Η σύγκρουση δύο εμπορικών πλοίων το πρωί της Δευτέρας στη Βόρεια Θάλασσα δεν προκάλεσε ανθρώπινες απώλειες, αλλά δημιούργησε ερωτήματα σε σχέση με την ασφάλεια στη θάλασσα.
Ο απολογισμός της σύγκρουσης πλοίων που συνέβη το πρωί της Δευτέρας 10 Μαρτίου (11:48 ώρα Ελλάδας) ανατολικά της βόρειας Αγγλίας, ανάμεσα στο πετρελαιοφόρο «Stena Immaculate» που φαίνεται να μετέφερε καύσιμο αεροσκαφών που ανήκε στις ΗΠΑ και το φορτηγό Solong, μάλλον θα μπορούσε να είναι χειρότερος, αφού μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν αναφορές για θύματα.
Η πλοιοκτήτρια εταιρεία του «Stena Immaculate» ανακοίνωσε πως όλοι οι ναυτικοί είναι ασφαλείς και πλήρως καταμετρημένοι, ωστόσο -σύμφωνα με το BBC- υπάρχουν φόβοι ότι ποσότητες από τα καύσιμα αεροσκαφών που μετέφερε το συγκεκριμένο σκάφος χύνονταν στη θάλασσα. Στην ανακοίνωση αναφέρεται πως το «Stena Immaculate» χτυπήθηκε από το Solong». Στο πλήρωμα του τελευταίου φαίνεται πως οι βρετανικές λιμενικές αρχές στρέφονται ως προς την απόδοση ευθυνών.
Εμφανή τα σκάφη στο ραντάρ από τα 24 μίλια
Οι συγκρούσεις πλοίων στη θάλασσα δεν είναι σπάνιες, περίπου 200-300 καταγράφονται κάθε χρόνο, τα περισσότερα από τα οποία σχετίζονται με ανθρώπινα λάθη και μη αξιοποίηση της διαθέσιμης τεχνολογίας.
Όμως, η σύγκρουση που συνέβη το πρωί της Δευτέρας ήταν αρκετά σοβαρή, καθώς προκάλεσε τον τραυματισμό τουλάχιστον 32 ατόμων και περιβαλλοντική καταστροφή που μένει να εκτιμηθεί.
Στο ρεπορτάζ του βρετανικού Guardian φιλοξενούνται δηλώσεις του Ντέιβιντ Μακ Φάρλαν, διευθυντή της Marine Risk and Safety Consultants Ltd. Εκείνος επισημαίνει πως στα σύγχρονα πλοία υπάρχουν πολλά συστήματα προειδοποίησης, συμπεριλαμβανομένου του ραντάρ και της κόρνας ενός πλοίου, με στόχο την πρόληψη τέτοιων περιστατικών.
«Θα είχαν δει ο ένας τον άλλον μέσω του συστήματος ραντάρ που λειτουργούν στα σκάφη, που ονομάζεται Automatic Identification System (AIS). Τα πλοία θα μπορούσαν να δουν και να αναγνωρίσουν ένα άλλο σκάφος μέσω του AIS, και θα μπορούσαν να καλέσουν μέσω ραδιοφώνου πολύ υψηλής συχνότητας και να τους ρωτήσουν τι κάνουν», είπε ο Μακ Φάρλαν.
Ένα πλοίο είναι ορατό στο ραντάρ ενός άλλου πλοίου από 24 μίλια μακριά, είπε ο ίδιος. Όλα τα σκάφη πρέπει να έχουν κάποιον σε επιφυλακή ανά πάσα στιγμή. «Αλλά δεν ανησυχείς για ένα άλλο πλοίο εφόσον είναι περίπου 4 μίλια μακριά, ανάλογα με την ταχύτητα», προσέθεσε.
