Οι μηχανικοί που ειδικεύονται στα τσουνάμι και στον τρόπο προετοιμασίας για αυτά, θεωρούν πώς τα γεγονότα του 2004 αναδιαμόρφωσαν τα παγκόσμια συστήματα διαχείρισης καταστροφών.
Πριν από ακριβώς 20 χρόνια, στις 26 Δεκεμβρίου του 2004, ένας σεισμός μεγέθους 9,1 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ [ο τρίτος ισχυρότερος σεισμός που καταγράφηκε ποτέ από σεισμογράφο] χτύπησε βόρεια του νησιού Σουμάτρα της Ινδονησίας, ανάμεσα στο νησί Σιμεουλούε και τη Σουμάτρα.
Τον σεισμό ακολούθησε τσουνάμι, με κύματα ύψους μέχρι 30 μέτρων, που έπληξε 15 χώρες και έφτασε μέχρι και τα παράλια της Ανατολικής Αφρικής.
Ο τελικός απολογισμός θυμάτων του σεισμού και του τσουνάμι κυμαίνεται από 230.210 μέχρι 280.000 άτομα σε 14 χώρες. Ήταν η φονικότερη φυσική καταστροφή του αιώνα και πιθανότατα το φονικότερο τσουνάμι στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Οι μηχανικοί που ειδικεύονται στα τσουνάμι και στον τρόπο προετοιμασίας για αυτά, θεωρούν πώς τα γεγονότα του 2004 αναδιαμόρφωσαν τα παγκόσμια συστήματα διαχείρισης καταστροφών.
Μεταξύ των διδαγμάτων που αντλήθηκαν από εκείνη την ημέρα, ξεχωρίζουν τρία πολύ σημαντικά μαθήματα.
Πρώτον, η σημασία των συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης, τα οποία παρέχουν χρόνο για τη διαφυγή από τις ζώνες πρόσκρουσης.
Δεύτερον, η σημασία των τοπικών προετοιμασιών και της εκπαίδευσης των ανθρώπων σχετικά με τους κινδύνους.
Τέλος, η συνεχιζόμενη ανάγκη - αλλά όχι η υπερβολική εξάρτηση - για παράκτιες άμυνες και αμυντικές ζώνες.
Η εξέλιξη των συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης
Η απουσία ενός ολοκληρωμένου συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης συνέβαλε στην καταστροφική απώλεια ανθρώπινων ζωών το 2004. Περίπου 35.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στη Σρι Λάνκα, για παράδειγμα, η οποία χτυπήθηκε μόλις δύο ώρες μετά το σεισμό.
Στα χρόνια που ακολούθησαν έχουν γίνει σημαντικές επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένου του συστήματος προειδοποίησης για τσουνάμι στον Ινδικό Ωκεανό, το οποίο λειτουργεί σε 27 κράτη-μέλη.
Το σύστημα αυτό μπόρεσε να εκδώσει προειδοποιήσεις μέσα σε οκτώ λεπτά όταν ένας άλλος σεισμός έπληξε το ίδιο τμήμα της Ινδονησίας το 2012. Ομοίως, όταν ένας σεισμός έπληξε την πόλη Νότο της Ιαπωνίας τον Ιανουάριο του 2024, η ταχεία έκδοση προειδοποιήσεων για τσουνάμι και εντολών εκκένωσης έσωσε αναμφίβολα χιλιάδες ζωές.
Ωστόσο, τα συστήματα αυτά δεν χρησιμοποιούνται σε παγκόσμιο επίπεδο και δεν ήταν σε θέση να ανιχνεύσουν τα τσουνάμι που σάρωσαν τα νησιά Τόνγκα το 2022 μετά την έκρηξη ενός υποθαλάσσιου ηφαιστείου στον Νότιο Ειρηνικό.
Σε αυτή την περίπτωση, η καλύτερη παρακολούθηση του ηφαιστείου θα είχε βοηθήσει στον εντοπισμό των πρώιμων σημάτων ενός τσουνάμι.
Η ανθεκτικότητα της ίδια της κοινότητας
Ωστόσο, τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης από μόνα τους δεν αρκούν. Χρειαζόμαστε επίσης, όπως τονίζουν οι επιστήμονες, εκστρατείες εκπαίδευσης και ευαισθητοποίησης, ασκήσεις εκκένωσης και σχέδια αντιμετώπισης καταστροφών.
Αυτού του είδους ο σχεδιασμός αποδείχθηκε αποτελεσματικός στο χωριό Jike της Ιαπωνίας, το οποίο επλήγη από το τσουνάμι τον Ιανουάριο του 2024.
Έχοντας διδαχθεί από ένα μεγάλο τσουνάμι το 2011 (αυτό που έπληξε τον πυρηνικό σταθμό της Φουκουσίμα), οι μηχανικοί κατασκεύασαν νέες διαδρομές εκκένωσης προς τα καταφύγια που είχαν εντωμεταξύ φτιαχτεί. Αν και το χωριό καταστράφηκε, οι κάτοικοι σώθηκαν.
Ο ρόλος της παράκτιας άμυνας
Κατά τα χρόνια που μεσολάβησαν από το τσουνάμι του 2004, οι χώρες που διατρέχουν κίνδυνο έχουν επενδύσει σε «σκληρές» τεχνικές άμυνες, συμπεριλαμβανομένων των θαλάσσιων τειχών, των παράκτιων κυματοθραυστών και των αντιπλημμυρικών αναχωμάτων.
