Αντιμέτωπη με έλλειψη εργαζομένων στον τομέα της υγείας είναι η Σουηδία, καθώς ο αριθμός των παραιτήσεων αυξάνεται, μετά από μια δύσκολη χρονιά με την φροντίδα ασθενών με κορωνοϊό.
Η Σινέβα Ριμπέιρο, πρόεδρος της σουηδικής Ένωσης Επαγγελματιών Υγείας, λέει πως η κατάσταση είναι «τρομερή». Ακόμα και πριν από το πρώτο κύμα της πανδημίας του κορωνοϊού, τον Μάρτιο, υπήρχε «έλλειψη ειδικευμένων νοσοκόμων, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων στις εντατικές» δήλωσε σε τηλεφωνική συνέντευξη στο Bloomberg.
Η εξέλιξη αυτή δείχνει ότι ακόμη και χώρες με καθολικά συστήματα υγειονομικής περίθαλψης αγωνίζονται τώρα να συμβαδίσουν με την κρίση του κορωνοϊού. Αυτή την εβδομάδα, η πληρότητα των ΜΕΘ στην Στοκχόλμη έφτασε το 99%, προκαλώντας πανικό στην πόλη και ζητώντας εξωτερική βοήθεια.
Αλλά ακόμη κι αν βρεθούν περισσότερα κρεβάτια ΜΕΘ, η μεγαλύτερη ανησυχία είναι τώρα εάν η Σουηδία διαθέτει αρκετούς εργαζομένους στον τομέα της υγείας με τις δεξιότητες που απαιτούνται για την φροντίδα των πιο σοβαρά ασθενών της χώρας.
Ολο και λιγότεροι γιατροί με προσόντα ικανά να αντιμετωπίσουν τον κορωνοϊό
Η Ριμπέιρο δήλωσε πως ήδη από τον Μάιο, τα μέλη της ένωσής της «προειδοποίησαν για μια αβάσιμη κατάσταση». Υπάρχουν λιγότερα διαθέσιμα άτομα τώρα με προσόντα από ό,τι υπήρχαν την άνοιξη, «γεγονός που καθιστά δυσκολότερη την επέκταση της χωρητικότητας ΜΕΘ» τόνισε.
Οι επαγγελματίες της υγειονομικής περίθαλψης έχουν αναδειχθεί ως ήρωες της κρίσης του κορωνοϊού, προσελκύοντας συχνά τις επευφημίες από ευγνώμονες θεατές που περίμεναν έξω από τα νοσοκομεία για να τους χειροκροτήσουν μετά από μακρές και εξαντλητικές βάρδιες.
Όμως όλο και πιο συχνά, το προσωπικό είναι τόσο απελπισμένο για κάποιο ρεαλιστικό χρόνο που βλέπουν την παραίτηση ως την μόνη διέξοδο, είπε η Ριμπέιρο. Μια έρευνα από το τηλεοπτικό δίκτυο TV4, έδειξε ότι σε 13 από τις 21 περιοχές της Σουηδίας, οι παραιτήσεις στα επαγγέλματα υγειονομικής περίθαλψης έχουν αυξηθεί σε σχέση με πέρυσι, φτάνοντας μάλιστα έως και τις 500 το μήνα.
Συμβολή του στρατού;
Η δήμαρχος της Στοκχόλμης Ιρένε Σβενόνιους αναφέρει ότι η κατάσταση είναι «εξαιρετικά τεταμένη». Σε συνέντευξή της στην Dagens Nyheter χθες, αναγνώρισε ότι οι εργαζόμενοι στην υγειονομική περίθαλψη είναι υπερβολικά απασχολημένοι και πως υπάρχει ανάγκη προσθήκης προσωπικού. «Υπάρχει κόπωση» είπε. «Δεν μπορείς να το αγνοήσεις, οπότε είναι εξαιρετικά σημαντικό να προσελκύσεις περισσότερα άτομα».
Δεν είναι ωστόσο σαφές, από πού θα προέλθει αυτή η επιπλέον βοήθεια. Η Στοκχόλμη ζήτησε επιπλέον προσωπικό υγειονομικής περίθαλψης από τις ένοπλες δυνάμεις της Σουηδίας, αλλά δεν είναι σαφές ότι ο στρατός έχει τους πόρους να βοηθήσει. Η Σουηδία, η οποία έχει αποφύγει το lockdown από την έναρξη της πανδημίας, μπορεί τώρα να χρειαστεί να απευθυνθεί στους Σκανδιναβούς γείτονές της για βοήθεια.
Η ανησυχία είναι ότι, παρά τα επιστημονικά βήματα που επιτρέπουν στους γιατρούς να κατανοήσουν καλύτερα και να αντιμετωπίσουν τον κορωνοϊό, δεν έχουν απομείνει αρκετοί επαγγελματίες για να εφαρμόσουν αυτή την γνώση.
«Δεν έχουμε το προσωπικό να το κάνει» είπε η Ριμπέιρο. Μάλιστα, περιέγραψε την τρέχουσα κρίση υγειονομικής περίθαλψης που αντιμετωπίζει η χώρα ως «άνευ προηγουμένου».
Πόσα παίρνουν οι νοσηλευτές;
Μέρος του προβλήματος είναι ότι οι νοσηλευτές ειδικότερα είναι όλο και πιο απρόθυμοι να υποταχθούν στις ώρες και τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν κατά την διάρκεια της κρίσης του κορωνοϊού, δεδομένου του μέσου επιπέδου μισθού. Η Σάρα Νόρντιν, κάποτε βοηθός νοσηλεύτρια σε ΜΕΘ, δήλωσε στο Bloomberg τον Οκτώβριο πως παραιτήθηκε δεν μπορούσε να καλύψει τα βασικά της έξοδα με τον ετήσιο μισθό των 27.700 ευρώ.
«Μίλησα με μέλη τον Αύγουστο, τα οποία είπαν ότι θα παραιτηθούν επειδή ήταν ο μόνος τρόπος για να ξεκουραστούν και να ανακάμψουν» δήλωσε η Ριμπέιρο. «Είμαστε αντιμέτωποι με υψηλά ποσοστά ασθένειας, συμπτώματα εξάντλησης και μέλη που έχουν μολυνθεί».
Για την Σουηδία, ο κίνδυνος τώρα είναι ότι περισσότεροι άνθρωποι θα πεθάνουν επειδή δεν υπάρχουν αρκετοί εξειδικευμένοι επαγγελματίες υγείας για να τους φροντίσουν. «Σε ένα εργασιακό περιβάλλον, όπου είσαι τόσο κουρασμένος, ο κίνδυνος λαθών αυξάνεται» τόνισε η Ριμπέιρο. «Και αυτά τα λάθη μπορεί να οδηγήσουν σε περισσότερους θανάτους ασθενών».