Ένας 26χρονος άνδρας, που κατηγορείται ότι σκότωσε τη σύντροφό του μπροστά στα μάτια του παιδιού τους, δικάζεται από σήμερα στην ανατολική Γαλλία.
Το ειδεχθές έγκλημα πυροδότησε τον δημόσιο διάλογο γύρω από τον ρόλο που διαδραμάτισαν η δικαιοσύνη και η αστυνομία.
«Αποδέχομαι την κατηγορία της ανθρωποκτονίας που μου προσάπτουν, δεν μπορώ να αρνηθώ τα γεγονότα διότι υπάρχουν βίντεο» είπε ο κατηγορούμενος, Λίριντον Μπερίσα, γεννηθείς στο Κόσοβο, ομολογώντας σήμερα τη δολοφονία της συντρόφου του το 2021. Λίγο αργότερα απείλησε να αποχωρήσει από την ακροαματική διαδικασία, την πρώτη ημέρα της δίκης του στο Μετς (ανατολικά).
«Όταν αρχικά φυλακίστηκα, δεν το πίστευα. Κατέληξα να αποδεχθώ με τον καιρό το τι έκανα. Ξέρω ότι δεν διέπραξα κάτι μικρό, ότι ενδεχομένως σόκαρα ανθρώπους, όμως δεν είμαι κάθαρμα» δήλωσε ο κατηγορούμενος, ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με την ισόβια κάθειρξη.
Ο Σερζ Εμπέλ, ψυχολόγος, σημείωσε πως ο κατηγορούμενος έχει «ισχνή ανοχή στην απογοήτευση» και μία «όρεξη για τις τοξικές ουσίες που μπορεί να επιτείνει τα κυκλοθυμικά χαρακτηριστικά του».
Μια περιγραφή που δεν άρεσε στον Μπερίσα. «Αυτός ο κύριος προσπαθεί να με παρουσιάσει ως ένα άρρωστο άτομο, δεν είμαι ψυχοπαθής, είμαι πατέρας εγώ! Εάν αυτό δεν γίνει αντιληπτό, παίρνω τα πράγματά μου και σας αφήνω» απείλησε.
Η γυναικοκτονία που προκάλεσε σοκ στη Γαλλία
Η γυναικοκτονία αυτή προκάλεσε σοκ τόσο επειδή ο Λίριντον Μπερίσα δολοφόνησε τη σύντροφό του Στεφανί Ντι Βιντσένζο μπροστά στα μάτια της κόρης τους, ηλικίας 3 ετών, αλλά και γιατί εκείνος είχε βγάλει το ηλεκτρονικό βραχιολάκι που φορούσε την παραμονή των γεγονότων, χωρίς να σημάνει οποιοσδήποτε συναγερμός στις Αρχές.
Τη νύχτα της 23ης προς 24η Μαΐου 2021 ξέσπασε ένας μεγάλος καβγάς μεταξύ του κατηγορούμενου και του θύματος, στην οικία τους στο Χαγιάνζ, μια πρώην βιομηχανική πόλη.
Η 22χρονη Στεφανί ντι Βιντσένζο κατάφερε να ξεφύγει από το παράθυρο, εξασθενημένη και γεμάτη αίματα. Μάρτυρες την είδαν να τρέχει προς το αστυνομικό τμήμα, το οποίο βρίσκεται σε απόσταση 40 μέτρων από το σπίτι της. Όμως, ήταν κλειστό.
Ο κατηγορούμενος την πρόλαβε στον δρόμο και τη μαχαίρωσε πολλές φορές μπροστά στους γείτονες και την κόρη τους. Κατόπιν, πέταξε το μαχαίρι, μήκους 25 εκατοστών, σε έναν κάδο και τράπηκε σε φυγή.
Το διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου 2018 και Νοεμβρίου 2020 οι δυνάμεις επιβολής του νόμου κλήθηκαν 10 φορές για να επέμβουν στην οικία του ζευγαριού.
Η Στεφανί ήθελε να εγκαταλείψει τον σύντροφό της, τον οποίο μάρτυρες περιγράφουν ως «εξαιρετικά βίαιο, αλκοολικό και ζηλιάρη». Είχε καταθέσει μήνυση σε βάρος του τον Νοέμβριο του 2020, όμως για τη μήνυση δεν ενημερώθηκε ποτέ η εισαγγελία.
Ο εισαγγελέας του Μετς, Κριστιάν Μερκουρί, διέψευσε την επομένη της τραγωδίας κάθε «δυσλειτουργία των δικαστικών υπηρεσιών», αλλά αναγνώρισε ότι, «σε έναν ιδανικό κόσμο», μηνύσεις που κατατίθενται από το θύμα σε βάρος του βίαιου συντρόφου του θα πρέπει να μεταβιβάζονται στην εισαγγελία.
Μια έρευνα που διεξήγαγαν διάφορα υπουργεία δεν κατέδειξε «καμία ανεπάρκεια» στις αποφάσεις που ελήφθησαν πριν από τον φόνο.
«Η συχνά ανησυχητική συμπεριφορά αυτού του ζευγαριού, οι συνεχείς διαπληκτισμοί, τους οποίους ορισμένες φορές ακολουθούσαν αμέσως συμφιλιώσεις, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια υποβάθμιση αυτής της κατάστασης από τις αστυνομικές υπηρεσίες», έγραφε ο ίδιος.
Εν τούτοις, υπενθύμισε στο δικαστήριο σήμερα ότι ο Λίριντον Μπερίσα είχε απαγάγει την πρώτη σύντροφό του και «απειλούσε να την κάψει ή να την εξαναγκάσει στην πορνεία», ενώ ήταν μόλις 17 ετών.
Πολιτικός πρόσφυγας, ο κατηγορούμενος είχε καταδικαστεί σε έναν χρόνο φυλάκισης για οδικές παραβάσεις. Είχε επωφεληθεί από μια μείωση ποινής και του είχε τοποθετηθεί ηλεκτρονικό βραχιολάκι λίγες ημέρες πριν από τα γεγονότα. Ένα βραχιολάκι που αφαίρεσε την παραμονή του φόνου.
Σύμφωνα με την έρευνα, το βραχιολάκι είχε πάθει «μια ανεξήγητη δυσλειτουργία» σε βαθμό τέτοιο που, όταν το έβγαλε, δεν σήμανε «κανένας συναγερμός στο κέντρο επιτήρησης».
Η ετυμηγορία αναμένεται την Παρασκευή.