Υποσιτισμένος λόγω της Κατοχής στην Ελλάδα αλλά αποφασισμένος να τρέξει στον πεντηκοστό Μαραθώνιο της Βοστώνης ο Στέλιος Κυριακίδης έτρεξε, κέρδισε και αφιέρωσε τον αγώνα του στην Ελλάδα ενώ οι Αμερικανοί εντυπωσιασμένοι τον αποκαλούσαν «σύγχρονο Φειδιππίδη» και του έταζαν γη και ύδωρ - ακόμη και καριέρα στο Χόλιγουντ.
Η συμμετοχή στον Μαραθώνιο της Βοστώνης ήταν όνειρο για τον Στέλιο, ειδικότερα στον αγώνα της 20η Απρίλη 1946 στον περίφημο πεντηκοστό μαραθώνιο της πόλης. Οταν του έφτασε η τιμητική πρόσκληση από τους διοργανωτές άρχισε να προπονείται με εξαντλητικούς ρυθμούς αν και η γυναίκα του παραπονιόταν πως είναι τόσο αδύνατος που δεν θα τα καταφέρει. Ταυτόχρονα εμφανίστηκαν διάφορα προβλήματα, καθώς ο ΣΕΓΑΣ εν μπορούσε να του εξασφαλίσει βίζα, ούτε την απαραίτητη βεβαίωση αθλητή.
Υπερπηδώντας κάθε δυσκολία βρήκε τα απαραίτητα δικαιολογητικά και άρχισε ένας νέος αγώνας: πού θα έβρισκε τα χρήματα για να αγοράσει το αεροπορικό εισιτήριο. Πούλησε την ηλεκτρική κουζίνα και το ραδιόφωνο του, πήρε επιταγή 1.000 δολαρίων από την ΔΕΗ όπου και εργαζόταν, έπεισε την τράπεζα να του τα μετατρέψει σε συνάλλαγμα ουρλιάζοντας «Τρέχω για την Ελλάδα από το 1933. αγωνίζομαι για τη γαλανόλευκη. δεν είμαι κανένας τυχοδιώκτης» και στις 4 Απριλιου του 1946 μπήκε στο αεροπλάνο για την Αμερική.
Ο επίμονος κοκαλιάρης Έλληνας
Ήταν αποφασισμένος να μην ξαναζήσει την εμπειρία του 1930 όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αγώνα επειδή των χτύπησαν τα καινούρια αθλητικά παπούτσια που του είχαν χαρίσει οι ομογενείς!Υποσχέθηκε πως δεν θα εγκατέλειπε ξανά λέγοντας: «Ήρθα να τρέξω για επτά εκατομμύρια πεινασμένους Έλληνες.». Παρά το χαμηλό του βάρος κατάφερε να πείσει τους υπευθύνους να τον δεχθούν στον αγώνα αναλαμβάνοντας τις ευθύνες, κάνοντας τον αμερικανικό τύπο να γράφει για τον επίμονο κοκαλιάρη Ελληνα. Στις 12 το μεσημέρι, στις 20 Απριλίου 1946, δόθηκε η εκκίνηση του Μαραθωνίου της Βοστώνης. Λίγο πριν ένας ομογενής πλησίασε τον Στέλιο Κυριακίδη και το έδωσε ένα χαρτάκι που έγραφε από τη μία πλευρά «Ή ταν ή επί τας» και από την άλλη «Νενικήκαμεν». Είχε ζητήσει από την επιτροπή να αγωνιστεί με τον αριθμό 7 και έτσι του δόθηκε το 77 (διπλά τυχερός με βάση την αναφορά ότι στην Αρχαία Ελλάδα ο 7 ήταν τυχερός αριθμός). Δεν σπατάλησε δυνάμεις από την αρχή αλλά επιτάχυνε από τα μισά της διαδρομής (είχε βάλει «σημάδια» διάφορα κτήρια, τοποθεσίες και τα παντελονάκια των συναγωνιστών του). Κοιτούσε μόνο μπροστά αφού: «όταν ένας μαραθωνοδρόμος κοιτάζει πίσω του, δίνει φτερά στον αντίπαλο». Στα τελευταία χιλιόμετρα προπορευόταν μαζί με τον Τζόνυ Κέλυ. Ένας Αμερικανός δημοσιογράφος που παρακολουθούσε τον αγώνα με αυτοκίνητο, τον πληροφόρησε: «ο Κέλυ «έσπασε», είναι ώρα να φύγεις». Τότε όπως αφηγείται ο Κυριακίδης είδε «...έναν ηλικιωμένος Έλληνας να τραβάει τα μαλλιά του και να λέει: Για την Ελλάδα Στέλιο μου! Για τα παιδιά σου!». Τότε ο Στέλιος Κυριακίδης συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις τους φωνάζοντας στον τερματισμό: «For Greece!» (Για την Ελλάδα). Ο χρόνος του 2:29:27 ο καλύτερος στην Ευρώπη και για 22 χρόνια τον καλύτερο στην Ελλάδα.
Τρέχοντας για μια ολόκληρη πατρίδα
Ακολούθησε η αποθέωση. Τον φώναζαν «ο απόγονος του Φειδιππίδη» , του πρόσφεραν χρήματα για να γίνει επαγγελματίας αθλητής ακόμη και ηθοποιός. Αυτός ήταν αμετανόητος: «Για μένα τίποτα. Μόνο για την Ελλάδα...Σας παρακαλώ, μην ξεχάσετε τη χώρα μου». Ο Τζόνυ Κέλυ (ήταν ο επικρατέστερος για τη νίκη) όταν ρωτήθηκε γιατί δεν κατάφερε να κερδίσει τον αγώνα, απάντησε: «Πως θα μπορούσα να κερδίσω ποτέ έναν τέτοιον αθλητή; Εγώ έτρεχα για τον εαυτό μου κι αυτός για μια ολόκληρη πατρίδα». Την επομένη μέρα η Boston Sunday Post έγραφε: «Έχω ξαναδεί πολλούς αθλητές να κλαίνε είτε από χαρά για το θρίαμβό τους είτε από λύπη για την ήττα τους. Αυτός ο Αθηναίος με τα ευγενή αισθήματα δάκρυσε αληθινά, με δάκρυα που έβγαιναν μέσα από τη δυνατή ελληνική καρδιά του. Μια καρδιά που δεν τον πρόδωσε στα 26 μίλια που διήνυσε, αλλά που κόντεψε να σπάσει όταν έφτασε στο τέρμα, τόσο από περηφάνια για τη νίκη του όσο και από θλίψη για τις κακουχίες που περνούσε η πατρίδα του».
Ο Στέλιος Κυριακίδης παρέμεινε ένα μήνα στην Αμερική και επέστρεψε στην Ελλάδα έχοντας συγκεντρώσει 250.000 δολάρια. Η βοήθεια αυτή ονομάστηκε «Πακέτο Κυριακίδη». Στις 23 Μαΐου 1946, ο Κυριακίδης επέστρεψε στην Ελλάδα και έγινε δεκτός με τιμές ήρωα. Η επιστροφή στο σπίτι του στην Φιλοθέη κράτησε 8 ώρες. Για πρώτη φορά μετά την Κατοχή, φωταγωγήθηκε η Ακρόπολη προς τιμήν του.