Σαν κεραυνός ήρθε η είδηση από φίλο και συνάδελφο: Πέθανε ο Πάικος…
Εκανα μερικά δευτερόλεπτα παύση. Πέθανε ο Πάικος;
Αχ Βασίλη, σε θυμάμαι με την αιώνια πίπα σου στο στόμα και το μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπο. Βαθιά ευγενής, ένας αληθινός τζέντλεμαν της ζωής και της δημοσιογραφίας, αληθινά καλλιεργημένος άνθρωπος.
Θλίψη: Πέθανε ο δημοσιογράφος Βασίλης Πάικος
Τον Βασίλη είχα την ατυχία να τον γνωρίσω σχετικά αργά, πριν από 14-15 χρόνια. Είχε ήδη διαγράψει μια μεγάλη διαδρομή στη δημοσιογραφία.
«Δάσκαλο» τον αποκαλούσαν όλοι -και ήταν.
Είχα όμως την τύχη να συνεργαστώ μαζί του. Μια ολόκληρη χρονιά κάναμε μαζί εκπομπή στον 9,84 (υπήρξε από τα ιδρυτικά του στελέχη), πίσω στο μακρινό 2008-2009.
«Μην πυροβολείτε την πολιτική» ήταν ο τίτλος της εκπομπής του και απηχούσε την πάγια άποψή του: Ακρως πολιτικοποιημένος, με έξοχη αναλυτική σκέψη, δεν είχε πέσει στη λούμπα να κατηγορεί για όλα την πολιτική και τους πολιτικούς. Είχε άποψη φυσικά, αλλά είχε παράλληλα τη σπάνια έμφυτη ικανότητα, ακόμη και αν διαφωνούσε μαζί σου, να μη σε προσβάλλει ποτέ. Είχαμε φιλοξενήσει πολιτικούς από όλους τους χώρους: Από τον Τσίπρα που φέραμε στο στούντιο, μέχρι Νεοδημοκράτες, ΠΑΣΟΚους, ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ. Χαιρόμουν τις εκπομπές μαζί του γιατί κάθε φορά μάθαινα και κάτι, έκλεβα τέχνη που λένε. Ηξερε πολλά, σου εμπιστευόταν κάποια, αλλά κρατούσε κρυμμένα άλλα τόσα.
Κάναμε παρέα και εκτός ραδιοφώνου. Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, επί χρόνια, μάζευε για ρεβεγιόν, και επί τη ευκαιρία της ονομαστικής του γιορτής, μια συγκεκριμένη παρέα. Ανάμεσά τους ο αείμνηστος Μιχάλης Παπαγιαννάκης, ο Ανδρέας Πετρουλάκης και άλλοι. Λίγοι και εκλεκτοί. Για χαρτάκι (αυστηρά πόκα, βέβαια). Εκπληκτικός οικοδεσπότης της παλιάς εποχής -και ακόμη πιο απίθανος μάγειρας-, μας έκανε να φεύγουμε σκασμένοι από πιοτό και φαγητό.
Στο σπίτι του είχε μερικά απίθανα συλλεκτικά αντικείμενα, ανάμεσά τους κάποιες ασημένιες ταμπακιέρες και κομπολόγια, που τα χάζευα με τις ώρες. Και βιβλία, πάμπολλα βιβλία... Διαβασμένα, όχι για μόστρα στη βιβλιοθήκη.
Μου έλεγε και για το όνομά του, που κάποια σχέση έχει με το βουνό, το όρος Πάικο, στην Κεντρική Μακεδονία, αλλά που πια δεν θυμάμαι πώς και γιατί.
Από τον Πάικο έμαθα να βλέπω με άλλο μάτι μια πόλη που τη θεωρούσα από τις χειρότερες που υπάρχουν στην Ελλάδα: το Μεσολόγγι. Καταγόταν από εκεί και κάθε χρόνο μας έφερνε το μοναδικό αυγοτάραχο. «Δεν μ’ αρέσει, βρε Βασίλη», του έλεγα. «Δεν ξέρεις να τρως», μου απαντούσε, και γελούσε, αλλά με μια υποδόρια ενόχληση.
Κάποια μέρα με ρώτησε ευγενικά, αλλά πονηρά: «Εχεις πάει στο Μεσολόγγι;». Είχα πάει. «Και δεν σου άρεσε;». Είπα την αλήθεια, όχι. «Δεν την έχεις προσέξει, είναι μαγική. Είναι υ γ ρ ή πόλη...», μου είπε. Θυμάμαι τώρα τα μάτια του, πώς γλύκαναν όταν μου είπε το «υγρή». Μου θύμισε κάτι από τον «Μπαταριά» του Μαλακάση. Ηταν και ποιητής ο Βασίλης.
Ελαφρύ το χώμα, δάσκαλε...