«Θέλουν να με βάλουν φυλακή για 187 χρόνια», «Έχω ανάγκη να ξέρω ότι είστε στο πλευρό μου!» δηλώνει, μετά την καταδίκη του, ο Ντόναλντ Τραμπ.
Κατακλύζοντας τους οπαδούς του με εκκλήσεις για δωρεές σε εμπρηστικούς τόνους, γεμίζει τα ταμεία του για τη μονομαχία του με τον Τζο Μπάιντεν.
Την Πέμπτη, λίγο αφότου οι ένορκοι κήρυξαν ένοχο τον Ρεπουμπλικανό για μια υπόθεση κρυφών πληρωμών σε μια σταρ πορνογραφικών ταινιών, οι ψηφοφόροι του Ντόναλντ Τραμπ άρχισαν να λαμβάνουν τα πρώτα μηνύματα στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο τους.
«Είμαι πολιτικός κρατούμενος!» λέει ο Τραμπ
«Είμαι πολιτικός κρατούμενος!», «Πρέπει ο Τζο Μπάιντεν να μετανιώσει που μας επιτέθηκε!», έγραψε σε ένα μήνυμα, που συνοδευόταν από μια φωτογραφία του με υψωμένη γροθιά, για να καλέσει στη συνέχεια τους «πατριώτες» να κάνουν δωρεά 20, 47, 100 ή 3.300 δολαρίων στην προεκλογική εκστρατεία του για τον Λευκό Οίκο.
Μερικές ώρες αργότερα, τα πρώτα SMS. «Θέλουν να με στείλουν στη φυλακή, θέλουν τον ΘΑΝΑΤΟ μου», διαβεβαιώνει αναφερόμενος στους Δημοκρατικούς και κατηγορώντας τους, χωρίς αποδείξεις, ότι ενορχήστρωσαν τις δίκες του. «Δεν θα παραδοθώ ποτέ!» υπόσχεται στους ψηφοφόρους του.
53 εκατομμύρια σε 24 ώρες
Το αποτέλεσμα αυτών των μηνυμάτων είναι ιλιγγιώδες. Σύμφωνα με την ομάδα της προεκλογικής εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ, ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος για μια δεύτερη θητεία στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών, συγκέντρωσε περισσότερα από 53 εκατομμύρια δολάρια μόνο σε δωρεές Διαδικτύου μέσα σε 24 ώρες μετά την εις βάρος του ετυμηγορία του δικαστηρίου της Νέας Υόρκης.
Η χιονοστιβάδα των SMS και των ηλεκτρονικών μηνυμάτων δεν έχει σταματήσει από τότε. Και οι δωρεές συνεχίζουν να έρχονται βροχή.
Ο Ντόναλντ Τραμπ έβαλε τα προβλήματά του με τη Δικαιοσύνη στην καρδιά της μονομαχίας του με τον Δημοκρατικό πρόεδρο ήδη από την πρώτη απαγγελία κατηγοριών εναντίον του, την περασμένη άνοιξη.
Η στρατηγική αποδίδει στη βάση των ψηφοφόρων του, η οποία είναι πεπεισμένη πως ο πρωταθλητής της είναι θύμα κυνηγιού μαγισσών.
«Αν μπορούσα, θα έδινα περισσότερα»
Η Μπέτσι Σάουερς, μια οδηγός φορτηγού από την Αϊόβα, λέει έτσι πως πριν από μερικές εβδομάδες έστειλε «100 δολάρια» στον πρώην πρόεδρο.
«Και αν μπορούσα, θα έδινα περισσότερα», προσθέτει μιλώντας στο Γαλλικό Πρακτορείο. Γιατί είναι τόσο σημαντικό γι' αυτή την πενηντάχρονη, η οποία ομολογεί πως δύσκολα τα φέρνει βόλτα, να συνεισφέρει στην εκστρατεία του Νεοϋορκέζου δισεκατομμυριούχου;
«Θέλω να έχει ένα πολεμικό ταμείο» για να νικήσει τους Δημοκρατικούς «και όλα τα ψέματά τους», διαβεβαιώνει αυτή η Ρεπουμπλικανή, η οποία είναι πεισμένη πως όλα τα δικαστικά προβλήματα του Ντόναλντ Τραμπ είναι «κατασκευασμένα».
Στην αμερικανική εκλογική ζωή, τα χρήματα, κάθε άλλο παρά ταμπού, είναι λόγος υπερηφάνειας για το στρατόπεδο που συγκεντρώνει τα περισσότερα. Είναι επίσης ένα απαραίτητο «μάνα»: οι εκλογές του 2024 αναμένεται ότι θα είναι οι πιο δαπανηρές στην ιστορία της χώρας.
Ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Τζο Μπάιντεν είναι έτσι εδώ και μήνες προσηλωμένοι σ' αυτό το κυνήγι των δολαρίων, δημοσιοποιώντας τακτικά εγκωμιαστικές ανακοινώσεις για την κατάσταση των οικονομικών τους.
«Η κούρσα για δωρεές είναι ένα καλό βαρόμετρο για να μετρηθεί η ενέργεια των πιο πιστών οπαδών ενός υποψηφίου», υποστηρίζει ο Τζεφ Μίλγιο, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μισούρι και ειδικός στη χρηματοδότηση προεκλογικών εκστρατειών.
«Γι' αυτό ακριβώς διαπιστώνουμε μια αύξηση της συγκέντρωσης κεφαλαίων στους οπαδούς του Τραμπ ως αντίδραση στην ετυμηγορία της δίκης: είναι αγανακτισμένοι και το εκφράζουν κάνοντας δωρεές», εξηγεί στο Γαλλικό Πρακτορείο.
Αυτά τα τρελά ποσά χρησιμεύουν για τη χρηματοδότηση των μετακινήσεων των υποψηφίων, τη μισθοδοσία των ομάδων τους, την παραγγελία δημοσκοπήσεων ή, και ίσως κυρίως, για την πληρωμή τηλεοπτικών διαφημίσεων.
Όμως, δεν θα αρκέσουν, σύμφωνα με τον Τζεφ Μίλγιο, για να αλλάξουν θεμελιωδώς τη μονομαχία μεταξύ των δύο ανδρών, η έκβαση της οποίας μπορεί να εξαρτηθεί από μερικές δεκάδες χιλιάδες ψήφους.
«Η κούρσα θα είναι αμφίρροπη», υποστηρίζει ο οικονομολόγος. «Και κανένα ποσό που θα δαπανηθεί σε προεκλογικά έξοδα μέχρι τον Νοέμβριο δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι σ' αυτό».
ΑΠΕ-ΜΠΕ