Oι Ευρωπαίοι υπουργοί Μετανάστευσης κατέληξαν σε συμφωνία στο Λουξεμβούργο για τον τρόπο αντιμετώπισης των αιτούντων άσυλο που φτάνουν στα σύνορα της ΕΕ (στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στην Ισπανία), σε μια κίνηση που περιγράφεται από τους συμμετέχοντες υπουργούς ως ένα πολύ σημαντικό βήμα.
Συνολικά, χρειάστηκαν οι υπουργοί περισσότερες από 12 ώρες ώστε να καταλήξουν σε συμφωνία για το θέμα, το οποίο διχάζει την ΕΕ από το 2015, όταν εκατοντάδες χιλιάδες Σύροι πρόσφυγες έφτασαν στην Ευρώπη.
«Η μετανάστευση είναι κοινή ευρωπαϊκή πρόκληση και ευθύνη. Η σημερινή μας συμφωνία αποτελεί ένα μεγάλο άλμα προς τα εμπρός για μια δίκαιη και βιώσιμη ευρωπαϊκή πολιτική μετανάστευσης και ασύλου», δήλωσε η Maria Malmer Stenergard, υπουργός Μετανάστευσης της Σουηδίας, προεδρεύουσα της συνεδρίασης.
Τι προβλέπει η συμφωνία για το μεταναστευτικό
Σύμφωνα με τα όσα έχουν γίνει γνωστά έως τώρα, επετεύχθη συμφωνία στους δύο βασικούς πυλώνες της μεταρρύθμισης ασύλου και μετανάστευσης της ΕΕ.
Ο πρώτος πυλώνας επικεντρώνεται σε αιτούντες άσυλο που φτάνουν στα σύνορα χωρίς έγγραφα ταυτότητας, και σε εκείνους που θεωρείται απίθανο να πληρούν τις προϋποθέσεις για το καθεστώς του πρόσφυγα, όπως υπηκόους από ασφαλείς χώρες όπως το Μαρόκο και η Αλγερία.
Η Γερμανία προέβαλε ενστάσεις για το σχέδιο, λέγοντας πως θα μπορούσε να οδηγήσει στο να κρατούνται σε συνοριακούς καταυλισμούς οικογένειες με παιδιά εάν είναι απίθανο να τους χορηγηθεί άσυλο. Αλλά και η Γερμανία συμφώνησε εν τέλει με την πρόταση, αφού υπήρξε δέσμευση να διασφαλιστεί ότι τα παιδιά που φτάνουν χωρίς γονείς ή κηδεμόνες δεν θα καταλήγουν στους καταυλισμούς.
Η δεύτερη πρόταση εστιάζει στο μοίρασμα των αιτούντων άσυλο σε όλη την Ευρώπη, για να διασφαλιστεί ότι οι παραμεθόριες χώρες όπως η Ιταλία και η Ελλάδα δεν θα υπερφορτωθούν.
Οι υπουργοί της ΕΕ συμφώνησαν πως εάν κάποια κράτη-μέλη δεν είναι πρόθυμα να δεχτούν έναν δίκαιο αριθμό προσφύγων (βάσει ποσόστωσης), πρέπει να πληρώσουν ως «πρόστιμο» 20.000 ευρώ ανά πρόσφυγα.
Τα χρήματα αυτά σύμφωνα με το Bloomberg θα πηγαίνουν σε ένα Ταμείο της ΕΕ για τους πρόσφυγες το οποίο θα διαχειρίζεται η Επιτροπή - για τη χρηματοδότηση έργων που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση των βαθύτερων αιτιών της μετανάστευσης, δήλωσαν αξιωματούχοι της ΕΕ.
Η συμφωνία των υπουργών της ΕΕ εστιάζει, ακόμη, στις χώρες όπου θα αποστέλλονται οι αιτούντες άσυλο των οποίων οι αιτήσεις απορρίπτονται.
Η Ιταλία, με την υποστήριξη της Ολλανδίας, ήθελε να διευρύνει τους ισχύοντες κανονισμούς, ώστε οι μετανάστες να μπορούν να επιστραφούν σε άλλη χώρα, όπως το μέρος όπου επιβιβάστηκαν σε σκάφος, αντί για τη χώρα καταγωγής τους.
