Το καζάνι της οργής βράζει στην Τουρκία για την πολιτική ηγεσία υπό τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που προτάσσουν πολιτικά και οικονομικά θέματα εις βάρος της δημόσιας υγείας στη μάχη με την πανδημία του κορωνοϊού.
Οι πολίτες στην Τουρκία απολαμβάνουν μια γεύση «κανονικότητας» μετά την άρση του πρώτου πλήρους lockdown που επιβλήθηκε στη γείτονα με το υπουργείο Υγείας να ανακοινώνει πτώση κατά 72% του αριθμού των νέων κρουσμάτων μετά τα ρεκόρ των άνω των 60.000 ημερησίως τον Απρίλιο – στατιστικά που η πολιτική ηγεσία χρησιμοποιεί ως επιχείρημα ότι η χώρα είναι έτοιμη για την κρίσιμη θερινή τουριστική σεζόν. Ωστόσο, η Τουρκία εξακολουθεί να καταγράφει τον πέμπτο υψηλότερο αριθμό κρουσμάτων παγκοσμίως, χώρια που ο Ιατρικός Σύλλογος της χώρας επιμένει ότι η πτώση που ανέφεραν τα χείλη των υπευθύνων είναι στατιστικά αδύνατη και το μόνο που αποδεικνύει είναι ότι απλώς διενεργούνται πολύ λιγότερα διαγνωστικά τεστ κορωνοϊού.
Ο ΠΟΥ είχε απονείμει πέρυσι τα εύσημα στην Τουρκία για την ταχεία και αποτελεσματική αντίδρασή της στον πρώτο κύμα της πανδημίας, μια αντίδραση, που συνοδεύτηκε, όμως, στη συνέχεια από στροφές 180 μοιρών, ημίμετρα και λάθη καθώς ο Ερντογάν και οι συνεργάτες του έδωσαν προτεραιότητα σε πολιτικά και οικονομικά ζητήματα σε βάρος της δημόσιας υγείας. «Στην αρχή της πανδημίας καταβλήθηκε γνήσια προσπάθεια ελαχιστοποίησης των κινδύνων, αλλά έκτοτε παρενέβη η πολιτική. Η τουρκική κυβέρνηση αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τις επιστημονικές συστάσεις όπως βόλευε την ατζέντα της, λαμβάνοντας μέτρα στη λογική ότι ο πληθυσμός της χώρας είναι σχετικά νέος, άρα οι περισσότεροι δεν θα έχουν πρόβλημα. Η διαχείριση της κρίσης τώρα αφορά στο να πιστέψουν οι πολίτες ότι η πανδημία έχει περάσει, αντί να την αντιμετωπίσουν δραστικά», λέει στον Guardian ο δρ Τσαγάν Κιζίλ, μέλος της ομάδας του Ιατρικού Συλλόγου της Τουρκίας για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Από την αρχική ταχεία αντίδραση στα απανωτά λάθη
Η εικόνα ήταν τελείως διαφορετική στην πρώτη φάση της πανδημίας στην Τουρκία. Όταν η ηγεσία της χώρας αντιλήφθηκε την κρίση στο γειτονικό Ιράν, έκλεισε τα σύνορα και επιστράτευσε ομάδες ιχνηλάτησης επαφών που είχαν αποκτήσει εμπειρία από την αντιμετώπιση του ενδημικού προβλήματος της φυματίωσης. Τον Απρίλιο αποφάσισε απαγόρευση κυκλοφορίες τις νύχτες και τα Σαββατοκύριακα σε μια προσπάθεια να βάλει φρένο στις μετακινήσεις των πολιτών, αλλά κρατώντας ανοικτή την κλυδωνιζόμενη οικονομία της χώρας.
