Oλο το φάσμα των κυρώσεων που προβλέπει ο νόμος CAATSA παραμένει στο τραπέζι των επιλογών που επεξεργάζονται ο Ντόναλντ Τραμπ και ο υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, προκειμένου να σταθμίσουν την απάντηση της Ουάσινγκτον απέναντι στην Αγκυρα μετά την επίσημη παραλαβή του ρωσικού συστήματος S-400.
Εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τους S-400
Υπενθυμίζοντας ότι η αμερικανική πλευρά είχε επανειλημμένα καταστήσει σαφές το ποιες μπορεί να είναι οι δυνητικές επιπτώσεις από μια τέτοια εξέλιξη, η εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Μόργκαν Ορτέιγκους, αναφέρθηκε στην τοποθέτηση που έχει κάνει νωρίτερα ο πρόεδρος Τραμπ, με την οποία έχει ουσιαστικά προαναγγείλει την αποπομπή της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35.
«Ο υπουργός και ο πρόεδρος εξετάζουν όλο το εύρος των επιλογών που περιλαμβάνονται στη νομοθεσία CAATSA. Νομίζω ότι από αυτό εδώ το βήμα έχουμε καταστήσει αρκετά σαφές το ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες. Και νομίζω ότι είδατε αυτές τις συνέπειες σήμερα, όταν ο πρόεδρος μίλησε για την αδυναμία πλέον της Τουρκίας να έχει τα F-35. Όσον αφορά το ποιες κυρώσεις θα επιλεχθούν, δεν τις ανακοινώνουμε εκ των προτέρων. Αλλά να γνωρίζετε ότι ο υπουργός προφανώς εξετάζει και εργάζεται σε αυτό το θέμα με τον πρόεδρο», σημείωσε η εκπρόσωπος.
Στο τραπέζι και το «waiver»;
Σε ερώτηση για το αν ο Λευκός Οίκος επεξεργάζεται κάποιο ενδεχόμενο πλάνο για μια πιθανή εξαίρεση (waiver) της Τουρκίας από τις επιπτώσεις του CAATSA, η Μόργκαν Ορτέιγκους ξεκαθάρισε ότι η απόφαση που θα ληφθεί θα σέβεται την αμερικανική νομοθεσία.
«Δεν ξέρω σε ποια λύση αναφέρεστε. Πιστεύω ότι όλοι μπορούμε με μια διαδικτυακή αναζήτηση να δούμε τις κυρώσεις CAATSA και να δούμε τις 12 επιλογές που υπάρχουν εκεί και τι μπορεί να γίνει με αυτή τη νομοθεσία. Και νομίζω ότι ο υπουργός και ο πρόεδρος θα λάβουν μια απόφαση με βάση το τι πρέπει να κάνουν σύμφωνα με τον νόμο των ΗΠΑ και μόλις λάβουν αυτή την απόφαση, σίγουρα θα σας ενημερώσουμε όλους».
Υπενθυμίζεται ότι το λεγόμενο «waiver» είναι ένα παράθυρο της νομοθεσίας CAATSA που έχει σχεδιαστεί για να διευκολύνει κυρίως μη νατοϊκές χώρες, όπως η Ινδία, οι οποίες καταβάλλουν προσπάθειες για να απεξαρτηθούν από τις υφιστάμενες εξαρτήσεις που έχουν από τη ρωσική αμυντική βιομηχανία.