«Εάν το άλλο πλοίο δεν ανταποκριθεί στον ασύρματο, τα σκάφη έχουν ένα σύστημα προειδοποίησης της τελευταίας στιγμής, την κόρνα του πλοίου», είπε. «Το επόμενο πράγμα θα ήταν να χτυπήσετε την κόρνα ενός πλοίου, το οποίο ακούγεται από μίλια μακριά».
Το σενάριο της άγκυρας
Η φαινομενική ευκολία να αποφευχθεί μία σύγκρουση χάρη στα παραπάνω συστήματα ασφαλείας περιορίζεται σημαντικά σε περίπτωση που ένα από τα δύο σκάφη είναι αγκυροβολημένο, οπότε μπορεί να χρειαστεί έως και μία ώρα για να σηκώσει την άγκυρα. Στην προκειμένη περίπτωση, υπάρχουν αναφορές σύμφωνα με τις οποίες το «Stena Immaculate» ήταν σχεδόν ακίνητο.
«Έχω ακούσει ότι ένα από τα πλοία ήταν αγκυροβολημένο. Αν ναι, υπάρχει πιθανότητα να είχε πιάσει την άγκυρά του ή ήταν στη διαδικασία να το κάνει, δεν το γνωρίζουμε. Αλλά μπορεί να χρειαστεί έως και μία ώρα για να σηκώσει άγκυρα», δήλωσε ο Μακ Φάρλαν. Τόνισε, ωστόσο, ότι είναι πολύ νωρίς για να υποθέσουμε τι συνέβη μεταξύ των δύο πλοίων.
Σημείωσε ότι ενώ υπήρξαν αναφορές για θύλακες ομίχλης στη Βόρεια Θάλασσα τη στιγμή της σύγκρουσης, κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να επηρεάσει την ικανότητα οποιουδήποτε σκάφους να προειδοποιήσει για μια πιθανή προσέγγιση άλλου σκάφους, χάρη στο AIS.
Greenpeace: Η περιβαλλοντική ζημιά μένει να εκτιμηθεί
Ο αντίκτυπος οποιασδήποτε περιβαλλοντικής ζημιάς που θα προκληθεί από τη σύγκρουση του πετρελαιοφόρου στα ανοικτά των ακτών του Γιορκσάιρ θα εξαρτηθεί από «την ποσότητα και τον τύπο του πετρελαίου που μεταφέρει το δεξαμενόπλοιο, τα καύσιμα που μεταφέρουν και τα δύο πλοία και πόσο από αυτό, εάν υπάρχει, έχει εισέλθει στο νερό», δήλωσε εκπρόσωπος του βρετανικού γραφείου της Greenpeace.
«Παρακολουθούμε πολύ στενά τις αναφορές ενός φορτηγού πλοίου που συγκρούστηκε με πετρελαιοφόρο στα ανοικτά των ακτών του Γιορκσάιρ. Τόσο η μεγάλη ταχύτητα της σύγκρουσης όσο και τα πλάνα από τις συνέπειες προκαλούν μεγάλη ανησυχία», αναφέρουν τα στελέχη της περιβαλλοντικής οργάνωσης.
Ο εκπρόσωπος είπε ότι «σε αυτό το στάδιο είναι πολύ νωρίς για να εκτιμηθεί η έκταση οποιασδήποτε περιβαλλοντικής ζημίας», και πρόσθεσε: «Αλλά το μέγεθος οποιασδήποτε πρόσκρουσης θα εξαρτηθεί από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της ποσότητας και του τύπου του πετρελαίου που μεταφέρει το δεξαμενόπλοιο, του καυσίμου που μεταφέρεται και από τα δύο πλοία και πόσο από αυτό, εάν υπάρχει, έχει εισέλθει στο νερό».
Τόνισε επίσης πως «σε περίπτωση πετρελαιοκηλίδας ή οποιασδήποτε απώλειας επικίνδυνου φορτίου από το εμπλεκόμενο πλοίο μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, η ταχύτητα απόκρισης θα είναι επίσης καθοριστική για τον περιορισμό οποιασδήποτε επίδρασης».