Ενώ οι κατασκευές αυτές προσφέρουν ένα στοιχειώδες μέτρο προστασίας, η αποτελεσματικότητά τους είναι περιορισμένη.
Στην Ιαπωνία, η ιδέα ότι τα μέτρα αυτά μπορούν να προστατεύσουν από την απώλεια ανθρώπινων ζωών έχει απορριφθεί, με την άποψη ότι τα τσουνάμι μεγάλης κλίμακας μπορούν να υπερκεράσουν ακόμη και τις πιο ισχυρές άμυνες.
Για παράδειγμα, το 2011, ακόμη και ένας κυματοθραύστης από μπάζα, ακολουθούμενος από ένα τείχος ύψους πέντε μέτρων, δεν μπόρεσε να προστατεύσει την πόλη Watari. Το τσουνάμι κάλυψε τη μισή πόλη και εκατοντάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.
Τα τσουνάμι της τελευταίας δεκαετίας έχουν αποκαλύψει τα τρωτά σημεία των υφιστάμενων στρατηγικών προστασίας, με τις επιτόπιες έρευνες να δείχνουν ότι οι κυματοθραύστες και άλλες κατασκευές έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές. Κοινώς, ένας κυματοθραύστης δεν φτάνει.
Ωστόσο, είναι ζωτικής σημασίας ορισμένες κρίσιμες υποδομές, όπως οι σταθμοί παραγωγής ενέργειας, να είναι σχεδιασμένες ώστε να αντέχουν στα μεγαλύτερα τσουνάμι. Αυτό απαιτεί περαιτέρω έρευνα για ανθεκτικά τεχνικά σχέδια που μπορεί να είναι σε θέση να αποτύχουν εν μέρει αλλά να παραμείνουν λειτουργικά.
Δυο επίπεδα μέτρησης τσουνάμι
Μετά το τσουνάμι του 2011, οι Ιάπωνες μηχανικοί δημιούργησαν δύο επίπεδα μέτρησης τσουνάμι. Τα τσουνάμι του επιπέδου 1 είναι πιο συχνά, συμβαίνουν ίσως μία φορά κάθε αιώνα, αλλά είναι λιγότερο επικίνδυνα.
Τα τσουνάμι επιπέδου 2 είναι τα μεγάλα τσουνάμι που κάθε συγκεκριμένο κομμάτι ακτογραμμής μπορεί να περιμένει μόνο μία φορά κάθε χίλια περίπου χρόνια: Ινδικός Ωκεανός 2004, Ιαπωνία 2011.
Για αυτά τα τσουνάμι πρέπει να προετοιμάζονται κρίσιμες υποδομές όπως οι σταθμοί παραγωγής ενέργειας. Τίποτα δεν μπορεί να συγκρατήσει πλήρως ένα τσουνάμι του μεγέθους του 2004, αλλά ο στόχος είναι οι κατασκευές να υπερχειλίσουν χωρίς να καταστραφούν.
Παρά τις εξελισσόμενες απόψεις για τις «σκληρές άμυνες», πρέπει η οικοδόμηση και ο σχεδιασμός παράκτιων αστικών περιοχών να γίνει με πιο βιώσιμους και υπεύθυνους τρόπους. Ειδικότερα, οι κρίσιμες υποδομές [νοσοκομεία] και οι πυκνοκατοικημένες περιοχές σε περιοχές που απειλούνται με τσουνάμι θα πρέπει να χτίζονται σε ψηλότερο έδαφος, όπου αυτό είναι δυνατόν.
Οι τεχνικές εξελίξεις πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη τις περιβαλλοντικές συνέπειες, συμπεριλαμβανομένων των ζημιών στα οικοσυστήματα και της πιθανής διατάραξής τους.
Η ενίσχυση των κοραλλιογενών υφάλων με βραχώδη θωράκιση ή βαριές σακούλες άμμου και η φύτευση παράκτιων δασών ως ρυθμιστικές ζώνες μπορεί να είναι μια φθηνότερη και πιο οικολογικά ευαίσθητη επιλογή από την κατασκευή υψηλών τειχών ή κυματοθραυστών.
Η κλιματική αλλαγή και το μέλλον
Η πρόοδος στον τομέα της τεχνολογίας είναι αδιαμφισβήτητη. Ωστόσο, τα δεδομένα για τα τσουνάμι και τους σεισμούς εξακολουθούν να μην διαμοιράζονται ευρέως σε όλο τον κόσμο και οι τοπικές αρχές και οι εμπειρογνώμονες συχνά δεν κοινοποιούν τον κίνδυνοστους κατοίκους των κοινοτήτων που είναι επιρρεπείς σε πλημμύρες.
Επιπλέον, η ραγδαία κλιματική αλλαγή κάνει την άνοδο της στάθμης της θάλασσας και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως οι καταιγίδες, πιο συχνά. Αυτό δεν προκαλεί περισσότερα τσουνάμι, αλλά μπορεί να τα κάνει χειρότερα, και καθιστά τις «σκληρές» άμυνες λιγότερο βιώσιμες μακροπρόθεσμα.