Τα προβλήματα μ’ αυτή την προσέγγιση, ωστόσο, γρήγορα έγιναν εμφανή, με υγειονομικούς και γιατρούς να υποστηρίζουν ότι τα νούμερα των κρουσμάτων και των θανάτων που καταγράφονταν δεν αντιστοιχούσαν στην πραγματικότητα και να διαμαρτύρονται για την επιμονή των Αρχών στη χρήση της αναποτελεσματικής υδροξυχλωροκίνης σε ασθενείς της Covid-19. Μετά από τρεις μήνες περιοριστικών μέτρων στις μετακινήσεις η κυβέρνηση Ερντογάν σε μια προσπάθεια να αποφύγει περαιτέρω πλήγματα στην οικονομία της Τουρκίας ανακοίνωσε ότι η χώρα ήταν έτοιμη από την 1η Ιουνίου του 2020 να μπει σε μια διαδικασία «εξομάλυνσης» με τις μαζικές συναθροίσεις να αυξάνονται στη διάρκεια του καλοκαιριού.
Το κρύο του φθινοπώρου συνέβαλε επίσης στη ραγδαία αύξηση των κρουσμάτων με τους φόβους των γιατρών να επιβεβαιώνονται τον Οκρώβριο όταν η κυβέρνηση Ερντογάν παραδέχθηκε ότι δεν καταγράφονταν όλα τα κρούσματα και στον ημερήσιο απολογισμό περιλαμβάνονταν μόνον οι «συμπτωματικοί» φορείς. Αλλά στην οργή των υγειονομικών και στελεχών της αντιπολίτευσης ανέλαβε να απαντήσει ο κυβερνητικός εταίρος του Ερντογάν, Ντεβλέτ Μπαχτσελί, κατηγορώντας τους για «προδοσία» και απαιτώντας να κλείσει ο Ιατρικός Σύλλογος της χώρας. Στο μεταξύ το κυβερνών κόμμα AKP συνέχιζε τις συγκεντρώσεις σε κλειστούς χώρους παραβιάζοντας τους κανόνες που το ίδιο είχε ανακοινώσει για την Τουρκία. Στη διάρκεια του χειμώνα η κυβέρνηση αποφάσισε νέα περιοριστικά μέτρα στις μετακινήσεις, που όμως χαλάρωσαν πολύ γρήγορα με αποτέλεσμα η χώρα να πληγεί αναπόφευκτα τον περασμένο Μάρτιο από ένα τρίτο κύμα.
Την ώρα που οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης ετοιμάζονται να χαλαρώσουν τα μέτρα, τα ημίμετρα και οι μισές αλήθειες της πολιτικής ηγεσίας της Τουρκίας την ανάγκασαν να επιβάλει τελικά ένα πλήρες lockdown στη διάρκεια του Ραμαζανιού, χωρίς ωστόσο να έχει τα οικονομικά μέσα να στηρίξει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα πολλοί ν α συνεχίσουν να εργάζονται. Σκέψεις για νέα lockdown, ωστόσο, είναι απαγορευτικές για το κυβερνών κόμμα, αν θέλει να διατηρήσει ό,τι μπορεί από τη βάση των ψηφοφόρων, που προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από την εργατική τάξη. Μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια στην εξουσία το AKP κι ο ίδιος ο Ερντογάν βλέπουν τη δημοτικότητά τους να συρρικνώνεται διαρκώς την τελευταία τριετία μετά τον καταποντισμό της τουρκικής λίρας.
Διάχυτη είναι η οργή στην Τουρκία και για τα «δύο μέτρα δύο σταθμά» ως προς το lockdown, με την κυβέρνηση να προσκαλεί τους αλλοδαπούς τουρίστες να επισκεφθούν τα θέρετρά της, την ώρα που οι Τούρκοι έπρεπε να μένουν κλεισμένοι στα σπίτια τους υπό την απειλή βαριών προστίμων. Ακόμη και η αρχική επιτυχία του εμβολιαστικού προγράμματος στη γείτονα επισκιάστηκε από μεγάλα προβλήματα, όπως η έλλειψη εμβολίων λόγω καθυστερήσεων στις παραδόσεις αλλά και από αντιφατικές δηλώσεις του υπουργείου Υγείας της χώρας, Φαχρετίν Κοτζά, που έλεγε αρχικά ότι κάποια εμβόλια όπως το ρωσικό Sputnik V και τα σκευάσματα mRNA δεν είναι και τόσο ασφαλή και μετά τα γύριζε. «Μ’ αυτά που γίνονται δεν νικούμε την πανδημία του κορωνοϊού. Απλώς παίζουμε πολιτικά παιχνίδια», λέει ο Κιζίλ.