Η συνάντηση κορυφής των προέδρων των ΗΠΑ και της Ρωσίας Τζο Μπάιντεν και Βλαντίμιρ Πούτιν εξελίχθηκε «περίπου όπως αναμέναμε», όμως όλα θα εξαρτηθούν από τη συνέχεια, δήλωσε ο εκπρόσωπος Τύπου του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ.
Διευκρίνισε ότι προς το παρόν δεν έχει αποφασιστεί ποιος θα ηγηθεί από ρωσικής πλευράς της αντιπροσωπείας που θα διεξάγει συνομιλίες για τη «στρατηγική σταθερότητα» με τις ΗΠΑ, όπως αποφάσισαν οι δύο ηγέτες και ενημέρωσαν με κοινή τους διακήρυξη.
Κατά τον ρώσο αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Ριαμπκόφ, οι δύο χώρες αναμένεται να ορίσουν τις ημερομηνίες της πρώτης συνάντησης των αντιπροσωπειών και αυτό «σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις είναι ζήτημα εβδομάδων, όχι μηνών». Όπως εξήγησε ο κ. Ριαμπκόφ στη ρωσική εφημερίδα Κομερσάντ, η Μόσχα είναι ικανοποιημένη επειδή «κατορθώσαμε να καταγραφεί στο χαρτί η πρόθεση να αρχίσουμε επικεντρωμένο και ενεργητικό διάλογο στο πεδίο αυτό». Όσο για το σχήμα και την ημερήσια διάταξη των θεμάτων που θα συζητηθούν, η ρωσική πλευρά ευελπιστεί αρκετά γρήγορα «να διαμορφωθεί μαζί με τους Αμερικανούς συναδέλφους», σημείωσε ο κ. Ριαμπκόφ, εκτιμώντας ότι «η σύγκλιση των προσεγγίσεων Ρωσίας και ΗΠΑ στον τομέα αυτό δεν θα είναι απλή υπόθεση, θα χρειαστούν ανώτερα διπλωματικά μαθηματικά, αλλά είμαστε έτοιμοι να λύσουμε το πρόβλημα».
Η πρώτη πρακτική συμφωνία των δύο προέδρων ήταν η απόφαση να επιστρέψουν άμεσα στις δύο πρωτεύουσες οι πρέσβεις. Ο ρώσος πρεσβευτής στην Ουάσιγκτον Ανατόλι Αντόνοφ «κάθεται πάνω στις βαλίτσες του από τη στιγμή, που ήρθε η εντολή (σ.σ.: να επιστρέψει) από τον πρόεδρο», κάτι που θα συμβεί οπωσδήποτε εντός του μήνα, δήλωσε ο κ. Ριαμπκόφ.
Ο κ. Αντόνοφ ανακλήθηκε για διαβουλεύσεις στη Μόσχα την 21η Μαρτίου μετά τις δηλώσεις του προέδρου Μπάιντεν περί »«τιμήματος» που πρέπει να πληρώσει η Ρωσία για «την εμπλοκή της στις εκλογές στις ΗΠΑ», αλλά και την καταφατική απάντησή του στον χαρακτηρισμό «δολοφόνος» για τον πρόεδρο Πούτιν. Το Κρεμλίνο είχε τότε «υποδείξει», ουσιαστικά εξαναγκάσει, τον αμερικανό πρεσβευτή Τζον Σάλιβαν στη Μόσχα να επιστρέψει επίσης στην Ουάσιγκτον για διαβουλεύσεις, πράγμα, που συνέβη την 22η Απριλίου.
Παρά τα θετικά βήματα, ο εκπρόσωπος Τύπου του Ρώσου προέδρου, δήλωσε ότι προς το παρόν δεν συντρέχουν λόγοι να διαγραφούν οι ΗΠΑ από τον κατάλογο των «μη φιλικών κρατών» που ανακοίνωσε η ρωσική κυβέρνηση τη 14η Μαΐου, επιβάλλοντας περιορισμούς στις προσλήψεις ντόπιου προσωπικού στις πρεσβείες των κρατών αυτών στη Μόσχα και δυσχεραίνοντας την πρακτική λειτουργία των διπλωματικών τους αντιπροσωπειών. Μέχρι στιγμής, η λίστα συμπεριλαμβάνει μόνο ΗΠΑ και Τσεχία.
Σε ανάλυση του ρωσικού κρατικού πρακτορείου ειδήσεων TASS επισημαίνεται ότι ως προς τα αποτελέσματα της συνάντησης κορυφής είναι «ενθαρρυντικό» το γεγονός ότι ξεκινά διάλογος για τη στρατηγική σταθερότητα, ότι η συνάντηση διεξήχθη σε εποικοδομητική διάθεση, με Ρωσία και ΗΠΑ να επαναφέρουν τους πρεσβευτές τους στις έδρες τους στις πρωτεύουσες, ωστόσο προκαλεί «επιφύλαξη», το ότι δεν υπήρξε ουδεμία ευρύτερη συμφωνία και παραμένουν οι διαφωνίες των μερών για το πώς αντιλαμβάνονται τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ο αμερικανός πρόεδρος έκανε σαφές στον ρώσο ομόλογό του ότι «ο θάνατος του Αλεξέι Ναβάλνι στη φυλακή θα είχε καταστροφικές συνέπειες για τη Ρωσία στη διεθνή σκηνή», καθώς και ότι το θέμα αυτό είναι για τις ΗΠΑ «εξαιρετικά σημαντικό» ο ρώσος ηγέτης υπενθύμισε την δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, αλλά και τις «τετρακόσιες και πλέον συλλήψεις αμερικανών πολιτών» για τα αιματηρά επεισόδια στο Καπιτώλιο, σημειώνοντας ότι «εκφράζουμε τη συμπάθειά μας για όσα συνέβησαν στις ΗΠΑ, αλλά δεν θέλουμε να επιτρέψουμε να συμβούν τα ίδια και σε εμάς».