Σύμφωνα με τον συμβιβασμό της τελευταίας στιγμής που επιτεύχθηκε, συμφωνήθηκε ότι τα κράτη-μέλη, και όχι η ΕΕ στο σύνολό της, θα καθορίσουν ποια χώρα είναι «ασφαλής» για τους μετανάστες που δεν θα τους χορηγείται άσυλο.
Οι χώρες θα υποχρεωθούν να δείξουν μια «σύνδεση» με τη χώρα στην οποία μεταφέρεται οποιοσδήποτε μετανάστης, αλλά αυτή η σύνδεση μπορεί να οριστεί από το κράτος-μέλος, ανέφεραν διπλωμάτες.
Αυτό φαίνεται να δίνει σε κάθε χώρα ευελιξία σχετικά με το εάν μπορούν να επιστρέψουν μετανάστες σε τρίτες χώρες που δεν συμφωνούν όλα τα κράτη της ΕΕ ότι αποτελούν ασφαλές καταφύγιο.
Μια πηγή είπε ότι η συμφωνία συνήφθη αφού η Ιταλία και πολλά άλλα κράτη απαίτησαν να αμβλυνθεί ο λεγόμενος κανόνας «σύνδεσης» - που απαιτεί ισχυρούς δεσμούς με τρίτη χώρα, όπως ένα πολυετές εργασιακό ιστορικό.
Μια πιο ευέλικτη ερμηνεία του κανόνα της «σύνδεσης» θα μπορούσε να επιτρέψει σε ένα κράτος-μέλος που θέλει να επιστρέψει έναν μετανάστη σε τρίτη χώρα να χρειαστεί μόνο να αποδείξει ότι ο αιτών άσυλο είχε μείνει κάποτε στη χώρα. Έτσι, για παράδειγμα, θα επιτρεπόταν στην Ιταλία να μεταφέρει μετανάστες σε «μια χώρα μετάβασης» όπως η Τυνησία.
Η Βουλγαρία, η Λιθουανία, η Μάλτα και η Σλοβακία απείχαν από την ψηφοφορία υπέρ της συμφωνίας, ενώ η Ουγγαρία και η Πολωνία δήλωσαν ότι δεν θα την υποστηρίξουν.
Η Γερμανία, η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο και η Πορτογαλία δήλωσαν ότι θα συνεχίσουν να κάνουν εκστρατεία για αλλαγές στην πλήρη νομοθεσία για τον αποκλεισμό των παιδιών και των ασυνόδευτων ανηλίκων από τους νέους κανόνες.
Ο υπουργός Εσωτερικών της Ιταλίας, Ματέο Πιαντεδόζι, δήλωσε: «Σήμερα είναι μια μέρα που κάτι αρχίζει να γίνεται. Δεν φτάσαμε κάπου. Τώρα ξεκινάμε».
Η Nancy Faeser, υπουργός Εσωτερικών της Γερμανίας, δήλωσε: «Αυτή δεν ήταν μια εύκολη απόφαση για όλους εμάς γύρω από το τραπέζι, αλλά ήταν ιστορική».
Η ολλανδική κυβέρνηση χαιρέτισε την απόφαση ως «σημαντικό βήμα», ενώ οι Αυστριακοί είπαν ότι ήταν «ένα βήμα μπροστά».
Ως προς το πότε θα εφαρμοστούν όσα αποφασίστηκαν χθες, θα πρέπει να συζητηθούν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πριν γίνουν νόμοι, κι αυτό είναι απίθανο να συμβεί πριν από το 2024.
Μετά από μια μακρά και δύσκολη διαπραγμάτευση, η σουηδική προεδρία της ΕΕ ανακοίνωσε: «Οι υπουργοί μόλις συμφώνησαν σε μια γενική προσέγγιση σχετικά με τον κανονισμό για τη διαχείριση του ασύλου και της μετανάστευσης και τον κανονισμό για τη διαδικασία ασύλου. Αυτοί οι φάκελοι αποτελούν τους δύο βασικούς πυλώνες της μεταρρύθμισης του συστήματος ασύλου της ΕΕ και είναι το κλειδί για μια καλή ισορροπία μεταξύ ευθύνης και αλληλεγγύης. Η σκληρή δουλειά κατά τη διάρκεια πολλών προεδριών συνέβαλε στο αποτέλεσμα που πετύχαμε σήμερα».
Σημειώνεται ότι, βάσει της συμφωνίας που επετεύχθη, για πρώτη φορά δημιουργείται ένας υποχρεωτικός μηχανισμός αλληλεγγύης, κάτι που παραδοσιακά ζητούσαν τα κράτη-μέλη της πρώτης υποδοχής, όπως η Ελλάδα.
