Με αυτόν τον τίτλο ρεπορτάζ της εφημερίδας Guardian αναφέρεται στο μεγάλο πρόβλημα της «διαδικτυακής» απιστίας ή οποία έχει πολλές μεταφράσεις και για την οποία υπάρχουν πολλές απόψεις.
Από την στιγμή που το ίντερνετ στις αρχές της δεκαετίας του 2000 έγινε ένα εργαλείο στο οποίο οι άνθρωποι μπορούσαν να βρουν και άλλα πράγματα εκτός από συνταγές ή τραπεζικά παραρτήματα, χάρτες και άλλες πληροφορίες, τότε το σεξ από τις βιντεοκασέτες και τα βίντεοκλάμπ εισχώρησε και μέσα στο ίντερνετ, όπου μπορούσε κανείς να το βρει ανώνυμα και εύκολα και μάλιστα σε πολύ μεγάλη ποικιλία.
Τα πράγματα έχουν εξελιχτεί και γίνει ακόμα πιο εύκολα και εκτός από τα χιλιάδες σάιτ πλέον οι επιλογές είναι πιο διαδραστικές. Με τη δημιουργία των chat rooms και της κάμερας που υπάρχει σε κάθε υπολογιστή και smart phone, μπορεί ο καθένας να συνομιλήσει με την δική του επιλογή ανά πάσα στιγμή και πολλές φορές χωρίς χρέωση.
Εφόσον όμως αυτό δεν γίνεται δια ζώσης, είναι άραγε απιστία; Αυτό αναρωτιούνται δεκάδες αναγνώστες που στέλνουν γράμματα σε εφημερίδες και στήλες συμβουλών καθώς το φαινόμενο του cybersex έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας για άντρες -και πολλές φορές και γυναίκες- κάθε ηλικίας.
Σύμφωνα με έρευνες τις περισσότερες φορές αυτός που κάνει cybersex και έχει πιαστεί στα πράσα, λέει ότι δεν θεωρούσε την πράξη απιστία καθώς δεν ακουμπούσε και δεν είδε από κοντά το άτομο με το οποίο συναναστράφηκε. Αλλά ο απατημένος την θεωρεί μια πράξη απιστίας σχεδόν ίδια με το να έκανε σεξ με άλλο άτομο.