηγούσαν μόνο χάπια, αλλά τους έκαναν και ενέσεις», προσθέτει ο Φράνκε.
«Πρέπει να εξαφανιστεί στρατηγικά»
Η Στάζι κρατούσε φακέλους για όλους τους διεθνείς αθλητές. Σε κάποιες περιπτώσεις, αθλητές και προπονητές κατασκόπευαν ο ένας τον άλλο. Ο φάκελος της Γκέιπελ είχε μερικές από τις πιο σκληρές λεπτομέρειες.
Το 1984, σε ένα προπονητικό καμπ στο Μεξικό, ερωτεύτηκε έναν ντόπιο αθλητή και έκανε σχέδια να το σκάσει από την Αν. Γερμανία, να σπουδάσει και να ξεκινήσει μία νέα ζωή στις ΗΠΑ. Γύρισε στο σπίτι και είπε τα νέα στο σύντροφό της, ο οποίος όμως της αποκάλυψε πως εργαζόταν για τη μυστική αστυνομία.
Από εκείνο το σημείο, η Γκέιπελ βίωσε το τι ήταν ικανός να κάνει ο μηχανισμός του καθεστώτος. «Αρχικά έψαχναν να βρουν στην Αν. Γερμανία έναν άνδρα που θα έμοιαζε με τον Μεξικανό που είχα ερωτευτεί. Πίστευαν ότι αν γινόταν αυτό, όλα θα ήταν πάλι όπως πριν. Όμως δεν βρήκαν κανέναν. Έπειτα, προσπάθησαν να με αναγκάσουν να μπω στη Στάζι. Αρνήθηκα. Βλέποντας ότι δεν υπάρχει άλλη λύση, προχώρησαν στο τελευταίο στάδιο. Με έβαλαν στο χειρουργείο και μου έκοψαν το στομάχι. Στους φακέλους υπάρχουν τα πάντα. Μου έκοψαν το στομάχι και όλους τους μύες έτσι ώστε να μην μπορώ να ξανατρέξω και κατά συνέπεια να μην μπορώ να ταξιδέψω εκτός χώρας. Το πρόγραμμα ξεκινούσε με τη φράση "Πρέπει να εξαφανιστεί στρατηγικά". Αυτό είναι φράση της Στάζι. Σημαίνει ότι κάποιος πρέπει να αποκοπεί από τον αθλητισμό», διηγείται η Γκέιπελ, που ετοιμάζει ένα βιβλίο για όλα αυτά.
Σε ένα φάκελο είχε διαβάσει για το σύστημα που υιοθετήθηκε για τους Ολυμπιακούς αγώνες του 1972 στο Μόναχο. Η Στάζι είχε φτιάξει ξύλινα κιβώτια, σαν κλουβιά για κουνέλια, στα δωμάτια του ξενοδοχείου που έμενε η ομάδα. Αν πίστευαν ότι ένας αθλητής ετοιμάζεται να αυτομολήσει - καθώς οι αγώνες γίνονταν στη Δυτική Γερμανία - θα τον έβαζαν στο κλουβί και θα τον μετέφεραν στην Ανατολική Γερμανία. «το όλο πράγμα είχε συμβολική διάσταση. Ήμασταν αντικείμενα, όχι άνθρωποι», λέει η Γκέιπελ, που είναι πρόεδρος ομάδας Βοηθείας για τα θύματα του ντόπινγκ.
Το 2000, 32 γυναίκες υπέβαλαν μήνυση ενάντια στους δράστες, με αποτέλεσμα στο δικαστήριο του Βερολίνου να ακουστούν τρομακτικές ιστορίες για προβλήματα στην καρδιά, το συκώτι, τα νεφρά ή τα γεννητικά όργανα, καθώς και μητέρες που απέδιδαν τα προβλήματα των παιδιών τους στα αναβολικά που είχαν χορηγηθεί στις ίδιες.
Η Χάιντι που έγινε Αντρέας
Ανάμεσα στους ενάγοντες ήταν ο Αντρέας Κρίγκερ, ένα από τα πρόσωπα-σύμβολα της θηριωδίας του ντόπινγκ στην Ανατολική Γερμανία. Εκπροσωπούσε τη χώρα ως Χάιντι Κρίγκερ στα μέσα της δεκαετίας του '70 και υποβλήθηκε σε επέμβαση αλλαγής φύλου δύο δεκαετίες αργότερα.
«Ακόμη και σήμερα λέω ότι αυτοί σκότωσαν την Χάιντι. Χορηγώντας μου αυτά τα χάπια, την σκότωσαν. Είναι δύσκολο να πω αν θα ήμουν ακόμη η Χάιντι ή όχι... Αλλά θα ήταν μία δική μου απόφαση. Εκείνοι μου την στέρησαν», λέει.
Όπως οι περισσότεροι, είχε μπει στο πρόγραμμα σαν έφηβη: «στη χώρα μας είχαμε έλλειψη πολλών πραγμάτων, για παράδειγμα φρούτων. Οπότε μας έλεγαν ότι με αυτά τα χάπια βιταμινών θα αναπληρώναμε τις διατροφικές ελλείψεις μας. Τότε έπαιζαν το Θεό μαζί μας», θυμάται.
Το δικαστήριο υποχρέωσε τη γερμανική κυβέρνηση να αποζημιώσει τα θύματα, ενώ ο τότε υπουργός Αθλητισμού Μάνφρεντ Έβαλντ και ο αρχίατρος του προγράμματος, Μάνφρεντ Χόεπνερ, καταδικάστηκαν. Σχεδόν 300 αθλητές εισέπραξαν από περίπου 10.000 ευρώ. Οι περισσότεροι όμως, δεν εμφανίστηκαν. Για κάποιους είναι ακόμη ντροπή η συμμετοχή στο πρόγραμμα. Άλλοι δεν ήθελαν να ξαναζήσουν τον εφιάλτη.
Θεωρείται πως συνολικά 10.000 αθλητές πέρασαν από το πρόγραμμα ντόπινγκ της χώρας, που απασχολούσε μέχρι και 1.500 γιατρούς και επιστήμονες. «Το λιγότερο που μπορεί να χαρακτηριστεί όλο αυτό είναι έγκλημα κατά της ανθρωπότητας», καταλήγει ο καθηγητής Φράνκε.