Υπ. Μετανάστευσης: To νέο σύστημα ανταποκρίνεται καλύτερα στα δεδομένα με τα οποία είναι αντιμέτωπη η Ελλάδα
Κατά τη συνεδρίαση των υπουργών της Ε.Ε. που συμμετέχουν στο Συμβούλιο Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, επετεύχθη συμφωνία κατ' αρχήν στους πυλώνες αλλά και στα επόμενα βήματα για την υιοθέτηση του Νέου Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο. Από ελληνικής πλευράς, στη συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο συμμετείχαν ο υπηρεσιακός υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Δανιήλ Εσδράς, και ο γενικός γραμματέας Μεταναστευτικής Πολιτικής, Πάτροκλος Γεωργιάδης.
Όπως αναφέρει ανακοίνωση του υπουργείου Μετανάστευσης, το νέο κείμενο δημιουργεί υποχρεωτικό μηχανισμό αλληλεγγύης, εξασφαλίζει διαρκή αποσυμφόρηση στα σύνορα και προσαρμόζει τις δεσμεύσεις του Κανονισμού Δουβλίνου στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των χωρών πρώτης γραμμής όπως η Ελλάδα. Στηρίζει, παράλληλα, την έννοια των ασφαλών τρίτων χωρών. Επιπλέον, η συμφωνία καθιερώνει μια ετήσια πολιτική συζήτηση, σε υπουργικό επίπεδο, η οποία θα θέτει επί τάπητος τη μεταναστευτική κατάσταση και τις ανάγκες που υπάρχουν σε όρους αλληλεγγύης, κάτι που παραδοσιακά έθετε η Ελλάδα.
Την ίδια στιγμή, έγινε μια ουσιαστική επαναδιαπραγμάτευση του τρόπου με τον οποίο επιμερίζεται η ευθύνη, μέσα από τον Κανονισμό του Δουβλίνου. Η Ελλάδα αγωνίστηκε για να συμπεριληφθεί στον νέο Κανονισμό ένα νέο κριτήριο, το οποίο προβλέπει ότι η ευθύνη για την εξέταση μιας αίτησης ασύλου θα τερματίζεται σε 18 μήνες, από τα 10 χρόνια που ήταν έως σήμερα, όταν η αίτηση αυτή απορρίπτεται σε συνοριακές διαδικασίες ασύλου. Είναι οι διαδικασίες που η Ελλάδα εφαρμόζει με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα προκειμένου να ξεχωρίσει αυτούς που πραγματικά έχουν ανάγκη προστασίας από αυτούς που καταχρώνται το σύστημα ασύλου και υπονομεύουν τη βιωσιμότητά του. Προβλέφθηκε επίσης νέα, ειδική κατηγορία για τους διασωθέντες από επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης. Συνολικά, πάντως, το νέο σύστημα ανταποκρίνεται καλύτερα στα δεδομένα με τα οποία είναι αντιμέτωπη η Ελλάδα, εκτιμά το αρμόδιο υπουργείο στην ανακοίνωσή του.
Ένα ακόμη πολύ σημαντικό σημείο, σύμφωνα με το υπουργείο Μετανάστευσης, είναι ότι η Ελλάδα εξασφάλισε πρόνοιες που αποτρέπουν το ενδεχόμενο υπερφόρτωσης των συνοριακών περιοχών της χώρας από πιέσεις που σχετίζονται με διαδικασίες ασύλου. Επίσης, κατοχύρωσε ότι θα λαμβάνεται υπόψη η παράμετρος της εθνικής ασφάλειας κατά τον σχεδιασμό και την ανάπτυξη υποδομών που σχετίζονται με αυτές τις διαδικασίες.
Η συμφωνία αποτελεί μόνο ένα βήμα στην προσπάθεια για το τέλος της διαδρομής, που είναι η υιοθέτηση του Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, το οποίο αποτελείται από 11 νομοθετήματα.
Το Συμβούλιο έδωσε την εντολή στην Ισπανία, που θα ασκήσει την επόμενη ευρωπαϊκή Προεδρία, να διαπραγματευτεί την ολοκλήρωση δύο κρίσιμων Κανονισμών, που αφορούν την αλληλεγγύη, τον επιμερισμό της ευθύνης και την ενίσχυση των ελέγχων στα σύνορά της Ε.Ε.