Ποινές κάθειρξης από επτά μέχρι 20 χρόνια επέβαλε σήμερα δικαστήριο της Σαουδικής Αραβίας στους οκτώ από τους 11 κατηγορούμενους για τη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι, ακυρώνοντας τις θανατικές καταδίκες που είχαν επιβληθεί πρωτοδίκως.
«Πέντε κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε κάθειρξη 20 ετών και τρεις άλλοι σε ποινές από 7 έως 10 χρόνια» μετέδωσε το επίσημο ειδησεογραφικό πρακτορείο SPA, επικαλούμενο το γραφείο του γενικού εισαγγελέα.
Η απόφαση αυτή, που θεωρείται τελεσίδικη, επικρίθηκε αμέσως από την ειδική εισηγήτρια των Ηνωμένων Εθνών για τις εξωδικαστικές εκτελέσεις, την Ανιές Καλαμάρ, η οποία την χαρακτήρισε «νέα πράξη» σε αυτήν την «παρωδία δικαιοσύνης». Μολονότι χαιρέτισε την ακύρωση των θανατικών ποινών, η Καλαμάρ έγραψε στο Twitter: «Ο Σαουδάραβας εισαγγελέας έπαιξε μια νέα πράξη σε αυτήν την παρωδία δικαιοσύνης. Αυτές οι αποφάσεις δεν έχουν καμία ηθική ή νομική νομιμότητα. Εκδόθηκαν μετά από μια διαδικασία που δεν ήταν ούτε δίκαιη, ούτε διάφανη».
Η αρραβωνιαστικιά του Κασόγκι, η Χατιτσέ Τσενγκίζ, από την πλευρά της, έκανε λόγο για «φάρσα». «Η διεθνής κοινότητα δεν θα αποδεχθεί αυτήν τη φάρσα. Οι σαουδαραβικές αρχές έκλεισαν την υπόθεση χωρίς να γνωρίζει ο κόσμος την αλήθεια για το ποιος ευθύνεται για τη δολοφονία του Τζαμάλ», τόνισε σε ανάρτησή της στο Twitter.
Τον Μάιο, οι γιοι του Κασόγκι είχαν ανακοινώσει ότι «συγχώρεσαν» τους δολοφόνους του πατέρα τους. «Εμείς, τα παιδιά του μάρτυρα Τζαμάλ Κασόγκι ανακοινώνουμε ότι συγχωρούμε εκείνους που σκότωσαν τον πατέρα μας», έγραψε στο Twitter ο Σαλάχ Κασόγκι, ο πρωτότοκος γιος του. Παλαιότερα, ο ίδιος είχε διαβεβαιώσει ότι έχει «πλήρη εμπιστοσύνη» στη δικαιοσύνη της Σαουδικής Αραβίας.
Τον Απρίλιο του 2019 η εφημερίδα Washington Post, με την οποία συνεργαζόταν ο δημοσιογράφος, έγραψε ότι τα τέσσερα παιδιά του, συμπεριλαμβανομένου και του Σαλάχ, έλαβαν σπίτια αξίας πολλών εκατομμυρίων δολαρίων και πληρώνονταν χιλιάδες δολάρια κάθε μήνα από τις σαουδαραβικές αρχές. Η οικογένεια ωστόσο διέψευσε την πληροφορία αυτήν.
Ο 59χρονος Τζαμάλ Κασόγκι, που αρχικά ήταν υπέρμαχος του σαουδαραβικού καθεστώτος αλλά στη συνέχεια μετατράπηκε σε σφοδρό επικριτή του, δολοφονήθηκε τον Οκτώβριο του 2018 μέσα στο προξενείο της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη όπου είχε πάει να παραλάβει ένα έγγραφο για τον γάμο του με την Τσενγκίζ. Το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ.
Η δολοφονία αυτή βύθισε τη Σαουδική Αραβία σε μια από τις χειρότερες διπλωματικές κρίσεις στην ιστορία της και αμαύρωσε την εικόνα του πρίγκιπα διαδόχου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν –του αποκαλούμενου “MBS”. Τούρκοι και Αμερικανοί αξιωματούχοι τον υπέδειξαν ως τον άνθρωπο που διέταξε τη δολοφονία.
Το Ριάντ, αφού αρχικά αρνήθηκε τη δολοφονία και προσπάθησε να παρουσιάσει διάφορες εκδοχές του τι απέγινε ο Κασόγκι, τελικά παραδέχτηκε ότι τον σκότωσαν Σαουδάραβες πράκτορες οι οποίοι όμως έδρασαν μόνοι και χωρίς να έχουν λάβει τέτοια εντολή από τους προϊσταμένους τους. Ο πρίγκιπας διάδοχος, αν και ο εισαγγελέας τον απάλλαξε από κάθε κατηγορία, δήλωσε στο αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο PBS ότι αποδέχεται την ευθύνη επειδή η δολοφονία έγινε επί της δικής του διακυβέρνησης. Επέμεινε όμως ότι δεν γνώριζε εκ των προτέρων τι επρόκειτο να κάνουν οι πράκτορες.
Η CIA είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο πρίγκιπας ήταν πιθανότατα εκείνος που διέταξε τη δολοφονία.
Την υπόθεση ανέλαβε η σαουδαραβική δικαιοσύνη και στην πρώτη δίκη, τον περασμένο Δεκέμβριο, πέντε Σαουδαράβες καταδικάστηκαν σε θάνατο και άλλοι τρεις σε ποινές φυλάκισης, ενώ τρεις από τους συνολικά 11 κατηγορουμένους απαλλάχθηκαν.
Τα ονόματα και οι ιδιότητες των προσώπων που καταδικάστηκαν σήμερα δεν έχουν ανακοινωθεί.
Το γραφείο του γενικού εισαγγελέα υπογράμμισε ότι η νέα απόφαση «βάζει τέλος» στην υπόθεση αυτή, σηματοδοτώντας τη βούληση του Ριάντ να γυρίσει οριστικά σελίδα.
Να σημειωθεί ωστόσο ότι τουρκικό δικαστήριο δικάζει ερήμην από τις αρχές Ιουλίου 20 Σαουδάραβες. Δύο από αυτούς είναι στενοί συνεργάτες του πρίγκιπα διαδόχου: ο πρώην σύμβουλος Σαούντ αλ Καχτάνι και ο πρώην «υπ’ αριθμόν 2» των υπηρεσιών πληροφοριών, ο στρατηγός Άχμεντ αλ Ασίρι, που φέρονται ότι διέταξαν τον φόνο. Για τον πρώτο είχε γίνει έρευνα και στη Σαουδική Αραβία, όμως δεν του ασκήθηκε δίωξη «λόγω ανεπαρκών αποδείξεων». Ο δεύτερος κατηγορήθηκε αλλά απαλλάχθηκε για τον ίδιο λόγο. Και οι δύο έχουν επισήμως εκδιωχθεί από τον πολιτικό κύκλο του πρίγκιπα διαδόχου.
Η Τσενγκίζ είχε εκφράσει την ελπίδα η δίκη που διεξάγεται στην Τουρκία να ρίξει φως σε πολλά σκοτεινά σημεία της υπόθεσης και κυρίως να βρεθούν τα λείψανα του δημοσιογράφου.