Μόλις δέκα λεπτά άντεξε ο δήμαρχος του Σόλινγκεν στο διαμέρισμα όπου βρέθηκαν νεκρά τα πέντε παιδιά, στο έγκλημα που έχει συγκλονίσει ολόκληρη τη Γερμανία.
Δέκα λεπτά που του προκάλεσαν τέτοια φρίκη, ώστε όταν βγήκε έξω απομονώθηκε σε ένα λεωφορείο της αστυνομίας για να συνέλθει. Όταν μίλησε αργότερα ο Τιμ Κούρτσμπαχ στις κάμερες, η φωνή του έτρεμε: «Έχω πάθει σοκ, απίστευτο σοκ», είπε παίρνοντας βαθιά ανάσα. «Ειδικά όταν είσαι πατέρας»… Ο δήμαρχος πήγε εκεί για να ψελλίσει δυο λόγια προσευχής για τα αδικοχαμένα παιδιά -τρία κορίτσια και δύο αγόρια, ηλικίας από 18 μηνών έως 8 ετών- που φέρεται να δηλητηρίασε η σύγχρονη «Μήδεια» μητέρα τους. Αλλά και για να αφήσει έξω από την πόρτα ένα λευκό κερί στη μνήμη τους…
Οι γείτονες αντιλήφθηκαν αμέσως τι συνέβη χθες το μεσημέρι. Ένα ζευγάρι παρατήρησε από το απέναντι μπαλκόνι την αναστάτωση στον δρόμο. «Ακούσαμε τις σειρήνες και είδαμε τους αστυνομικούς να τρέχουν στο σπίτι. “Ανοίξτε” φώναζαν», λέει η 35χρονη Νίνα. Και ο άνδρας της προσθέτει: «Όταν είδαμε τους αστυνομικούς και τους διασώστες να βγαίνουν κλαίγοντας, καταλάβαμε ότι κάτι άσχημο συνέβη». Στο παράθυρό τους κρέμεται ένα χαρτί που γράφει: «Όλα θα πάνε καλά». Το είχαν αναρτήσει για να δώσουν θάρρος για την εξέλιξη της πανδημίας, αλλά τώρα μοιάζει εκτός τόπου και χρόνου μετά από αυτή την οικογενειακή τραγωδία.
Αδιευκρίνιστα τα κίνητρα της 27χρονης
Πηγή της αστυνομίας είπε στο γερμανικό δίκτυο RTL ότι τα παιδιά δηλητηριάστηκαν με χάπια. Αδιευκρίνιστα παραμένουν τα κίνητρα της 27χρονης μητέρας.
Η παιδοκτόνος, όπως όλα δείχνουν, Κριστιάνε Κ., παραμένει νοσηλευόμενη υπό αστυνομική φρουρά σε κρίσιμη κατάσταση, μετά την απόπειρά της να βάλει τέλος στη ζωή της πέφτοντας στις ράγες των τρένων στον σιδηροδρομικό σταθμό του Ντίσελντορφ, περίπου 32 χλμ. μακριά από το διαμέρισμα στο Σόλινγκεν, όπου έκοψε το νήμα της ζωής των παιδιών της. Οι Αρχές αδυνατούν στην κατάσταση που είναι να την ανακρίνουν σε αυτή τη φάση. Το έκτο και μεγαλύτερο παιδί της 27χρονης, ο 11χρονος Μαρσέλ που ήταν μαζί με τη μητέρα του, δεν είδε την απόπειρα αυτοκτονίας, αλλά ταξίδεψε με το τρένο μέχρι το σπίτι της γιαγιάς του στο Μενχενγκλάντμπαχ. «Βρίσκεται σε ασφαλές οικογενειακό περιβάλλον», είπε εκπρόσωπος της αστυνομίας.
Οι επιθεωρητές της γερμανικής αστυνομίας θα πάρουν σήμερα επίσημα καταθέσεις από τους γείτονες και θα ανακοινώσουν αργότερα σε συνέντευξη Τύπου ό,τι στοιχεία έχουν συλλέξει για το ανατριχιαστικό έγκλημα. H ακριβής αιτία θανάτου των παιδιών θα διευκρινιστεί με τη νεκροψία στις σορούς τους, που μεταφέρθηκαν γύρω στα μεσάνυχτα στο νεκροτομείο. Σύμφωνα με τον εγκληματολόγο Άξελ Πέτερμαν, η υπόθεση δείχνει ότι η μητέρα πιθανώς έπασχε από σοβαρότατα ψυχολογικά προβλήματα και είχε χάσει την ελπίδα για τη ζωή. Πιθανά προειδοποιητικά σημάδια για το έγκλημα δεν αποκλείεται να μην αναγνωρίστηκαν εγκαίρως λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, όπως π.χ. μια απουσία των παιδιών από το νηπιαγωγείο και το σχολείο, ειδάλλως θα μπορούσαν να ειδοποιηθούν οι Αρχές και να παρέμβουν.
«Όλα μου τα αδέλφια είναι νεκρά...»
Ένας φίλος του 11χρονου, που επέζησε της οικογενειακής τραγωδίας, ο Μαξ, τον γνώρισε πριν από δύο μήνες. Στο διάστημα αυτό συνδέθηκαν πολύ, έκαναν παρέα, βόλτες με τα ποδήλατα. Ο Μαρσέλ του είχε πει ότι είχε αδέλφια, αλλά ο Μαξ δεν είχε δει ποτέ ούτε τα παιδιά, ούτε τους γονείς του φίλου του. «Τον περισσότερο καιρό ήταν θλιμμένος», λέει ο Μαξ στο RTL, λόγω πίεσης στο οικογενειακό του περιβάλλον. Χθες το απόγευμα ο Μαξ έλαβε ξαφνικά ένα μήνυμα στο WhatsΑpp από μια γνωστή του από τη γειτονιά. «Ξέρεις τι συνέβη με τον Μαρσέλ;». Ο 11χρονος της είχε στείλει προηγουμένως ένα ανατριχιαστικό μήνυμα στο οποίο ανέφερε: «Θέλω μόνον να σου πω ότι από δω και πέρα δεν θα με ξαναδείς, γιατί όλα μου τα αδέλφια είναι νεκρά». Η γειτόνισσα το εξέλαβε αρχικά ως κακόγουστο αστείο, αλλά αντιλήφθηκε τι συμβαίνει, όταν είδε περιπολικά κι ασθενοφόρα μπροστά στο σπίτι του Μαρσέλ.
Αλλά και η μητέρα του Μαξ δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει το οικογενειακό δράμα που εκτυλίχθηκε στη γειτονιά τους. Γνώριζε τον Μαρσέλ, θεωρούσε ότι προέρχεται από μια φυσιολογική οικογένεια. Ο γιος της τηλεφώνησε στον φίλο του μετά την τραγωδία, αλλά το σήκωσε ένα άλλο άτομο, λέγοντας ότι ο 11χρονος δεν μπορεί να μιλήσει αυτή την ώρα κι ότι θα τον καλέσει κάποια στιγμή αργότερα.