Πώς μπορεί να νικήσει κανείς την πολιτική άνοδο των λαϊκιστών; Τους βάζεις στην εξουσία και ενδεχομένως οι ψηφοφόροι θα κατανοήσουν ότι ο νέος ηγέτης τους είναι χειρότερος από τον παλιό.
Αυτό έγινε στην Ελλάδα, όπου οι ψηφοφόροι απομάκρυναν τον ακροαριστερό ΣΥΡΙΖΑ μετά από τέσσερα χρόνια στην εξουσία, σχολιάζει το editorial της Wall Street Journal.
Οι Έλληνες ψηφοφόροι, έχοντας δοκιμαστεί τόσο σκληρά στράφηκαν προς το κόμμα της ΝΔ υπό τον κ. Μητσοτάκη, που συγκέντρωσε το 40% των ψήφων και αυτοδυναμία στη νέα Βουλή. Ο πρώην πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας συγκέντρωσε 32%, μετά από μία ζοφερή ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές τον Μάιο που σηματοδότησε την εξάντληση των Ελλήνων από τη διακυβέρνησή του.
Ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκαν με όχημα τη λαϊκή δυσαρέσκεια εξαιτίας της αδρανούς πολιτικής τάξης και ενός συστήματος πελατειακών σχέσεων που συνιστούσε την ελληνική εκδοχή μιας βαλτώδους κατάστασης. Όταν όμως ανήλθε στην εξουσία, αρχικά ξεκίνησε μια λανθασμένη επανάσταση κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν η πραγματική οργή των Ελλήνων στόχευε στην εσωτερική διαφθορά.
Αντί να ανατρέψει το σύστημα, ο ΣΥΡΙΖΑ το μιμήθηκε με επιθέσεις στα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και τις επιχειρήσεις. Η υπόλοιπη θητεία του σηματοδοτήθηκε από αποτυχίες ανικανότητας όπως λάθη χειρισμών στην προσφυγική κρίση αλλά και τη διαχείριση της περσινής καταστροφικής πυρκαγιάς.
Κατά κύριο λόγο, ο κ. Μητσοτάκης υπόσχεται μία ανάπαυλα από τον καπιταλισμό της διαπλοκής, που έχει χαρακτηρίσει την ελληνική πολιτική – αν και ο ίδιος είναι γόνος μίας πολύ γνωστής πολιτικής οικογένειας – και εστιάζει στην οικονομικά ανάπτυξη.
Υπόσχεται μείωση φόρων – 20% στις επιχειρήσεις μέσα στα επόμενα δύο χρόνια από 29%- και στα χαμηλότερα ατομικά εισοδήματα, μειώνοντας τους φόρους ακινήτων. Υπόσχεται επίσης μια εκτεταμένη παρέμβαση για την άρση των εμποδίων που φρενάρουν τις επενδύσεις και την ανάπτυξη και θα διαφοροποιείται σημαντικά από τον κ. Τσίπρα, ο οποίος προτίμησε να εκπληρώσει τους δημοσιονομικούς στόχους που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα από τα ευρωπαϊκά μνημόνια με αυξήσεις φόρων. Η ελληνική ανεργία βρίσκεται ακόμη στο 18,1% και το 24,3% για τους νέους ηλικίας 25-34.
Οι πολιτικές προτιμήσεις του κ. Μητσοτάκη θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν άλλη μία αντιπαράθεση με την ΕΕ, που είναι βέβαιο ότι θα δυσανασχετήσει εάν οι μειώσεις φόρων αυξήσουν το δημοσιονομικό έλλειμμα το πρώτο διάστημα. Αλλά ο κ. Μητσοτάκης αναγνωρίζει ότι η δημοσιονομική σταθερότητα απαιτεί ισχυρή οικονομική ανάπτυξη – και τώρα έπεισε και τους ψηφοφόρους. Αυτή είναι ίσως μια συμφωνία που οι Βρυξέλλες μπορεί να δεχθούν.
Ο κ. Μητσοτάκης έχει μπροστά του μακρύ δρόμο για να αναμορφώσει την ελληνική πολιτική ζωή αλλά και να αντιμετωπίσει την παλιά φρουρά μέσα στο ίδιο του το κόμμα που ασκούσε τη δική της ευνοιοκρατία. Αλλά προς το παρόν, έχει αποδείξει πώς μπορεί ένα κόμμα της κεντροδεξιάς να ανακάμψει και να κερδίσει φέροντας μία ατζέντα ανάπτυξης και μεταρρυθμίσεων που υπόσχεται περισσότερα από τον εθνικισμό και την αντίδραση κατά των προσφύγων. Το μάθημα για τους λαϊκιστές, είτε στην αριστερά είτε στη δεξιά, είναι ότι καλύτερα να φέρεις αποτελέσματα, αλλιώς οι ψηφοφόροι θα σε εγκαταλείψουν και σένα.