Ξεκίνησε χθες η δίκη επτά δημοσιογράφων στην Τουρκία, οι οποίοι κατηγορούνται πως αποκάλυψαν κρατικά μυστικά κατά τη δημοσιογραφική κάλυψη των θανάτων μελών των τουρκικών μυστικών πληροφοριών στη Λιβύη.
Οι κατηγορούμενοι, έξι από τους οποίους έχουν προφυλακιστεί από τις αρχές Μαρτίου, εν αναμονή της δίκης τους, κατηγορούνται ότι αποκάλυψαν τις ταυτότητες δύο μελών της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (MIT).
Ένας όγδοος εναγόμενος, δημοτικός υπάλληλος στη δυτική τουρκική πόλη Ακισάρ, κατηγορείται ότι χορήγησε φωτογραφίες στους δημοσιογράφους για την κηδεία ενός από τους νεκρούς αξιωματικούς της MIT. Η Τουρκία παρέχει στρατιωτική υποστήριξη και εκπαίδευση στη διεθνώς αναγνωρισμένη Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας της Λιβύης, βοηθώντας την να αντικρούσει μια επίθεση 14 μηνών στην πρωτεύουσα Τρίπολη των δυνάμεων του Λιβυκού Εθνικού Στρατού του Χαλίφα Χάφταρ.
Οι κατηγορίες εναντίον των δημοσιογράφων αφορούν κυρίως άρθρα και δημοσιεύσεις τους σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης που δημοσιεύθηκαν λίγο μετά τη δήλωση του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τον Φεβρουάριο ότι η Τουρκία είχε «αρκετούς νεκρούς» στη Λιβύη.
Τουρκία: Κοινοποίησαν ονόματα στο Twitter
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο Μουράτ Αγκιρέλ, δημοσιογράφος της εφημερίδας Yeni Cag, ήταν ο πρώτος που αποκάλυψε τις ταυτότητες των αξιωματικών της MIT, κοινοποιώντας ονόματα και φωτογραφίες τους στο Twitter, αναφερόμενος στα σχόλια Ερντογάν. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο οι δημοσιογράφοι διώκονται για αποκάλυψη πληροφοριών που σχετίζονται με την κρατική ασφάλεια, κατηγορία που επισείει ποινή έως και 10 χρόνια κάθειρξης, μετά την αποκάλυψη αποστολών και ταυτοτήτων πρακτόρων της MIT. Κατηγορούνται επίσης ότι αποκάλυψαν έγγραφα και πληροφορίες που σχετίζονται με δραστηριότητες πληροφοριών, με ποινή έως και 10 χρόνια κάθειρξης. Οι εναγόμενοι αρνούνται τις κατηγορίες, λέγοντας ότι έκαναν τη δουλειά τους ως δημοσιογράφοι.
Η ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος θεωρείται αμφιλεγόμενη στην Τουρκία και η πίεση στους δημοσιογράφους έχει ενταθεί στη χώρα, ιδιαίτερα μετά από τα μέτρα καταστολής που ακολούθησαν την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του 2016.
Επικριτές τονίζουν ότι η κυβέρνηση χρησιμοποίησε την καταστολή ως πρόσχημα για να εξαλείψει αντίθετες φωνές, ενώ ο Ερντογάν και το κόμμα του ΑΚP υποστηρίζουν ότι τα μέτρα είναι απαραίτητα δεδομένου του κινδύνου ασφάλειας που αντιμετωπίζει η Τουρκία, ισχυριζόμενοι ότι τα δικαστήρια λειτουργούν ανεξάρτητα.